Λιτότητα
Ελίζα Παπαδάκη, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2009-02-21
Ωστόσο καμία αίσθηση ανερχόμενης ευημερίας δεν επικρατούσε στην κοινωνία. Συνδικαλιστές, πολιτικοί και δημοσιογράφοι μιλούσαν και μιλούν για διαρκή επιβολή λιτότητας, απηχώντας μια διαδεδομένη εντύπωση. Και αυτό ενόσω οι δημόσιες δαπάνες αυξάνονταν κάθε χρόνο, χονδρικά παρακολουθούσαν την αύξηση του ΑΕΠ και τροφοδοτούσαν από την πλευρά τους την άνοδο των εισοδημάτων. Υπάρχουν λόγοι γιʼ αυτή τη διάσταση ανάμεσα στους αριθμούς και τις αντιλήψεις των ανθρώπων. Κατʼ αρχάς, μέσα σε μια περίοδο που το κατά κεφαλήν εισόδημα στη χώρα μας έγινε μιάμιση φορά μεγαλύτερο, οι πολύ υψηλές ανισότητες διατηρούνταν ακέραιες. Επίμονα το 20% του πληθυσμού, ο ένας στους πέντε, καταγράφεται κάτω από το όριο της φτώχειας (ένα όριο που δεν είναι σταθερό μέγεθος αλλά αποτυπώνει το 60% του εκάστοτε μεσαίου εισοδήματος), όταν το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού έχει εξαπλάσιο εισόδημα. Επιπλέον οι εισοδηματικές ανισότητες εντείνονταν από το γεγονός ότι τα δημόσια αγαθά δεν αναπτύσσονταν παράλληλα, υποχρεώνοντας τα νοικοκυριά, όχι μόνον όσα ταξινομούνται ως φτωχά αλλά και τα μεσαία, σε ολοένα μεγαλύτερες δαπάνες για να καλύψουν βασικές ανάγκες από την αγορά. Η παιδεία είναι το πιο εξόφθαλμο παράδειγμα. Μάλιστα η επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης, της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας ενγένει, κατέστρεφε δημόσια αγαθά, το φυσικό περιβάλλον πριν από όλα, συρρίκνωνε δημόσιους χώρους.
Τώρα όμως η πορεία της μεγέθυνσης σταμάτησε. Μπροστά μας έχουμε μια περίοδο οικονομικής στασιμότητας. Αιτία είναι η παγκόσμια κρίση αλλά και εσωτερικά μας προβλήματα: το πελώριο δημόσιο χρέος δεν υποχώρησε παρά τη μεγέθυνση, το εκρηκτικά διογκούμενο εξωτερικό έλλειμμα αποτυπώνει την υστέρηση της εγχώριας παραγωγικής βάσης, άρα ολοένα περισσότερες εισαγωγές, και το διαρκώς αυξανόμενο δανεισμό, άρα την πληρωμή ολοένα περισσότερων τόκων που αφαιρούνται από το εθνικό εισόδημα. Φθάσαμε το κόστος του δανεισμού να ανεβαίνει επικίνδυνα. Μια πραγματική λιτότητα, συμπίεση εισοδημάτων και κατανάλωσης, φαίνεται έτσι πλέον αναπότρεπτη. Δεν την επιβάλλουν νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες αλλά τα στυγνά οικονομικά δεδομένα. Εν πρώτοις σημαίνει συγκράτηση των δημοσίων δαπανών, αύξηση του συνόλου των καταβαλλομένων φόρων. Το ζητούμενο είναι η λιτότητα να σχεδιαστεί με τρόπο ώστε να μην επιτρέψει να διευρυνθούν οι μεγάλες ανισότητες, αντίθετα να τις περιορίσει, και ταυτόχρονα να στηρίξει την παραγωγή, την απασχόληση, επενδύσεις που θα βελτιώνουν την παραγωγική ικανότητα της χώρας. Προϋποθέτει ριζική αναθεώρηση του προϋπολογισμού για να ανακατανεμηθούν οι προβλεπόμενες δαπάνες και μακροχρόνιο σχέδιο. Ανακατανομή σε συνθήκες στασιμότητας συνεπάγεται απώλειες για κάποιους και αλλαγές πρακτικών. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να παγώσουν μισθοί και συντάξεις πάνω από ένα όριο, να μετακινηθούν υπάλληλοι που υποαπασχολούνται σε υπηρεσίες όπου υπάρχουν ανάγκες, προσφέροντας έναντι της μονιμότητας που απολαμβάνουν. Μαζί με την αποφασιστική επιτέλους καταπολέμηση της φοροδιαφυγής χρειάζεται να επανεξεταστεί όλη η διάρθρωση των φόρων, χωρίς τη φενάκη πάντως ότι σε συνθήκες κρίσης θα ήταν δυνατό το έλλειμμα να καλυφθεί από επιχειρηματικά κέρδη.
Από τώρα μπορούν να δοκιμαστούν με εξειδίκευση σε άμεσες πρακτικές προτάσεις και αγωνιστικά αιτήματα οι μεγάλοι στόχοι του προγράμματος που ψήφισε το Διαρκές Συνέδριο του Συνασπισμού: Να υψώσουμε παντού μιαν ασπίδα κοινωνικής αλληλεγγύης. Προς μιαν οικονομία των αναγκών και των συλλογικών αγαθών. Παραγωγική ανασυγκρότηση υπό τις αρχές της αειφορίας και της αναβάθμισης της εργασίας.