Η κατάπτωση των αξιών
Μιχάλης Μητσός, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2009-04-16
Είτε μιλάμε για τον τρόπο που πλούτισαν οι τραπεζίτες είτε για τον τρόπο που αγοράστηκε ένα διαμέρισμα, η συζήτηση γύρω από το ίδιο θέμα περιστρέφεται: τις αξίες, και το πώς μπορούμε να επιστρέψουμε σ΄ αυτές.
Η ιστορία των αξιών θα μπορούσε να ξεκινήσει με τον γιο ενός πάστορα από το Ρέκεν. Λεγόταν Φρειδερίκος Νίτσε, και διέκρινε πολύ νωρίς, ήδη από τη δεκαετία του 1880, την κατάπτωση των αξιών που θα αναστάτωνε τον επόμενο αιώνα. Ένας «αλλόκοτος επισκέπτης» είχε φτάσει, ο μηδενισμός. Και όπως γράφει ο Χάρι Άιρς στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο Νίτσε έτρεφε αμφιλεγόμενα αισθήματα απέναντί του. Από τη μια πλευρά, θα μπορούσε να αποτελέσει μια δύναμη κάθαρσης, που θα σάρωνε κάθε τι διεφθαρμένο και θα οδηγούσε σε μια νέα πνευματικότητα. Από την άλλη, ήταν ένα φαινόμενο επικίνδυνο, ιδιαίτερα επικίνδυνο. «Χάνουμε το κέντρο βάρους που μας επιτρέπει να ζούμε», έγραφε ο Γερμανός φιλόσοφος. «Είναι σαν να μην έχει νόημα η ύπαρξη, σαν να είναι όλα μάταια».
Η πορεία του 20ού αιώνα επιβεβαίωσε τον Νίτσε. Οι υλικές αξίες θεωρήθηκαν πιο αληθινές, λιγότερο υποκριτικές από τις πνευματικές. Η ιδανική ενσάρκωση αυτής της στροφής ήταν τοΥλικό Κορίτσι της Μαντόνα: «Ξέρεις ότι ζούμε σ΄ έναν υλικό κόσμο/ κι ότι είμαι ένα υλικό κορίτσι». Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν η ίδια η επικράτηση των υλικών αξιών. Το πρόβλημα, που δεν προέβλεψε ο Νίτσε, ήταν ότι οι αξίες αυτές υπερτιμήθηκαν. Πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα, όπως οι τιμές των ακινήτων ή οι τραπεζικές καταθέσεις, άρχισαν να καταρρέουν μπροστά στα μάτια μας. Η Μαντόνα το κατάλαβε εγκαίρως, και το ΄ριξε στη γιόγκα.
Η υπερτίμηση των «υψηλών» αξιών- όπως η δύναμη της εκκλησίας ή ο σωτήριος χαρακτήρας της τέχνης- ίσως να συνδέεται εν τέλει με τη διόγκωση των «χαμηλών» αξιών. Ίσως όλες οι ανθρώπινες αξίες να είναι καταδικασμένες να διογκώνονται και να υπερτιμώνται. Ο Βρετανός αρθρογράφος έχει μια εξήγηση: φταίει ότι προσπαθούμε να αψηφήσουμε τον θάνατο, ότι μας καταδιώκει το φάντασμα του μεσαιωνικού ποιητή που έλεγεΤimor mortis conturbat me(Ο φόβος του θανάτου με βασανίζει). Προσπαθούμε να τα αποκτήσουμε όλα τώρα, γνωρίζοντας ότι δεύτερη ευκαιρία δεν θα έχουμε. Και κάπου εκεί χάνουμε το μέτρο.
Οι όποιες καινούργιες αξίες γεννηθούν μέσα στα ερείπια του υλισμού θα πρέπει, έτσι, να είναι λιγότερο μεγαλεπήβολες. «Αυτά τα μικρά πράγματα- διατροφή, τόπος, κλίμα, ψυχαγωγία- είναι ασύλληπτα πιο σημαντικά απ΄ όλα όσα θεωρούσε κανείς σημαντικά ώς τώρα», γράφει ο Νίτσε στοΙδού ο Άνθρωπος . Ένα απλό πιάτο φαΐ, ένα ρομαντικό ηλιοβασίλεμα, μια ήσυχη συνείδηση- δεν χρειαζόμαστε πολύ περισσότερα.
Η ιστορία των αξιών θα μπορούσε να ξεκινήσει με τον γιο ενός πάστορα από το Ρέκεν. Λεγόταν Φρειδερίκος Νίτσε, και διέκρινε πολύ νωρίς, ήδη από τη δεκαετία του 1880, την κατάπτωση των αξιών που θα αναστάτωνε τον επόμενο αιώνα. Ένας «αλλόκοτος επισκέπτης» είχε φτάσει, ο μηδενισμός. Και όπως γράφει ο Χάρι Άιρς στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, ο Νίτσε έτρεφε αμφιλεγόμενα αισθήματα απέναντί του. Από τη μια πλευρά, θα μπορούσε να αποτελέσει μια δύναμη κάθαρσης, που θα σάρωνε κάθε τι διεφθαρμένο και θα οδηγούσε σε μια νέα πνευματικότητα. Από την άλλη, ήταν ένα φαινόμενο επικίνδυνο, ιδιαίτερα επικίνδυνο. «Χάνουμε το κέντρο βάρους που μας επιτρέπει να ζούμε», έγραφε ο Γερμανός φιλόσοφος. «Είναι σαν να μην έχει νόημα η ύπαρξη, σαν να είναι όλα μάταια».
Η πορεία του 20ού αιώνα επιβεβαίωσε τον Νίτσε. Οι υλικές αξίες θεωρήθηκαν πιο αληθινές, λιγότερο υποκριτικές από τις πνευματικές. Η ιδανική ενσάρκωση αυτής της στροφής ήταν τοΥλικό Κορίτσι της Μαντόνα: «Ξέρεις ότι ζούμε σ΄ έναν υλικό κόσμο/ κι ότι είμαι ένα υλικό κορίτσι». Το πρόβλημα βέβαια δεν ήταν η ίδια η επικράτηση των υλικών αξιών. Το πρόβλημα, που δεν προέβλεψε ο Νίτσε, ήταν ότι οι αξίες αυτές υπερτιμήθηκαν. Πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα, όπως οι τιμές των ακινήτων ή οι τραπεζικές καταθέσεις, άρχισαν να καταρρέουν μπροστά στα μάτια μας. Η Μαντόνα το κατάλαβε εγκαίρως, και το ΄ριξε στη γιόγκα.
Η υπερτίμηση των «υψηλών» αξιών- όπως η δύναμη της εκκλησίας ή ο σωτήριος χαρακτήρας της τέχνης- ίσως να συνδέεται εν τέλει με τη διόγκωση των «χαμηλών» αξιών. Ίσως όλες οι ανθρώπινες αξίες να είναι καταδικασμένες να διογκώνονται και να υπερτιμώνται. Ο Βρετανός αρθρογράφος έχει μια εξήγηση: φταίει ότι προσπαθούμε να αψηφήσουμε τον θάνατο, ότι μας καταδιώκει το φάντασμα του μεσαιωνικού ποιητή που έλεγεΤimor mortis conturbat me(Ο φόβος του θανάτου με βασανίζει). Προσπαθούμε να τα αποκτήσουμε όλα τώρα, γνωρίζοντας ότι δεύτερη ευκαιρία δεν θα έχουμε. Και κάπου εκεί χάνουμε το μέτρο.
Οι όποιες καινούργιες αξίες γεννηθούν μέσα στα ερείπια του υλισμού θα πρέπει, έτσι, να είναι λιγότερο μεγαλεπήβολες. «Αυτά τα μικρά πράγματα- διατροφή, τόπος, κλίμα, ψυχαγωγία- είναι ασύλληπτα πιο σημαντικά απ΄ όλα όσα θεωρούσε κανείς σημαντικά ώς τώρα», γράφει ο Νίτσε στοΙδού ο Άνθρωπος . Ένα απλό πιάτο φαΐ, ένα ρομαντικό ηλιοβασίλεμα, μια ήσυχη συνείδηση- δεν χρειαζόμαστε πολύ περισσότερα.