Ανισότητες, χειρότερη απασχόληση, συμπίεση μισθών
Ελίζα Παπαδάκη, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2009-04-19
Την επερχόμενη κοινωνική επιδείνωση διαγράφει η φετεινή έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η απασχόληση φέτος θα μειωθεί, οι μισθοί όσων έχουν δουλειά θα αυξηθούν με το μισό ρυθμό από πέρυσι, οι ανισότητες διατηρούνται πολύ υψηλές και η παιδική φτώχεια μεγαλώνει. Επισημαίνοντας την ανεπάρκεια του κοινωνικού κράτους, η έκθεση εισηγείται μεταξύ άλλων να καθιερωθεί το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Μετά την άνοδο των ανέργων κατά 75.482 άτομα (19,3%) μέσα σε ένα χρόνο, φτάνοντας το ποσοστό ανεργίας στο 9,4% από 8% πέρυσι, που μόλις ανακοίνωσε η Στατιστική Υπηρεσία για τον Ιανουάριο, οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος φαίνονται εκ πρώτης όψεως μετριοπαθείς. Ο συνολικός αριθμός των απασχολουμένων, που το 2008 είχε αυξηθεί κατά 1,1%, φέτος μπορεί να μειωθεί κατά 0,5-0,8%, εκτιμά η έκθεση, κάπως περισσότερο, 1%, να μειωθεί ο αριθμός των μισθωτών, και το ποσοστό ανεργίας επίσης να αυξηθεί κατά 0,5-0,8%.
Αλλά οι σχετικά ήπιες αυτές ποσοτικές μεταβολές, αν τις συγκρίνουμε με όσα συμβαίνουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εκφράζουν μια γενικότερη κατάσταση διόλου «ήπια». Οι αυταπασχολούμενοι στη χώρα μας φτάνουν το 35,8% (16% στην Ε.Ε. των 27). Σε αυτούς αποκλειστικά οφείλεται η αύξηση της απασχόλησης το δεύτερο εξάμηνο πέρυσι, υποδηλώνοντας πιθανώς άτομα, γυναίκες στην πλειονότητά τους δείχνουν οι στατιστικές, που προσπάθησαν να ανοίξουν δική τους δουλειά, αφού δεν βρίσκουν μισθωτή εργασία. Για τον ίδιο λόγο φαίνεται ότι δεν μειώθηκε, αυξήθηκε μάλιστα ελαφρά για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, ο αριθμός των αγροτών στο 11,3% του συνόλου. Γύρω στο 3% εξάλλου έχουν πάνω από μία εργασίες, οπότε και μία να χάσουν δεν εμφανίζονται άνεργοι. Και επιπλέον πολλές επιχειρήσεις μειώνουν τα ωράρια εργασίας.
Παρουσιάζοντας αναλυτικά τα «εργαλεία» που προβλέπει η νομοθεσία για να προσαρμόζουν οι επιχειρήσεις την απασχόληση στη μειούμενη ζήτηση (περικοπή υπερωριών/βαρδιών, εκ περιτροπής εργασία, διαθεσιμότητες κ.λπ.), η έκθεση αντιπαραβάλλει τα πολύ καλύτερα καθεστώτα άλλων ευρωπαϊκών χωρών και εισηγείται ανάλογο εκσυγχρονισμό του ελληνικού συστήματος. Όσοι εργαζόμενοι σε εμάς υφίστανται μείωση χρόνου εργασίας και αποδοχών δεν επιδοτούνται καθόλου - μόνη εξαίρεση η διαθεσιμότητα όπου ο εργοδότης πληρώνει 50% του μισθού και ο ΟΑΕΔ ένα 10%. Στη Γαλλία όμως η μερική ανεργία επιδοτείται, στην Ιταλία τις αμοιβές πληρώνει το Ταμείο Συμπλήρωσης Αποδοχών που χρηματοδοτείται κυρίως από εργοδοτικές εισφορές αλλά και από κρατική επιχορήγηση, στη Γερμανία το 60% της απώλειας εισοδήματος καταβάλλει ο εκεί Οργανισμός Απασχόλησης.
Η αναμενόμενη στασιμότητα της οικονομίας το 2009 θα επηρεάσει επομένως περισσότερο το εισόδημα των νοικοκυριών και το μέσο χρόνο εργασίας, παρά τον αριθμό των απασχολουμένων, συμπεραίνει η έκθεση. Δεν αναμένει εξάλλου να συνεχισθεί φέτος η στατιστική αύξηση του εργατικού δυναμικού, καθώς θα ενταθεί το φαινόμενο της «αποθάρρυνσης», των ανθρώπων δηλαδή που δεν δηλώνουν ότι ψάχνουν για δουλειά, αφού δεν βρίσκουν, οπότε και δεν καταμετρούνται ως άνεργοι.
Χαμηλές και πάντα άνισες αυξήσεις μισθών
Πολύ χαμηλότερες από όσο αρχικά προβλεπόταν θα είναι φέτος οι αυξήσεις των μισθών, προσεγγίζοντας τις μέσες αυξήσεις στην Ευρωζώνη ενώ τις υπερέβαιναν αισθητά τα προηγούμενα χρόνια. Στο σύνολο της οικονομίας οι ονομαστικές μέσες ακαθάριστες αποδοχές θα αυξηθούν κατά 3,7%, προβλέπει η έκθεση, έναντι 6,6% πέρυσι. Αν το ποσοστό αυτό αποπληθωριστεί με την προβλεπόμενη μέση αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή 1,5% (από 4,2% πέρυσι) προκύπτει μια πραγματική αύξηση όμοια με εκείνην των δύο τελευταίων ετών, 2,2%, οπότε το συνολικό εργατικό εισόδημα θα αυξηθεί κατά 1-1,5% σε πραγματικούς όρους, συνάγει η έκθεση. Υπογραμμίζει εντούτοις ότι ο «πυρήνας» του πληθωρισμού (που δεν περιλαμβάνει καύσιμα και οπωροκηπευτικά) προβλέπεται να παραμείνει σχετικά υψηλός, 2,9% από 3,4% πέρυσι. Δεν γράφει, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε, ότι στις ιδιόμορφες συνθήκες της μεγάλης μείωσης της τιμής του πετρελαίου ο «πυρήνας» εκφράζει καλύτερα το κόστος ζωής για τους εργαζόμενους από το συνολικό δείκτη. Η μέση αύξηση εξάλλου διαφοροποιείται έντονα μεταξύ κατηγοριών εργαζομένων:
- Στο Δημόσιο μετά τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα η έκθεση εκτιμά ότι η αύξηση αποδοχών ανά υπάλληλο θα είναι 4,7%, έναντι 6,3% που προέκυπτε από τον προϋπολογισμό και 8,3% που είχε φτάσει το 2008 (με δικαστικούς, στρατιωτικούς κ.λπ.). Συνάγει έτσι μιαν εξοικονόμηση δαπανών της τάξης των 740 εκατομμυρίων.
- Μεγαλύτερη, 7,7%, προβλέπει τη μέση αύξηση μισθών στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, 6,2% στις τράπεζες, με βάση τις διετείς συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ισχύουν.
- Αλλά στο μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα υπολογίζει ότι οι μέσες καταβαλλόμενες αποδοχές θα αυξηθούν μόλις κατά 2,8% από 6,5% το 2008. Λόγω των μειώσεων που επιβάλλουν οι επιχειρήσεις, οι μισθοί φέτος δεν θα παρακολουθήσουν την αύξηση 5,7% που ορίζει (σε μέσο ετήσιο επίπεδο) για τις κατώτατες αποδοχές η εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, γράφει.
Τεράστιες ανισότητες ενώ πέφτουν και τα κέρδη
Από την άλλη πλευρά μείωση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων παρατηρήθηκε πέρυσι και η έκθεση αναμένει ότι θα συνεχιστεί και φέτος εφόσον υποχωρεί η ζήτηση. Το 2008 σε ένα δείγμα 227 επιχειρήσεων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο που δημοσίευσαν ισολογισμούς οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 4,2%, τα μικτά κερδη μειώθηκαν κατά 8,3% και τα καθαρά κέρδη κατά 29,4%. Την εικόνα επιβεβαιώνουν τα μακροοικονομικά στοιχεία (αύξηση αποπληθωριστή του ΑΕΠ 3,4%, του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος 5,7%).
Στο διάστημα 2000-2008 το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 33,2% σε 35,6%, αλλά η αύξηση αυτή αντανακλά αποκλειστικά την αύξηση της συμμετοχής των μισθωτών στη συνολική απασχόληση, γράφει η έκθεση. Η μέση αμοιβή της εργασίας αυξανόταν κατά 5,8% το χρόνο (σε τρέχουσες τιμές), όσο περίπου το ΑΕΠ ανά απασχολούμενο ενγένει. Το υπόλοιπο, που ονομάζεται «ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα» και περιλαμβάνει επιχειρηματικά κέρδη, το αγροτικό εισόδημα και το εισόδημα των αυταπασχολουμένων, μειώθηκε ελαφρά ως μερίδιο του ΑΕΠ από 54,8% το 2000 σε 54% το 2008.
Σε όρους ανισότητας ωστόσο η έκθεση βεβαιώνει ότι η Ελλάδα κατέχει την υψηλότερη θέση στην Ε.Ε. των 27, μαζί ίσως με την Πορτογαλία και τη Λεττονία: Το πλουσιότερο 20% των νοικοκυριών έχει 6 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20%, όταν στην Ε.Ε. ο λόγος είναι 4,8. Ενώ εντοπίζει τις οικονομικές ανισότητες σταθερά από τη δεκαετία του 1980 περισσότερο εντός των διαφόρων κοινωνικοοικονομικών ομάδων (με κριτήρια επαγγελματικά, γεωγραφικά κ.ά.) παρά μεταξύ τους, σαφώς υπαινίσσεται ότι οι φορολογικές πολιτικές μετά το 2005 και η περυσινή ακρίβεια στα καύσιμα και τα τρόφιμα τις ενέτειναν.
Ανησυχητική καταγράφει ιδίως την αύξηση των παιδιών μέχρι 15 ετών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας κατά 3 μονάδες το 2006 και άλλη μία το 2007, φτάνοντας πλέον το 23% του συνόλου, σε αντίθεση με την τάση που επικρατεί στην υπόλοιπη Ευρώπη: Το 2007 στην Ελλάδα 450.000 παιδιά ζούσαν σε φτωχά νοικοκυριά.
Η έκθεση αναλύει εξάλλου την ανεπάρκεια και την αναποτελεσματικότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής αλληλεγγύης. Είναι χαρακτηριστικό, γράφει, ότι το φτωχότερο 10% του πληθυσμού λαμβάνει το 6,6% των κοινωνικών επιδομάτων, τα μεσαία στρώματα το 12,5%, ενώ το πλουσότερο 10% αποσπά το 7,4%!
Θεωρώντας αναγκαίο ένα γενναίο διάλογο για την ανακατανομή των κοινωνικών παροχών και τον επαναπροσδιορισμό των δικαιούχων, η έκθεση εισηγείται επίσης ένα καθολικό μέτρο για την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας που θα διασφαλίζει για όλους ένα ελάχιστο εισόδημα και επίπεδο διαβίωσης, όπως εφαρμόζεται στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Τεκμηριωμένη πρόταση νόμου για την καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος έχει καταθέσει, όπως είναι γνωστό, ο ΣΥΡΙΖΑ.
Μετά την άνοδο των ανέργων κατά 75.482 άτομα (19,3%) μέσα σε ένα χρόνο, φτάνοντας το ποσοστό ανεργίας στο 9,4% από 8% πέρυσι, που μόλις ανακοίνωσε η Στατιστική Υπηρεσία για τον Ιανουάριο, οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος φαίνονται εκ πρώτης όψεως μετριοπαθείς. Ο συνολικός αριθμός των απασχολουμένων, που το 2008 είχε αυξηθεί κατά 1,1%, φέτος μπορεί να μειωθεί κατά 0,5-0,8%, εκτιμά η έκθεση, κάπως περισσότερο, 1%, να μειωθεί ο αριθμός των μισθωτών, και το ποσοστό ανεργίας επίσης να αυξηθεί κατά 0,5-0,8%.
Αλλά οι σχετικά ήπιες αυτές ποσοτικές μεταβολές, αν τις συγκρίνουμε με όσα συμβαίνουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εκφράζουν μια γενικότερη κατάσταση διόλου «ήπια». Οι αυταπασχολούμενοι στη χώρα μας φτάνουν το 35,8% (16% στην Ε.Ε. των 27). Σε αυτούς αποκλειστικά οφείλεται η αύξηση της απασχόλησης το δεύτερο εξάμηνο πέρυσι, υποδηλώνοντας πιθανώς άτομα, γυναίκες στην πλειονότητά τους δείχνουν οι στατιστικές, που προσπάθησαν να ανοίξουν δική τους δουλειά, αφού δεν βρίσκουν μισθωτή εργασία. Για τον ίδιο λόγο φαίνεται ότι δεν μειώθηκε, αυξήθηκε μάλιστα ελαφρά για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, ο αριθμός των αγροτών στο 11,3% του συνόλου. Γύρω στο 3% εξάλλου έχουν πάνω από μία εργασίες, οπότε και μία να χάσουν δεν εμφανίζονται άνεργοι. Και επιπλέον πολλές επιχειρήσεις μειώνουν τα ωράρια εργασίας.
Παρουσιάζοντας αναλυτικά τα «εργαλεία» που προβλέπει η νομοθεσία για να προσαρμόζουν οι επιχειρήσεις την απασχόληση στη μειούμενη ζήτηση (περικοπή υπερωριών/βαρδιών, εκ περιτροπής εργασία, διαθεσιμότητες κ.λπ.), η έκθεση αντιπαραβάλλει τα πολύ καλύτερα καθεστώτα άλλων ευρωπαϊκών χωρών και εισηγείται ανάλογο εκσυγχρονισμό του ελληνικού συστήματος. Όσοι εργαζόμενοι σε εμάς υφίστανται μείωση χρόνου εργασίας και αποδοχών δεν επιδοτούνται καθόλου - μόνη εξαίρεση η διαθεσιμότητα όπου ο εργοδότης πληρώνει 50% του μισθού και ο ΟΑΕΔ ένα 10%. Στη Γαλλία όμως η μερική ανεργία επιδοτείται, στην Ιταλία τις αμοιβές πληρώνει το Ταμείο Συμπλήρωσης Αποδοχών που χρηματοδοτείται κυρίως από εργοδοτικές εισφορές αλλά και από κρατική επιχορήγηση, στη Γερμανία το 60% της απώλειας εισοδήματος καταβάλλει ο εκεί Οργανισμός Απασχόλησης.
Η αναμενόμενη στασιμότητα της οικονομίας το 2009 θα επηρεάσει επομένως περισσότερο το εισόδημα των νοικοκυριών και το μέσο χρόνο εργασίας, παρά τον αριθμό των απασχολουμένων, συμπεραίνει η έκθεση. Δεν αναμένει εξάλλου να συνεχισθεί φέτος η στατιστική αύξηση του εργατικού δυναμικού, καθώς θα ενταθεί το φαινόμενο της «αποθάρρυνσης», των ανθρώπων δηλαδή που δεν δηλώνουν ότι ψάχνουν για δουλειά, αφού δεν βρίσκουν, οπότε και δεν καταμετρούνται ως άνεργοι.
Χαμηλές και πάντα άνισες αυξήσεις μισθών
Πολύ χαμηλότερες από όσο αρχικά προβλεπόταν θα είναι φέτος οι αυξήσεις των μισθών, προσεγγίζοντας τις μέσες αυξήσεις στην Ευρωζώνη ενώ τις υπερέβαιναν αισθητά τα προηγούμενα χρόνια. Στο σύνολο της οικονομίας οι ονομαστικές μέσες ακαθάριστες αποδοχές θα αυξηθούν κατά 3,7%, προβλέπει η έκθεση, έναντι 6,6% πέρυσι. Αν το ποσοστό αυτό αποπληθωριστεί με την προβλεπόμενη μέση αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή 1,5% (από 4,2% πέρυσι) προκύπτει μια πραγματική αύξηση όμοια με εκείνην των δύο τελευταίων ετών, 2,2%, οπότε το συνολικό εργατικό εισόδημα θα αυξηθεί κατά 1-1,5% σε πραγματικούς όρους, συνάγει η έκθεση. Υπογραμμίζει εντούτοις ότι ο «πυρήνας» του πληθωρισμού (που δεν περιλαμβάνει καύσιμα και οπωροκηπευτικά) προβλέπεται να παραμείνει σχετικά υψηλός, 2,9% από 3,4% πέρυσι. Δεν γράφει, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε, ότι στις ιδιόμορφες συνθήκες της μεγάλης μείωσης της τιμής του πετρελαίου ο «πυρήνας» εκφράζει καλύτερα το κόστος ζωής για τους εργαζόμενους από το συνολικό δείκτη. Η μέση αύξηση εξάλλου διαφοροποιείται έντονα μεταξύ κατηγοριών εργαζομένων:
- Στο Δημόσιο μετά τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα η έκθεση εκτιμά ότι η αύξηση αποδοχών ανά υπάλληλο θα είναι 4,7%, έναντι 6,3% που προέκυπτε από τον προϋπολογισμό και 8,3% που είχε φτάσει το 2008 (με δικαστικούς, στρατιωτικούς κ.λπ.). Συνάγει έτσι μιαν εξοικονόμηση δαπανών της τάξης των 740 εκατομμυρίων.
- Μεγαλύτερη, 7,7%, προβλέπει τη μέση αύξηση μισθών στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, 6,2% στις τράπεζες, με βάση τις διετείς συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ισχύουν.
- Αλλά στο μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα υπολογίζει ότι οι μέσες καταβαλλόμενες αποδοχές θα αυξηθούν μόλις κατά 2,8% από 6,5% το 2008. Λόγω των μειώσεων που επιβάλλουν οι επιχειρήσεις, οι μισθοί φέτος δεν θα παρακολουθήσουν την αύξηση 5,7% που ορίζει (σε μέσο ετήσιο επίπεδο) για τις κατώτατες αποδοχές η εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, γράφει.
Τεράστιες ανισότητες ενώ πέφτουν και τα κέρδη
Από την άλλη πλευρά μείωση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων παρατηρήθηκε πέρυσι και η έκθεση αναμένει ότι θα συνεχιστεί και φέτος εφόσον υποχωρεί η ζήτηση. Το 2008 σε ένα δείγμα 227 επιχειρήσεων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο που δημοσίευσαν ισολογισμούς οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 4,2%, τα μικτά κερδη μειώθηκαν κατά 8,3% και τα καθαρά κέρδη κατά 29,4%. Την εικόνα επιβεβαιώνουν τα μακροοικονομικά στοιχεία (αύξηση αποπληθωριστή του ΑΕΠ 3,4%, του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος 5,7%).
Στο διάστημα 2000-2008 το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 33,2% σε 35,6%, αλλά η αύξηση αυτή αντανακλά αποκλειστικά την αύξηση της συμμετοχής των μισθωτών στη συνολική απασχόληση, γράφει η έκθεση. Η μέση αμοιβή της εργασίας αυξανόταν κατά 5,8% το χρόνο (σε τρέχουσες τιμές), όσο περίπου το ΑΕΠ ανά απασχολούμενο ενγένει. Το υπόλοιπο, που ονομάζεται «ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα» και περιλαμβάνει επιχειρηματικά κέρδη, το αγροτικό εισόδημα και το εισόδημα των αυταπασχολουμένων, μειώθηκε ελαφρά ως μερίδιο του ΑΕΠ από 54,8% το 2000 σε 54% το 2008.
Σε όρους ανισότητας ωστόσο η έκθεση βεβαιώνει ότι η Ελλάδα κατέχει την υψηλότερη θέση στην Ε.Ε. των 27, μαζί ίσως με την Πορτογαλία και τη Λεττονία: Το πλουσιότερο 20% των νοικοκυριών έχει 6 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20%, όταν στην Ε.Ε. ο λόγος είναι 4,8. Ενώ εντοπίζει τις οικονομικές ανισότητες σταθερά από τη δεκαετία του 1980 περισσότερο εντός των διαφόρων κοινωνικοοικονομικών ομάδων (με κριτήρια επαγγελματικά, γεωγραφικά κ.ά.) παρά μεταξύ τους, σαφώς υπαινίσσεται ότι οι φορολογικές πολιτικές μετά το 2005 και η περυσινή ακρίβεια στα καύσιμα και τα τρόφιμα τις ενέτειναν.
Ανησυχητική καταγράφει ιδίως την αύξηση των παιδιών μέχρι 15 ετών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας κατά 3 μονάδες το 2006 και άλλη μία το 2007, φτάνοντας πλέον το 23% του συνόλου, σε αντίθεση με την τάση που επικρατεί στην υπόλοιπη Ευρώπη: Το 2007 στην Ελλάδα 450.000 παιδιά ζούσαν σε φτωχά νοικοκυριά.
Η έκθεση αναλύει εξάλλου την ανεπάρκεια και την αναποτελεσματικότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής αλληλεγγύης. Είναι χαρακτηριστικό, γράφει, ότι το φτωχότερο 10% του πληθυσμού λαμβάνει το 6,6% των κοινωνικών επιδομάτων, τα μεσαία στρώματα το 12,5%, ενώ το πλουσότερο 10% αποσπά το 7,4%!
Θεωρώντας αναγκαίο ένα γενναίο διάλογο για την ανακατανομή των κοινωνικών παροχών και τον επαναπροσδιορισμό των δικαιούχων, η έκθεση εισηγείται επίσης ένα καθολικό μέτρο για την εξάλειψη της ακραίας φτώχειας που θα διασφαλίζει για όλους ένα ελάχιστο εισόδημα και επίπεδο διαβίωσης, όπως εφαρμόζεται στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Τεκμηριωμένη πρόταση νόμου για την καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος έχει καταθέσει, όπως είναι γνωστό, ο ΣΥΡΙΖΑ.