Η ώρα της δημοκρατικής ευθύνης για το άσυλο
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, Το Βήμα της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2009-04-19
Η πρόσφατη πομπώδης καταγγελία του ασύλου από τον Πρωθυπουργό στη Βουλή αποτέλεσε το αποκορύφωμα σειράς παρόμοιων επιθέσεων, κύριο χαρακτηριστικό των οποίων είναι ο φαρισαϊσμός και η δημιουργία παραπλανητικών εντυπώσεων.
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η συζήτηση διεξάγεται σε λάθος βάση. Το άσυλο δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως ακούγεται συχνά. Είναι μια δημοκρατική κατάκτηση, που συνδέεται στενά με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Πανεπιστημίου, δηλαδή τόσο με την ακαδημαϊκή ελευθερία, την οποία θωρακίζει, όσο και με το αυτοδιοίκητο, το οποίο εξειδικεύει. Ισχύει, δε, σε όλες τις προηγμένες δημοκρατικά χώρες, ως συνταγματικό έθιμο ή ως συνταγματική πρακτική, βάσει των οποίων είτεη Αστυνομία δεν μπορεί να εισέλθει στον χώρο του Πανεπιστημίου χωρίς την άδεια των πρυτανικών αρχώνείτεη διαφύλαξη της τάξης εντός του πανεπιστημιακού χώρου ανήκει σε σώματα που βρίσκονται υπό τις διαταγές των πρυτανικών αρχών. Ημόνη λοιπόν συζητήσιμη ιδιαιτερότητα της χώρας μας αφορά τη νομοθετική του εξειδίκευση. Στο σημείο δε αυτό είναι χρήσιμος ένας παραλληλισμός. Το πανεπιστημιακό άσυλο είναι απολύτως παρεμφερές με το άσυλο κατοικίας. Το πρώτο είναι θεσμική εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας ενώ το δεύτερο της ιδιωτικότητας. Υπό αυτή την έννοια, δεν πρόκειται απλώς για άσυλο ιδεών, όπως λέγεται συχνά, υπό το πρίσμα μιας περιοριστικής- ή και υποβολιμαίαςπροσέγγισης. Το πανεπιστημιακό άσυλο προστατεύει προεχόντως έναν συγκεκριμένο χώρο, ως βιόσφαιρα συνταγματικά κατοχυρωμένων ακαδημαϊκών δικαιωμάτων (επιστήμης, έρευνας και διδασκαλίας). Οπως δε είναι αναγκαία για το άσυλο κατοικίας η νομοθετική οριοθέτησή του, εξίσου αναγκαία είναι και για το πανεπιστημιακό άσυλο, εν όψει μάλιστα και του ότι η ταραγμένη μετεμφυλιακή περίοδος, με αποκορύφωμα τη δικτατορία, έθεσαν με εντελώς διαφορετικούς όρους το ζήτημα στη χώρα μας.
Τι έφταιξε όμως και το άσυλο ανήχθη σε μείζον πρόβλημα, παρ΄ ότι δεν έχει ως τώρα παραβιασθεί από τη δημόσια εξουσία; Η απάντηση είναι απλή: η μεγάλη παθογένεια του μεταπολιτευτικού Πανεπιστημίου, με ραγδαία επιδείνωση τελευταία, είναι η καταχρηστική αξιοποίηση του ασύλου, το οποίο εκλαμβάνεται σαν μια γκρίζα ζώνη που επιτρέπει, ερήμην των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, την επιβολή ενός καθεστώτος ανομίας, βίας και ιδεολογικής τρομοκρατίας από διάφορες ιδιωτικές εξουσίες (συχνά μάλιστα στο όνομα αντιεξουσιαστικών αρχών...). Η όλη συζήτηση, επομένως, δεν αφορά το άσυλο καθαυτό αλλά την προσχηματική επίκλησή του, που καταστρατηγεί έναν βασικό κανόνα της Δημοκρατίας: ότι η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου.
Φθάνουμε λοιπόν στο κρίσιμο ερώτημα: Θα ήταν λύση η κατάργηση του ασύλου; Θεωρώ ότι αυτή η πρόταση είναι πολλαπλά προβληματική.
Πρώτον, διότι θυμίζει το γνωστό: «πονάει πόδι, κόβει κεφάλι».
Δεύτερον, διότι ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και σε χώρους που δεν προστατεύονται από το άσυλο (όπως ιδίως συνέβη με τα «δεκεμβριανά»...).
Τρίτονδε, και σπουδαιότερον, διότι η κατάργηση του ασύλου είναι μια εύκολη υπεκφυγή. Ειδικότερα: Η σημερινή νομοθεσία για το άσυλο επιτρέπει την άρση του είτε έπειτα από άδεια του πρυτανικού συμβουλίου (κατά πλειοψηφία πλέον) είτε με απόφαση του εισαγγελέα, αν διαπράττεται αυτόφωρο κακούργημα ή αυτόφωρο έγκλημα κατά της ζωής. Στο σημείο αυτό λοιπόν εντοπίζεται ένα μείζον έλλειμμα δημοκρατικής ευθύνης, που αποτελεί και τη ρίζα του προβλήματος.
Πρόκειται, πρώτον, για έλλειμμα της πολιτείας, που παραλύει συνήθως μπροστά στον φόβο του πολιτικού κόστους και αρνείται κάθε ανάμειξη, αφήνοντας το Πανεπιστήμιο στο έλεος της ανομίας ακόμη και όταν είναι προφανές ότι συντελούνται τα αδικήματα που προβλέπει ο νόμος. Πρόκειται όμως, παράλληλα, και για έλλειμμα της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, που υπονομεύει εκ βάθρων τη δημοκρατική νομιμότητα. Εδώ βεβαίως δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα πολιτικού κόστους. Στον πυρήνα του βρίσκεται ένα ιδιότυπο πελατειακό σύστημα, που συνδυάζει με τον χειρότερο τρόπο τις γενικότερες σχέσεις πατρωνίας με ορισμένες ιδιότυπες σχέσεις πανεπιστημιακής συναλλαγής, οι οποίες αποτελούν το καρκίνωμα της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης. Είναι μια κατάσταση πολύ χειρότερη από την παραδοσιακή κομματικοποίηση. Οχι μόνο διότι συνήθως απουσιάζει κάθε σχετικός ιδεολογικοπολιτικός προβληματισμός αλλά ιδίως διότι τα κόμματα έχουν υποκατασταθεί από ποικίλα κέντρα επιρροής, που στην πλειονότητά τους υπηρετούν αδιαφανείς και ιδιοτελείς επιδιώξεις.
Εφταιξε βέβαια και η νομοθεσία για την έμμεση συμμετοχή των φοιτητών στις πρυτανικές εκλογές, διότι επέτρεψε στις φοιτητικές παρατάξεις, προϊούσης και της αποπολιτικοποίησης, να καταστούν ιδιότυποι πολιτικοί διαμεσολαβητές, ερήμην αρχών και αξιών, συχνά δε με νοοτροπία πολιτικού κοτζαμπασισμού.
Ωστόσο, με την πρόσφατη καθιέρωση της άμεσης ψηφοφορίας δεν απέμεινε πλέον κανένα άλλοθι, προκειμένου να δοθούν πρόσφορες πολιτικές απαντήσεις. Κυβέρνηση, κόμματα και φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας οφείλουν να εγκύψουν με σοβαρότητα στο πρόβλημα- χωρίς μικροκομματικές ή συντεχνιακές εξάρσεις- και να συμφωνήσουν σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο αντιμετώπισής του, που θα υπακούει σε τρεις απαρέγκλιτες αρχές:
Πρώτον,την πλήρη προστασία του ασύλου, ως θεσμικής εγγύησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Δεύτερον, τη χωρική οριοθέτησή του ώστε να καλύπτει, όπως και το άσυλο κατοικίας, μόνο τον «περίκλειστο» χώρο των ΑΕΙ (δηλαδή κτίρια και περίβολο).
Τρίτον,την αυστηρή τυποποίηση των περιπτώσεων που δεν καλύπτονται από το άσυλο, με ιδιαίτερη έμφαση στους βανδαλισμούς και στις καταπατήσεις των δικαιωμάτων που εξειδικεύουν την ακαδημαϊκή ελευθερία. Κάθε παραβίαση θα διαπιστώνεται απλώς από το πρυτανικό συμβούλιο- ενδεχομένως έπειτα από αιτιολογημένη εισήγηση αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού- και θα συνεπάγεται, αυτόματα, άρση του ασύλου, από ειδικά εκπαιδευμένη αστυνομική δύναμη.
Είναι προφανές, εν όψει των ανωτέρω, ότι το άσυλο δεν είναι μόνο ζήτημα του Πανεπιστημίου. Είναι ζήτημα Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία όμως προϋποθέτει δημοκρατική ευθύνη. Διαφορετικά δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει ούτε τις σειρήνες του αυταρχισμού αλλά ούτε και τις λαϊκιστικές παρεκτροπές της...
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η συζήτηση διεξάγεται σε λάθος βάση. Το άσυλο δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως ακούγεται συχνά. Είναι μια δημοκρατική κατάκτηση, που συνδέεται στενά με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του Πανεπιστημίου, δηλαδή τόσο με την ακαδημαϊκή ελευθερία, την οποία θωρακίζει, όσο και με το αυτοδιοίκητο, το οποίο εξειδικεύει. Ισχύει, δε, σε όλες τις προηγμένες δημοκρατικά χώρες, ως συνταγματικό έθιμο ή ως συνταγματική πρακτική, βάσει των οποίων είτεη Αστυνομία δεν μπορεί να εισέλθει στον χώρο του Πανεπιστημίου χωρίς την άδεια των πρυτανικών αρχώνείτεη διαφύλαξη της τάξης εντός του πανεπιστημιακού χώρου ανήκει σε σώματα που βρίσκονται υπό τις διαταγές των πρυτανικών αρχών. Ημόνη λοιπόν συζητήσιμη ιδιαιτερότητα της χώρας μας αφορά τη νομοθετική του εξειδίκευση. Στο σημείο δε αυτό είναι χρήσιμος ένας παραλληλισμός. Το πανεπιστημιακό άσυλο είναι απολύτως παρεμφερές με το άσυλο κατοικίας. Το πρώτο είναι θεσμική εγγύηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας ενώ το δεύτερο της ιδιωτικότητας. Υπό αυτή την έννοια, δεν πρόκειται απλώς για άσυλο ιδεών, όπως λέγεται συχνά, υπό το πρίσμα μιας περιοριστικής- ή και υποβολιμαίαςπροσέγγισης. Το πανεπιστημιακό άσυλο προστατεύει προεχόντως έναν συγκεκριμένο χώρο, ως βιόσφαιρα συνταγματικά κατοχυρωμένων ακαδημαϊκών δικαιωμάτων (επιστήμης, έρευνας και διδασκαλίας). Οπως δε είναι αναγκαία για το άσυλο κατοικίας η νομοθετική οριοθέτησή του, εξίσου αναγκαία είναι και για το πανεπιστημιακό άσυλο, εν όψει μάλιστα και του ότι η ταραγμένη μετεμφυλιακή περίοδος, με αποκορύφωμα τη δικτατορία, έθεσαν με εντελώς διαφορετικούς όρους το ζήτημα στη χώρα μας.
Τι έφταιξε όμως και το άσυλο ανήχθη σε μείζον πρόβλημα, παρ΄ ότι δεν έχει ως τώρα παραβιασθεί από τη δημόσια εξουσία; Η απάντηση είναι απλή: η μεγάλη παθογένεια του μεταπολιτευτικού Πανεπιστημίου, με ραγδαία επιδείνωση τελευταία, είναι η καταχρηστική αξιοποίηση του ασύλου, το οποίο εκλαμβάνεται σαν μια γκρίζα ζώνη που επιτρέπει, ερήμην των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, την επιβολή ενός καθεστώτος ανομίας, βίας και ιδεολογικής τρομοκρατίας από διάφορες ιδιωτικές εξουσίες (συχνά μάλιστα στο όνομα αντιεξουσιαστικών αρχών...). Η όλη συζήτηση, επομένως, δεν αφορά το άσυλο καθαυτό αλλά την προσχηματική επίκλησή του, που καταστρατηγεί έναν βασικό κανόνα της Δημοκρατίας: ότι η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου.
Φθάνουμε λοιπόν στο κρίσιμο ερώτημα: Θα ήταν λύση η κατάργηση του ασύλου; Θεωρώ ότι αυτή η πρόταση είναι πολλαπλά προβληματική.
Πρώτον, διότι θυμίζει το γνωστό: «πονάει πόδι, κόβει κεφάλι».
Δεύτερον, διότι ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και σε χώρους που δεν προστατεύονται από το άσυλο (όπως ιδίως συνέβη με τα «δεκεμβριανά»...).
Τρίτονδε, και σπουδαιότερον, διότι η κατάργηση του ασύλου είναι μια εύκολη υπεκφυγή. Ειδικότερα: Η σημερινή νομοθεσία για το άσυλο επιτρέπει την άρση του είτε έπειτα από άδεια του πρυτανικού συμβουλίου (κατά πλειοψηφία πλέον) είτε με απόφαση του εισαγγελέα, αν διαπράττεται αυτόφωρο κακούργημα ή αυτόφωρο έγκλημα κατά της ζωής. Στο σημείο αυτό λοιπόν εντοπίζεται ένα μείζον έλλειμμα δημοκρατικής ευθύνης, που αποτελεί και τη ρίζα του προβλήματος.
Πρόκειται, πρώτον, για έλλειμμα της πολιτείας, που παραλύει συνήθως μπροστά στον φόβο του πολιτικού κόστους και αρνείται κάθε ανάμειξη, αφήνοντας το Πανεπιστήμιο στο έλεος της ανομίας ακόμη και όταν είναι προφανές ότι συντελούνται τα αδικήματα που προβλέπει ο νόμος. Πρόκειται όμως, παράλληλα, και για έλλειμμα της αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ, που υπονομεύει εκ βάθρων τη δημοκρατική νομιμότητα. Εδώ βεβαίως δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα πολιτικού κόστους. Στον πυρήνα του βρίσκεται ένα ιδιότυπο πελατειακό σύστημα, που συνδυάζει με τον χειρότερο τρόπο τις γενικότερες σχέσεις πατρωνίας με ορισμένες ιδιότυπες σχέσεις πανεπιστημιακής συναλλαγής, οι οποίες αποτελούν το καρκίνωμα της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης. Είναι μια κατάσταση πολύ χειρότερη από την παραδοσιακή κομματικοποίηση. Οχι μόνο διότι συνήθως απουσιάζει κάθε σχετικός ιδεολογικοπολιτικός προβληματισμός αλλά ιδίως διότι τα κόμματα έχουν υποκατασταθεί από ποικίλα κέντρα επιρροής, που στην πλειονότητά τους υπηρετούν αδιαφανείς και ιδιοτελείς επιδιώξεις.
Εφταιξε βέβαια και η νομοθεσία για την έμμεση συμμετοχή των φοιτητών στις πρυτανικές εκλογές, διότι επέτρεψε στις φοιτητικές παρατάξεις, προϊούσης και της αποπολιτικοποίησης, να καταστούν ιδιότυποι πολιτικοί διαμεσολαβητές, ερήμην αρχών και αξιών, συχνά δε με νοοτροπία πολιτικού κοτζαμπασισμού.
Ωστόσο, με την πρόσφατη καθιέρωση της άμεσης ψηφοφορίας δεν απέμεινε πλέον κανένα άλλοθι, προκειμένου να δοθούν πρόσφορες πολιτικές απαντήσεις. Κυβέρνηση, κόμματα και φορείς της ακαδημαϊκής κοινότητας οφείλουν να εγκύψουν με σοβαρότητα στο πρόβλημα- χωρίς μικροκομματικές ή συντεχνιακές εξάρσεις- και να συμφωνήσουν σε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο αντιμετώπισής του, που θα υπακούει σε τρεις απαρέγκλιτες αρχές:
Πρώτον,την πλήρη προστασία του ασύλου, ως θεσμικής εγγύησης της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Δεύτερον, τη χωρική οριοθέτησή του ώστε να καλύπτει, όπως και το άσυλο κατοικίας, μόνο τον «περίκλειστο» χώρο των ΑΕΙ (δηλαδή κτίρια και περίβολο).
Τρίτον,την αυστηρή τυποποίηση των περιπτώσεων που δεν καλύπτονται από το άσυλο, με ιδιαίτερη έμφαση στους βανδαλισμούς και στις καταπατήσεις των δικαιωμάτων που εξειδικεύουν την ακαδημαϊκή ελευθερία. Κάθε παραβίαση θα διαπιστώνεται απλώς από το πρυτανικό συμβούλιο- ενδεχομένως έπειτα από αιτιολογημένη εισήγηση αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού- και θα συνεπάγεται, αυτόματα, άρση του ασύλου, από ειδικά εκπαιδευμένη αστυνομική δύναμη.
Είναι προφανές, εν όψει των ανωτέρω, ότι το άσυλο δεν είναι μόνο ζήτημα του Πανεπιστημίου. Είναι ζήτημα Δημοκρατίας. Η Δημοκρατία όμως προϋποθέτει δημοκρατική ευθύνη. Διαφορετικά δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει ούτε τις σειρήνες του αυταρχισμού αλλά ούτε και τις λαϊκιστικές παρεκτροπές της...