Η γοητεία του αιρετικού
Χρήστος Μαχαίρας, Ελεύθερος Τύπος, Δημοσιευμένο: 2009-05-31
Το πιο άχαρο δημοσιογραφικό είδος είναι οι νεκρολογίες. Οχι μόνο γιατί συνήθως γράφονται στη βάση της ανάγκης να δικαιωθούν ούτως ή άλλως οι αποθανόντες, αλλά γιατί πολλές φορές αποδίδουν σ’ αυτούς που έφυγαν ιδιότητες που ούτε είχαν ούτε θα ήθελαν να έχουν.
Στην περίπτωση του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, για παράδειγμα, δεν υπήρχε κανένας λόγος να δικαιωθεί μετά θάνατον, γιατί, απλούστατα, υπήρξε απολύτως δικαιωμένος εν ζωή. Ομοίως, δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να του αποδοθούν χαρακτηριστικά που του αποδόθηκαν, όπως η νηφαλιότητα ή η συναινετική διάθεση, γιατί ο Μιχάλης, για όλους όσοι τον γνωρίσαμε από κοντά και τον αγαπήσαμε -και ήμασταν πολλοί και πολλών ιδεολογικών αποχρώσεων- δεν υπήρξε σε καμία στιγμή της πολιτικής διαδρομής του ούτε συγκαταβατικός ούτε νηφάλιος ούτε φίλος των μέσων όρων, όπως σε μεγάλο βαθμό επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί.
Τι ήταν ο Παπαγιαννάκης; Κατ’ αρχάς ο καλύτερος της γενιάς του. Ο πιο προικισμένος της ανανεωτικής Αριστεράς. Ο πιο διορατικός, ο πιο αιρετικός, ο περισσότερο πρόθυμος να συγκρουστεί για τις απόψεις του… Ενας πολιτικός που δεν θέλησε να βάλει ποτέ νερό στο κρασί του χάριν των ισορροπιών ή των όποιων συσχετισμών και που δεν δίστασε σε καμιά στιγμή της ζωής του να συγκρουστεί με πλειοψηφικά ιδεολογήματα και πλειοψηφικές πρακτικές.
Ο Παπαγιαννάκης των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης υπήρξε πρόσωπο που δεν φοβήθηκε ούτε τα κυρίαρχα ρεύματα ούτε τους μεγάλους μύθους. Χάραξε ένα δρόμο ανεξάρτητο, εικονοκλαστικό, εξαιρετικά ενοχλητικό για τα κομματικά ιερατεία της εποχής. Συγκρούστηκε όχι μόνο με τους «απέναντι», αλλά και με τους «εντός». Και ο λόγος του, καθώς συμπεριέλαβε την πιο αμείλικτη κριτική στα εικονίσματα της Αριστεράς και στο σταλινικό φαινόμενο, αποδείχθηκε προφητικός.
Αλλά και αργότερα, όταν ο πιο αυθεντικός ίσως εκφραστής του ρεύματος της ανανέωσης συμμετείχε στην ηγεσία της ΕΑΡ ή του Συνασπισμού, τα αποτυπώματά του εξακολούθησαν να είναι το ίδιο καθαρά, το ίδιο ανεξάρτητα και η παρουσία του το ίδιο απαλλαγμένη από τη φοβία του πολιτικού κόστους. Ο Παπαγιαννάκης ήξερε ότι οι θέσεις του για το Σκοπιανό, για την ελληνοτουρκική προσέγγιση ή για τις όποιες μειονότητες ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα δεν προκαλούσαν μόνο τους πολιτικούς αντιπάλους του, αλλά και μια μεγάλη κατηγορία συντρόφων του.
Δεν δίσταζε όμως να τις υποστηρίξει. Οπως δεν δίστασε ποτέ να ρίξει το προσωπικό του βάρος υπέρ επιλογών με προοδευτικό για τον ίδιο υπόβαθρο, όπως υπήρξε η απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη για μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ή η επιμονή της Μαριέττας Γιαννάκου να στηρίξει το διακομματικά λοιδορούμενο βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού.
Αυτός ήταν ο Παπαγιαννάκης. Ενας πολιτικός που έμοιαζε να τρέφεται από την ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση, που αποζητούσε τα μέτωπα, που αναζητούσε το νέο, το καινοτόμο, το διαφορετικό. Ενας ορκισμένος εχθρός του ξύλινου λόγου, που ήξερε, με το δικό του μοναδικό τρόπο, να προσγειώνει τη θεωρία στην πράξη, να μεταπλάθει την ανάλυση σε θέση μεστή και κατανοητή, να κάνει, με μια κουβέντα, την πολιτική συζήτηση υπόθεση φιλική, κοντινή και γοητευτική.
Υπό αυτή την έννοια, η έξοδος του Μιχάλη Παπαγιαννάκη δεν είναι η έξοδος ενός ανθρώπου νηφάλιου, προβλέψιμου και τελικά βολικού. Είναι το φινάλε της πορείας ενός ανθρώπου ασυμβίβαστου, ιδιαίτερου και εξαιρετικού, που ρούφηξε τη ζωή μέχρι το μεδούλι της και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την κάνει καλύτερη, πιο δίκαιη και ανθρώπινη.
Στην περίπτωση του Μιχάλη Παπαγιαννάκη, για παράδειγμα, δεν υπήρχε κανένας λόγος να δικαιωθεί μετά θάνατον, γιατί, απλούστατα, υπήρξε απολύτως δικαιωμένος εν ζωή. Ομοίως, δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να του αποδοθούν χαρακτηριστικά που του αποδόθηκαν, όπως η νηφαλιότητα ή η συναινετική διάθεση, γιατί ο Μιχάλης, για όλους όσοι τον γνωρίσαμε από κοντά και τον αγαπήσαμε -και ήμασταν πολλοί και πολλών ιδεολογικών αποχρώσεων- δεν υπήρξε σε καμία στιγμή της πολιτικής διαδρομής του ούτε συγκαταβατικός ούτε νηφάλιος ούτε φίλος των μέσων όρων, όπως σε μεγάλο βαθμό επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί.
Τι ήταν ο Παπαγιαννάκης; Κατ’ αρχάς ο καλύτερος της γενιάς του. Ο πιο προικισμένος της ανανεωτικής Αριστεράς. Ο πιο διορατικός, ο πιο αιρετικός, ο περισσότερο πρόθυμος να συγκρουστεί για τις απόψεις του… Ενας πολιτικός που δεν θέλησε να βάλει ποτέ νερό στο κρασί του χάριν των ισορροπιών ή των όποιων συσχετισμών και που δεν δίστασε σε καμιά στιγμή της ζωής του να συγκρουστεί με πλειοψηφικά ιδεολογήματα και πλειοψηφικές πρακτικές.
Ο Παπαγιαννάκης των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης υπήρξε πρόσωπο που δεν φοβήθηκε ούτε τα κυρίαρχα ρεύματα ούτε τους μεγάλους μύθους. Χάραξε ένα δρόμο ανεξάρτητο, εικονοκλαστικό, εξαιρετικά ενοχλητικό για τα κομματικά ιερατεία της εποχής. Συγκρούστηκε όχι μόνο με τους «απέναντι», αλλά και με τους «εντός». Και ο λόγος του, καθώς συμπεριέλαβε την πιο αμείλικτη κριτική στα εικονίσματα της Αριστεράς και στο σταλινικό φαινόμενο, αποδείχθηκε προφητικός.
Αλλά και αργότερα, όταν ο πιο αυθεντικός ίσως εκφραστής του ρεύματος της ανανέωσης συμμετείχε στην ηγεσία της ΕΑΡ ή του Συνασπισμού, τα αποτυπώματά του εξακολούθησαν να είναι το ίδιο καθαρά, το ίδιο ανεξάρτητα και η παρουσία του το ίδιο απαλλαγμένη από τη φοβία του πολιτικού κόστους. Ο Παπαγιαννάκης ήξερε ότι οι θέσεις του για το Σκοπιανό, για την ελληνοτουρκική προσέγγιση ή για τις όποιες μειονότητες ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα δεν προκαλούσαν μόνο τους πολιτικούς αντιπάλους του, αλλά και μια μεγάλη κατηγορία συντρόφων του.
Δεν δίσταζε όμως να τις υποστηρίξει. Οπως δεν δίστασε ποτέ να ρίξει το προσωπικό του βάρος υπέρ επιλογών με προοδευτικό για τον ίδιο υπόβαθρο, όπως υπήρξε η απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη για μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες ή η επιμονή της Μαριέττας Γιαννάκου να στηρίξει το διακομματικά λοιδορούμενο βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού.
Αυτός ήταν ο Παπαγιαννάκης. Ενας πολιτικός που έμοιαζε να τρέφεται από την ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση, που αποζητούσε τα μέτωπα, που αναζητούσε το νέο, το καινοτόμο, το διαφορετικό. Ενας ορκισμένος εχθρός του ξύλινου λόγου, που ήξερε, με το δικό του μοναδικό τρόπο, να προσγειώνει τη θεωρία στην πράξη, να μεταπλάθει την ανάλυση σε θέση μεστή και κατανοητή, να κάνει, με μια κουβέντα, την πολιτική συζήτηση υπόθεση φιλική, κοντινή και γοητευτική.
Υπό αυτή την έννοια, η έξοδος του Μιχάλη Παπαγιαννάκη δεν είναι η έξοδος ενός ανθρώπου νηφάλιου, προβλέψιμου και τελικά βολικού. Είναι το φινάλε της πορείας ενός ανθρώπου ασυμβίβαστου, ιδιαίτερου και εξαιρετικού, που ρούφηξε τη ζωή μέχρι το μεδούλι της και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την κάνει καλύτερη, πιο δίκαιη και ανθρώπινη.