ΣΥΡΙΖΑ των απωθημένων
Σάκης Κουρουζίδης, Δημοσιευμένο: 2009-07-22
Η πολιτική συνεργασία μεταξύ διαφόρων οργανώσεων είναι εξ ορισμού ένα δύσκολο εγχείρημα. Τα πράγματα είναι πιο απλά όταν αυτή αποκτά έναν χαρακτήρα μιας απλής εκλογικής συνεργασίας και δυσκολεύουν όταν το σχήμα φιλοδοξεί να γίνει πιο συνεκτικό και πιο «συμμετοχικό». Στην πρώτη περίπτωση, το βασικό είναι το προγραμματικό περιεχόμενο ενός πλαισίου εκλογικής συνεργασίας -μαζί με κάποια τεχνικά και λειτουργικά στοιχεία-, το οποίο οι συνεργαζόμενες οργανώσεις θα επιδιώξουν να προωθήσουν, κατά βάση μέσα από τα δικά τους επιμέρους πλαίσια. Λίγο πολύ, αυτό ήταν το μοντέλο συνεργασίας στην Ιταλία μεταξύ των διαφόρων οργανώσεων που συνυπήρξαν στα ενιαία ψηφοδέλτια και στη συνέχεια υποστήριξαν τις κυβερνήσεις Πρόντι κ.ά. Η κύρια πολιτική δραστηριότητα των συνεργαζόμενων κομμάτων πραγματοποιούνταν από τα ξεχωριστά κόμματα τα οποία λειτουργούσαν κανονικά, όπως περίπου και πριν. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στη Γαλλία σε διάφορες περιπτώσεις, επί Μιτεράν και Ζοσπέν. Το έργο των συνεργαζόμενων σχημάτων αυτών δεν άκουσα να συνδέεται με τον χαρακτήρα της συνεργασίας τους, αλλά με το πολιτικό περιεχόμενο της συμφωνίας. Έτσι κι αλλιώς, εδώ δεν κρίνουμε τα κυβερνητικά πεπραγμένα, αλλά το μοντέλο συνεργασίας.
Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν τίθενται θέματα «συστέγασης» τα οποία απαιτούν μια συνεκτικότητα και μια συναντίληψη για μείζονα θέματα, προγραμματικά, οραματικά και λειτουργικά-οργανωτικά.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών, πολλές από τις οποίες είναι πολύ ενδιαφέρουσες και με μεγάλη προωθητική δύναμη σε πολλά κοινωνικά θέματα. Μία από τις αλλαγές αυτές αφορά ακριβώς το μοντέλο συνύπαρξης. Στο ερώτημα «γιατί να είμαστε μαζί», σε μία σχέση, σε μία παρέα, σε ένα σύλλογο, σε ένα κόμμα, οι σημερινές απαντήσεις διαφέρουν τόσο πολύ από τις απαντήσεις που θα μπορούσαν να δοθούν πριν από 3-4 δεκαετίες, ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει συντελεστεί ένα πολιτιστικό άλμα στην ιδέα της «συνύπαρξης». Για μια περίοδο ενός αιώνα περίπου -όπου υπάρχουν και πολιτικές προεκτάσεις στις απαντήσεις- η κυρίαρχη απάντηση ήταν «είμαστε μαζί για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε». Η συνύπαρξη διευκόλυνε την απλή επιβίωση και οποιαδήποτε διαφοροποίηση από τους κοινούς στόχους της «ομάδας» θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική για την ομάδα συνολικά, γι’ αυτό και ήταν ασυγχώρητη αυτή η διαφοροποίηση. Δυο άνθρωποι παντρεύονταν, διατηρούσαν τους δεσμούς με την ευρεία οικογένεια ή εντάσσονταν στην ομάδα της γειτονιάς, για να διευκολύνουν την απλή επιβίωση. Επρόκειτο, δηλαδή, για άτυπα δίκτυα αλληλεγγύης, τα οποία βρήκαν την πολιτική τους έκφραση μέσα από τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς. Η έκφραση «είναι δικός μας», παρήγαγε και μια υποχρέωση υποστήριξης και αλληλεγγύης. Ειδικά τα κόμματα της αριστεράς, μέσα στα πλαίσια αυτά παρήγαγαν και οργανωτικά μοντέλα τα οποία στηρίζονταν ακριβώς στην απόλυτη ταύτιση. Στο να μην μάθει ο «εχθρός» τίποτε για μας, γιατί θα υποστούμε πλήγμα. Αυτής της εποχής δημιουργήματα είναι ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» και διάφορες έννοιες που αφορούν «στράτευση», «στρατολογίες», «δόκιμα μέλη», «απόλυτη πειθαρχία στις αποφάσεις -και στην ηγεσία», «λικβινταρισμό», «λεγκαλισμό» κ.λπ.
Οι εποχές έτρεξαν, η αριστερά πέτυχε σε πολλούς κοινωνικούς της στόχους (κυρίως όπου δεν κυβέρνησε), οι κοινωνίες έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν περισσότερες ευκαιρίες στα μέλη της να υπάρξουν και χωρίς την «απόλυτη ταύτιση» με τις ομάδες που την συγκροτούν. Τα επιμέρους «άτομα», μπορούν να θέτουν, πέραν των κοινών και επιπλέον, δικούς τους στόχους και αυτό είναι πολύ καλό, τόσο καλό που δεν θέτει πια σε κίνδυνο την «ομάδα» η οποιαδήποτε «διαφοροποίηση». Αντίθετα, η διαφοροποίηση από αχίλλειος πτέρνα για τις ομάδες -και τα κόμματα- έφτασε να -μπορεί να- γίνει «δύναμη» σε όποιες ομάδες κατάφερναν να κάνουν αυτό το πολιτιστικό - πολιτικό άλμα και να πάψουν να αναζητούν πρώτα τον «εσωτερικό εχθρό», ο οποίος δεν «τηρεί τις αποφάσεις», «διαφοροποιείται δημόσια» και άρα «υπονομεύει». Οι απόψεις και οι πρακτικές αυτές, πιστεύω ότι, εντάσσονται σε προγενέστερη «πολιτιστική φάση» της αριστεράς, στο ανεπίστρεπτο παρελθόν της!
Σήμερα, αντίθετα, προβάλλουμε κάποιες «νέες» έννοιες, όπως «δημοκρατία χωρίς συγκεντρωτισμό», «διαφάνεια», «δημόσιος έλεγχος», «συνειδητή συμμετοχή» και όχι «πειθαρχία», «συνειδησιακή αδράνεια» και όχι «καταναγκαστική εκτέλεση των αποφάσεων», «δημόσια κριτική» και όχι μόνον «στα όργανα» κ.λπ.
Για να «είμαστε μαζί» θα πρέπει να μοιραζόμαστε κάποιες κοινές πολιτικές-πολιτιστικές αξίες, που συνιστούν μια νέα κουλτούρα συνύπαρξης, κάτι που δεν είναι εντελώς απαραίτητο για μια εκλογική συνεργασία, π.χ. Δεν μπορεί δηλαδή η μία συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ να στηρίζεται σε οργανωτικές αρχές, όπως: «Η εφαρμογή του καταστατικού του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ βασίζεται στην πολιτική βούληση, την ωριμότητα, το αίσθημα ευθύνης και τη δημοκρατική και κοινωνική ευαισθησία των μελών του», «Η οργάνωση, λειτουργία και δράση του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ στηρίζονται στη δημοκρατία, τη διαφάνεια, τον πλουραλισμό, στην αποκέντρωση λειτουργιών και εξουσιών, στην ανανέωση οργάνων και στελεχών, στην αντιπροσωπευτικότητα απόψεων, φύλων και ηλικιών», «Το μέλος δικαιούται να διατυπώσει δημόσια την προσωπική του γνώμη, λέγοντας ταυτόχρονα τη συλλογική απόφαση. Όσοι/ες μειοψήφησαν έχουν το δικαίωμα να μην εκπροσωπήσουν το κόμμα στην εφαρμογή της απόφασης με την οποία διαφώνησαν». Και στον αντίποδα, μια άλλη συνιστώσα (ΚΟΕ) να γράφει στο καταστατικό της: «Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι κακοχαρακτηρισμένος από αναθεωρητές, αναρχικούς και αστούς. Οι αναθεωρητές-ρεβιζιονιστές (σσ. υποθέτω ότι σε αυτούς περιλαμβάνεται και ο ΣΥΝ) μετέτρεψαν το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σε παρωδία δημοκρατίας και ικανότητας μελών, και το συγκεντρωτισμό σε γραφειοκρατία». «Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι μέρος της θεωρίας της κομματικής οικοδόμησης. Είναι η κατοχύρωση της λειτουργίας της οργάνωσης. Είναι η διαρκής μάχη-αγώνας και προϋπόθεση για την επίτευξη της θεωρίας της κομμουνιστικής οργάνωσης και του κόμματος. Είναι ο αναγκαίος όρος για να αντιπαραταχθεί ουσιαστικά και με αποτελεσματικότητα μια κεντρική δύναμη απέναντι στη δύναμη του κράτους και της εξουσίας της πολιτικής και της ιδεολογίας της αστικής τάξης».
Είναι δυνατόν όλα αυτά να «συνυπάρξουν» ως κοινή κουλτούρα στην «έννοια του μέλους» του ΣΥΡΙΖΑ; Δηλαδή, τα μέλη μιας συνιστώσας θα προσέρχονται στις συνελεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και θα ψηφίζουν κατά συνείδηση, ενώ τα μέλη μιας άλλης θα προσέρχονται με τη δέσμευση που παράγει ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός και θα ψηφίζουν «πακέτο»; Μπορεί τα συνέδρια και οι συνεδριάσεις της ΚΕ ενός κόμματος να είναι ανοιχτά σε οποιονδήποτε θα είχε την επιθυμία -και την υπομονή!- να τα παρακολουθήσει και μιας άλλης συνιστώσας να μην ξέρουμε ούτε καν ποιοι μετέχουν στα κεντρικά της όργανα –τα οποία φυσικά είναι κλειστά ακόμη και για τα άλλα μέλη της ίδιας οργάνωσης;
Τα δικαιώματα των μελών του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έπρεπε να είναι ίσα απέναντι στις συνιστώσες που τον συναπαρτίζουν; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει «ίση δόση» διαφάνειας σε όλους τους συμμετέχοντες που διεκδικούν την προοδευτική «ενοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ; Ίση δόση διαφάνειας και στη διαχείριση των οικονομικών που προέρχονται από τον κοινό κουμπαρά του ΣΥΡΙΖΑ;
Υποθέτω ότι, αβρόχοις ποσί, υποστηρίζονται πράγματα των οποίων τις προεκτάσεις και τις παρενέργειες αγνοούμε ή καλύτερα μπορούμε εύκολα να πιθανολογήσουμε: θα κάνουμε ένα άλμα προς τα πίσω, αναζητώντας μια νέα αρχή - αναπαλαίωση, ο καθένας από την εποχή που τον κρατάνε τα απωθημένα του: από την Οκτωβριανή επανάσταση, τον πατερούλη Στάλιν, τον διορατικό Τρότσκι, τον τιμονιέρη Μάο, τον ανανεωτή Μπερλιγκουέρ, όλα απωθημένα από ένα παρελθόν!
Τα πράγματα δυσκολεύουν όταν τίθενται θέματα «συστέγασης» τα οποία απαιτούν μια συνεκτικότητα και μια συναντίληψη για μείζονα θέματα, προγραμματικά, οραματικά και λειτουργικά-οργανωτικά.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών, πολλές από τις οποίες είναι πολύ ενδιαφέρουσες και με μεγάλη προωθητική δύναμη σε πολλά κοινωνικά θέματα. Μία από τις αλλαγές αυτές αφορά ακριβώς το μοντέλο συνύπαρξης. Στο ερώτημα «γιατί να είμαστε μαζί», σε μία σχέση, σε μία παρέα, σε ένα σύλλογο, σε ένα κόμμα, οι σημερινές απαντήσεις διαφέρουν τόσο πολύ από τις απαντήσεις που θα μπορούσαν να δοθούν πριν από 3-4 δεκαετίες, ώστε θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει συντελεστεί ένα πολιτιστικό άλμα στην ιδέα της «συνύπαρξης». Για μια περίοδο ενός αιώνα περίπου -όπου υπάρχουν και πολιτικές προεκτάσεις στις απαντήσεις- η κυρίαρχη απάντηση ήταν «είμαστε μαζί για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε». Η συνύπαρξη διευκόλυνε την απλή επιβίωση και οποιαδήποτε διαφοροποίηση από τους κοινούς στόχους της «ομάδας» θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική για την ομάδα συνολικά, γι’ αυτό και ήταν ασυγχώρητη αυτή η διαφοροποίηση. Δυο άνθρωποι παντρεύονταν, διατηρούσαν τους δεσμούς με την ευρεία οικογένεια ή εντάσσονταν στην ομάδα της γειτονιάς, για να διευκολύνουν την απλή επιβίωση. Επρόκειτο, δηλαδή, για άτυπα δίκτυα αλληλεγγύης, τα οποία βρήκαν την πολιτική τους έκφραση μέσα από τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς. Η έκφραση «είναι δικός μας», παρήγαγε και μια υποχρέωση υποστήριξης και αλληλεγγύης. Ειδικά τα κόμματα της αριστεράς, μέσα στα πλαίσια αυτά παρήγαγαν και οργανωτικά μοντέλα τα οποία στηρίζονταν ακριβώς στην απόλυτη ταύτιση. Στο να μην μάθει ο «εχθρός» τίποτε για μας, γιατί θα υποστούμε πλήγμα. Αυτής της εποχής δημιουργήματα είναι ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» και διάφορες έννοιες που αφορούν «στράτευση», «στρατολογίες», «δόκιμα μέλη», «απόλυτη πειθαρχία στις αποφάσεις -και στην ηγεσία», «λικβινταρισμό», «λεγκαλισμό» κ.λπ.
Οι εποχές έτρεξαν, η αριστερά πέτυχε σε πολλούς κοινωνικούς της στόχους (κυρίως όπου δεν κυβέρνησε), οι κοινωνίες έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν περισσότερες ευκαιρίες στα μέλη της να υπάρξουν και χωρίς την «απόλυτη ταύτιση» με τις ομάδες που την συγκροτούν. Τα επιμέρους «άτομα», μπορούν να θέτουν, πέραν των κοινών και επιπλέον, δικούς τους στόχους και αυτό είναι πολύ καλό, τόσο καλό που δεν θέτει πια σε κίνδυνο την «ομάδα» η οποιαδήποτε «διαφοροποίηση». Αντίθετα, η διαφοροποίηση από αχίλλειος πτέρνα για τις ομάδες -και τα κόμματα- έφτασε να -μπορεί να- γίνει «δύναμη» σε όποιες ομάδες κατάφερναν να κάνουν αυτό το πολιτιστικό - πολιτικό άλμα και να πάψουν να αναζητούν πρώτα τον «εσωτερικό εχθρό», ο οποίος δεν «τηρεί τις αποφάσεις», «διαφοροποιείται δημόσια» και άρα «υπονομεύει». Οι απόψεις και οι πρακτικές αυτές, πιστεύω ότι, εντάσσονται σε προγενέστερη «πολιτιστική φάση» της αριστεράς, στο ανεπίστρεπτο παρελθόν της!
Σήμερα, αντίθετα, προβάλλουμε κάποιες «νέες» έννοιες, όπως «δημοκρατία χωρίς συγκεντρωτισμό», «διαφάνεια», «δημόσιος έλεγχος», «συνειδητή συμμετοχή» και όχι «πειθαρχία», «συνειδησιακή αδράνεια» και όχι «καταναγκαστική εκτέλεση των αποφάσεων», «δημόσια κριτική» και όχι μόνον «στα όργανα» κ.λπ.
Για να «είμαστε μαζί» θα πρέπει να μοιραζόμαστε κάποιες κοινές πολιτικές-πολιτιστικές αξίες, που συνιστούν μια νέα κουλτούρα συνύπαρξης, κάτι που δεν είναι εντελώς απαραίτητο για μια εκλογική συνεργασία, π.χ. Δεν μπορεί δηλαδή η μία συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ να στηρίζεται σε οργανωτικές αρχές, όπως: «Η εφαρμογή του καταστατικού του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ βασίζεται στην πολιτική βούληση, την ωριμότητα, το αίσθημα ευθύνης και τη δημοκρατική και κοινωνική ευαισθησία των μελών του», «Η οργάνωση, λειτουργία και δράση του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ στηρίζονται στη δημοκρατία, τη διαφάνεια, τον πλουραλισμό, στην αποκέντρωση λειτουργιών και εξουσιών, στην ανανέωση οργάνων και στελεχών, στην αντιπροσωπευτικότητα απόψεων, φύλων και ηλικιών», «Το μέλος δικαιούται να διατυπώσει δημόσια την προσωπική του γνώμη, λέγοντας ταυτόχρονα τη συλλογική απόφαση. Όσοι/ες μειοψήφησαν έχουν το δικαίωμα να μην εκπροσωπήσουν το κόμμα στην εφαρμογή της απόφασης με την οποία διαφώνησαν». Και στον αντίποδα, μια άλλη συνιστώσα (ΚΟΕ) να γράφει στο καταστατικό της: «Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι κακοχαρακτηρισμένος από αναθεωρητές, αναρχικούς και αστούς. Οι αναθεωρητές-ρεβιζιονιστές (σσ. υποθέτω ότι σε αυτούς περιλαμβάνεται και ο ΣΥΝ) μετέτρεψαν το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σε παρωδία δημοκρατίας και ικανότητας μελών, και το συγκεντρωτισμό σε γραφειοκρατία». «Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι μέρος της θεωρίας της κομματικής οικοδόμησης. Είναι η κατοχύρωση της λειτουργίας της οργάνωσης. Είναι η διαρκής μάχη-αγώνας και προϋπόθεση για την επίτευξη της θεωρίας της κομμουνιστικής οργάνωσης και του κόμματος. Είναι ο αναγκαίος όρος για να αντιπαραταχθεί ουσιαστικά και με αποτελεσματικότητα μια κεντρική δύναμη απέναντι στη δύναμη του κράτους και της εξουσίας της πολιτικής και της ιδεολογίας της αστικής τάξης».
Είναι δυνατόν όλα αυτά να «συνυπάρξουν» ως κοινή κουλτούρα στην «έννοια του μέλους» του ΣΥΡΙΖΑ; Δηλαδή, τα μέλη μιας συνιστώσας θα προσέρχονται στις συνελεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και θα ψηφίζουν κατά συνείδηση, ενώ τα μέλη μιας άλλης θα προσέρχονται με τη δέσμευση που παράγει ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός και θα ψηφίζουν «πακέτο»; Μπορεί τα συνέδρια και οι συνεδριάσεις της ΚΕ ενός κόμματος να είναι ανοιχτά σε οποιονδήποτε θα είχε την επιθυμία -και την υπομονή!- να τα παρακολουθήσει και μιας άλλης συνιστώσας να μην ξέρουμε ούτε καν ποιοι μετέχουν στα κεντρικά της όργανα –τα οποία φυσικά είναι κλειστά ακόμη και για τα άλλα μέλη της ίδιας οργάνωσης;
Τα δικαιώματα των μελών του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έπρεπε να είναι ίσα απέναντι στις συνιστώσες που τον συναπαρτίζουν; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει «ίση δόση» διαφάνειας σε όλους τους συμμετέχοντες που διεκδικούν την προοδευτική «ενοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ; Ίση δόση διαφάνειας και στη διαχείριση των οικονομικών που προέρχονται από τον κοινό κουμπαρά του ΣΥΡΙΖΑ;
Υποθέτω ότι, αβρόχοις ποσί, υποστηρίζονται πράγματα των οποίων τις προεκτάσεις και τις παρενέργειες αγνοούμε ή καλύτερα μπορούμε εύκολα να πιθανολογήσουμε: θα κάνουμε ένα άλμα προς τα πίσω, αναζητώντας μια νέα αρχή - αναπαλαίωση, ο καθένας από την εποχή που τον κρατάνε τα απωθημένα του: από την Οκτωβριανή επανάσταση, τον πατερούλη Στάλιν, τον διορατικό Τρότσκι, τον τιμονιέρη Μάο, τον ανανεωτή Μπερλιγκουέρ, όλα απωθημένα από ένα παρελθόν!