Κουτοπόνηρες μεθοδεύσεις
Τάσος Παππάς, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2009-08-02
Οι μικρόνοες του υπουργείου Πολιτισμού έσπευσαν να λογοκρίνουν το φιλμάκι του διάσημου σκηνοθέτη Κ. Γαβρά για να ικανοποιήσουν τους ιεράρχες που διαμαρτύρονταν για προσβολή της θρησκείας.
Πέτυχαν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που επεδίωκαν:
Ηθελαν να προστατεύσουν την Ορθοδοξία και κατάφεραν να τη διασύρουν. Προκάλεσαν την προσοχή των εγχώριων και διεθνών μέσων ενημέρωσης, τα οποία φυσικά φρόντισαν να θυμίσουν τις αθλιότητες ρασοφόρων κατά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Κι ακόμη, μετά την άθλια πρωτοβουλία του υπουργείου, όσοι εκ των Ελλήνων δεν ήξεραν τα αίσχη που έκαναν φανατικοί χριστιανοί εκείνη την εποχή στην προσπάθειά τους να ξεριζώσουν οτιδήποτε παρέπεμπε στην αρχαία Ελλάδα, τώρα τα έμαθαν. Οπως επίσης προβληματίστηκαν σοβαρά για την ανθεκτικότητα της θεωρίας περί αγαστής συμπόρευσης και εποικοδομητικής συνομιλίας ανάμεσα στην ελληνική σκέψη και τον χριστιανισμό: ιδεολογικές κατασκευές του ιερατείου και των πολιτικών συνοδοιπόρων του.
Από την ηγεσία της Εκκλησίας δεν περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό. Προφανώς δεν της αρέσει που η Ακρόπολη είναι ο αναγνωρισμένος διεθνής λογότυπος της Ελλάδας, αλλά δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς. Αφού αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει, τουλάχιστον να μακιγιάρει τη δική της διαδρομή. Είναι πάγια η θέση της να αποσιωπά ό,τι την εκθέτει, να παραμορφώνει ό,τι δεν την κολακεύει και να συκοφαντεί ό,τι την απειλεί.
Διεκδικεί για τον ευατό της «το ρόλο του σπόνσορα του έθνους» (Α. Λιάκος «Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;» Εκδόσεις «Πόλις»). Γι’ αυτό, άλλωστε, μπήκε μπροστά στην υπόθεση του «Μακεδονικού», γι’ αυτό ξεσήκωσε τον κόσμο για το βιβλίο της Ιστορίας επειδή τάχα υποβάθμιζε τη συνεισφορά της στην απελευθέρωση του γένους, γι’ αυτό έβγαλε από τη ναφθαλίνη τα λάβαρα της Επανάστασης του 1821 ως απάντηση στην ανίερη απόφαση των «ευρωλιγούρηδων» να αφαιρέσουν από τις αστυνομικές ταυτότητες το θρήσκευμα, γι’ αυτό αντιστάθηκε σθεναρά σ’ όλες τι απόπειρες να απαλλαγεί η Ιστορία από τους μύθους που την συνοδεύουν και έχουν σχέση με την «εθνωφελή» παρουσία της (κρυφό σχολειό, 25η Μαρτίου κ.ά.).
Την αφήγηση της Εκκλησίας για την πορεία του έθνους και το επιθυμητό μέλλον του υιοθέτησε το πιο σκοταδιστικό τμήμα της συντηρητικής παράταξης. Εξ αυτής της αιμομικτικής σχέσης προέκυψαν, άλλωστε, μερικά από τα τερατουργήματα του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις η ηγεσία της Ιεραρχίας συνέπλευσε με τις πιο ανελεύθερες επιλογές του κυρίαρχου εξουσιαστικού συστήματος.
Κυνήγησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αφόρισε ενοχλητικές φωνές από το χώρο της τέχνης, ευλόγησε τις δικτατορίες, βοήθησε στο στήσιμο των παρακρατικών μηχανισμών και σιώπησε για τους διωγμούς που υφίσταντο οι ηττημένοι του εμφυλίου, όταν δεν τους ενθάρρυνε, προκειμένου να συνετιστούν οι άθεοι και να επιστρέψουν μετανιωμένοι, σαν τα απολωλότα πρόβατα, στη στοργική αγκαλιά της μητέρας Εκκλησίας.
Η εργαλειοποίηση της Ιστορίας είναι η συνήθης πρακτική όλων των εξουσιών -κοσμικών και θρησκευτικών. Διά της ιδεολογικής χρήσεως του παρελθόντος επιδιώκουν να διαμορφώσουν το παρόν, να επηρεάσουν το μέλλον και τελικώς να ποδηγετήσουν τις κοινωνίες. Η επιλεκτική ανάγνωση, η λήθη για όσα ντροπιάζουν και η παραχάραξη εκείνων που βλάπτουν, είναι τα μέσα.
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είχαν μεγάλες επιτυχίες στον τομέα αυτό. Ισως το κορυφαίο δείγμα το έδωσαν οι βαστάζοι του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ που «έξυναν» από τις φωτογραφίες-ντοκουμέντα τον Τρότσκι και τους μπολσεβίκους που έπεφταν σε δυσμένεια, φτιάχνοντας μια ιστορία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του μεγάλου πατερούλη. Ο βιασμός του παρελθόντος εξυπηρετούσε την ανάγκη της ηγεσίας να εμφανιστεί ως η μοναδική πηγή νομιμότητας.
Βεβαίως, στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της διάδοσης των μέσων επικοινωνίας, με τις προσβάσεις στις ιστορικές πηγές ανοικτές, η διαστρέβλωση της πραγματικότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, κάποιοι το επιχειρούν ακόμα και στις μέρες μας κι ας φλερτάρουν με τη γελοιοποίηση.
Οπως συνέβη, για παράδειγμα, με την πρόσφατη τηλεοπτική αγιογραφία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, σύμφωνα με την οποία ο ηγέτης της δεξιάς ήταν ο δημιουργός της μεταπολεμικής Ελλάδας και ο θεμελιωτής της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Το κακό για κείνους που ντύνουν με μεγάλα λόγια τις σκοτεινές προθέσεις τους είναι ότι τα γεγονότα είναι πεισματάρικα.
pappas@enet.gr
Πέτυχαν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που επεδίωκαν:
Ηθελαν να προστατεύσουν την Ορθοδοξία και κατάφεραν να τη διασύρουν. Προκάλεσαν την προσοχή των εγχώριων και διεθνών μέσων ενημέρωσης, τα οποία φυσικά φρόντισαν να θυμίσουν τις αθλιότητες ρασοφόρων κατά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Κι ακόμη, μετά την άθλια πρωτοβουλία του υπουργείου, όσοι εκ των Ελλήνων δεν ήξεραν τα αίσχη που έκαναν φανατικοί χριστιανοί εκείνη την εποχή στην προσπάθειά τους να ξεριζώσουν οτιδήποτε παρέπεμπε στην αρχαία Ελλάδα, τώρα τα έμαθαν. Οπως επίσης προβληματίστηκαν σοβαρά για την ανθεκτικότητα της θεωρίας περί αγαστής συμπόρευσης και εποικοδομητικής συνομιλίας ανάμεσα στην ελληνική σκέψη και τον χριστιανισμό: ιδεολογικές κατασκευές του ιερατείου και των πολιτικών συνοδοιπόρων του.
Από την ηγεσία της Εκκλησίας δεν περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό. Προφανώς δεν της αρέσει που η Ακρόπολη είναι ο αναγνωρισμένος διεθνής λογότυπος της Ελλάδας, αλλά δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς. Αφού αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει, τουλάχιστον να μακιγιάρει τη δική της διαδρομή. Είναι πάγια η θέση της να αποσιωπά ό,τι την εκθέτει, να παραμορφώνει ό,τι δεν την κολακεύει και να συκοφαντεί ό,τι την απειλεί.
Διεκδικεί για τον ευατό της «το ρόλο του σπόνσορα του έθνους» (Α. Λιάκος «Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;» Εκδόσεις «Πόλις»). Γι’ αυτό, άλλωστε, μπήκε μπροστά στην υπόθεση του «Μακεδονικού», γι’ αυτό ξεσήκωσε τον κόσμο για το βιβλίο της Ιστορίας επειδή τάχα υποβάθμιζε τη συνεισφορά της στην απελευθέρωση του γένους, γι’ αυτό έβγαλε από τη ναφθαλίνη τα λάβαρα της Επανάστασης του 1821 ως απάντηση στην ανίερη απόφαση των «ευρωλιγούρηδων» να αφαιρέσουν από τις αστυνομικές ταυτότητες το θρήσκευμα, γι’ αυτό αντιστάθηκε σθεναρά σ’ όλες τι απόπειρες να απαλλαγεί η Ιστορία από τους μύθους που την συνοδεύουν και έχουν σχέση με την «εθνωφελή» παρουσία της (κρυφό σχολειό, 25η Μαρτίου κ.ά.).
Την αφήγηση της Εκκλησίας για την πορεία του έθνους και το επιθυμητό μέλλον του υιοθέτησε το πιο σκοταδιστικό τμήμα της συντηρητικής παράταξης. Εξ αυτής της αιμομικτικής σχέσης προέκυψαν, άλλωστε, μερικά από τα τερατουργήματα του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις η ηγεσία της Ιεραρχίας συνέπλευσε με τις πιο ανελεύθερες επιλογές του κυρίαρχου εξουσιαστικού συστήματος.
Κυνήγησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αφόρισε ενοχλητικές φωνές από το χώρο της τέχνης, ευλόγησε τις δικτατορίες, βοήθησε στο στήσιμο των παρακρατικών μηχανισμών και σιώπησε για τους διωγμούς που υφίσταντο οι ηττημένοι του εμφυλίου, όταν δεν τους ενθάρρυνε, προκειμένου να συνετιστούν οι άθεοι και να επιστρέψουν μετανιωμένοι, σαν τα απολωλότα πρόβατα, στη στοργική αγκαλιά της μητέρας Εκκλησίας.
Η εργαλειοποίηση της Ιστορίας είναι η συνήθης πρακτική όλων των εξουσιών -κοσμικών και θρησκευτικών. Διά της ιδεολογικής χρήσεως του παρελθόντος επιδιώκουν να διαμορφώσουν το παρόν, να επηρεάσουν το μέλλον και τελικώς να ποδηγετήσουν τις κοινωνίες. Η επιλεκτική ανάγνωση, η λήθη για όσα ντροπιάζουν και η παραχάραξη εκείνων που βλάπτουν, είναι τα μέσα.
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είχαν μεγάλες επιτυχίες στον τομέα αυτό. Ισως το κορυφαίο δείγμα το έδωσαν οι βαστάζοι του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ που «έξυναν» από τις φωτογραφίες-ντοκουμέντα τον Τρότσκι και τους μπολσεβίκους που έπεφταν σε δυσμένεια, φτιάχνοντας μια ιστορία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του μεγάλου πατερούλη. Ο βιασμός του παρελθόντος εξυπηρετούσε την ανάγκη της ηγεσίας να εμφανιστεί ως η μοναδική πηγή νομιμότητας.
Βεβαίως, στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της διάδοσης των μέσων επικοινωνίας, με τις προσβάσεις στις ιστορικές πηγές ανοικτές, η διαστρέβλωση της πραγματικότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, κάποιοι το επιχειρούν ακόμα και στις μέρες μας κι ας φλερτάρουν με τη γελοιοποίηση.
Οπως συνέβη, για παράδειγμα, με την πρόσφατη τηλεοπτική αγιογραφία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, σύμφωνα με την οποία ο ηγέτης της δεξιάς ήταν ο δημιουργός της μεταπολεμικής Ελλάδας και ο θεμελιωτής της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Το κακό για κείνους που ντύνουν με μεγάλα λόγια τις σκοτεινές προθέσεις τους είναι ότι τα γεγονότα είναι πεισματάρικα.
pappas@enet.gr