Εξωθεσμική Αριστερά και το 1989
Σωτήρης Λεβέντης, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2009-08-25
O ΣΥΡΙΖΑ περικλείει μέσα του παραπάνω από μία μεγάλη αντίφαση. Ενώ πολλές από τις αντιφάσεις του έχουν αναλυθεί διεξοδικά, η μεγαλύτερη από όλες ακόμα και τώρα δεν έχει ειπωθεί ξεκάθαρα. Την αντίφαση αυτή υπαινίσσεται ο Περικλής Κοροβέσης μιλώντας, από τη δική του, στρεβλωμένη, οπτική γωνία, για το κυβερνητικό παρελθόν της ελληνικής Αριστεράς. Σχετίζεται άμεσα με το τι έκαναν οι αριστερές δυνάμεις το 1989-1990.
Η μεγαλύτερη απόπειρα επανασύνδεσης της Αριστεράς στην Ελλάδα έγινε το 1989, και συμμετείχαν σε αυτήν τα δύο βασικά αριστερά κόμματα της χώρας, το ΚΚΕ και η ΕΑΡ. Από αυτήν την προσπάθεια όμως, όλα τα υπόλοιπα κόμματα και όλες οι προσωπικότητες που είναι σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ έλειπαν. Όχι μόνο έλειπαν, αλλά την αποκήρυσσαν μετά βδελυγμίας.
Όταν συγκροτήθηκε ο ενιαίος Συνασπισμός, βοηθούντος και του αναλογικότερου εκλογικού συστήματος που ίσχυσε στις εκλογές του 89, σκοπός του ήταν και η ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών. Τα μικρά κομματίδια της Αριστεράς που δεν συμμετείχαν κατήγγειλαν αυτή την επιδίωξη και σε όλους τους τόνους καταδίκασαν την Κυβέρνηση Τζανετάκη και την Οικουμενική που ακολούθησαν. Υπήρξαν και κομματικά μέλη, του ΚΚΕ κυρίως, που διαφώνησαν, τόσο με τη δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού, επειδή μπατάριζε προς τα δεξιά, αλλά και με τη συμμετοχή του ΣΥΝ σε διαδοχικές κυβερνήσεις. Αρκετοί από αυτούς, έχοντας απεμπλακεί από το ΝΑΡ, συμμετέχουν σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ ποτέ δεν έχει κάνει αυτοκριτική για τη συμμετοχή του στις κυβερνήσεις συνεργασίας του 89-90. Ο Συνασπισμός έχει κάνει κατά καιρούς αυτοκριτική, όχι επειδή μπήκε σε κυβερνητικό σχήμα, αλλά επειδή παρέπεμψε με τις ψήφους του τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο.Τα κόμματα του ΣΥΡΙΖΑ όμως απαιτούσαν, χρόνια τώρα, αυτοκριτική από το Συνασπισμό, επειδή μπήκε στην Κυβέρνηση. Θέλουν ακόμα διαβεβαιώσεις ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να ξαναγίνει στο μέλλον.
Το ΚΚΕ του Χαρίλαου Φλωράκη και η ΕΑΡ του Λεωνίδα Κύρκου, το 1989 ήθελαν να βγουν από το λάαγκερ που είχε μπει η αριστερά στην Ελλάδα μετά το 1949. Ήθελαν να γίνει η αριστερά μία αξιοσέβαστη και αξιόπιστη πολιτική δύναμη, που να κρίνεται όχι με βάση τις εμφύλιες συγκρούσεις της δεκαετίας του 40, ή με βάση τα δεδομένα του ψυχρού πολέμου, αλλά με βάση τις πολιτικές της προτάσεις.
Το 1989 πέτυχαν αυτό το σκοπό. Σήμερα η αριστερά δεν είναι παρίας του πολιτικού συστήματος. Δεν λειτουργεί πια Συμβούλιο του Στέμματος από το οποίο η Αριστερά είναι εξ ορισμού αποκλεισμένη. Τα δύο αριστερά κόμματα της χώρας αντιμετωπίζονται ως πολιτειακοί παράγοντες, ως θεσμοί.
Όμως, ένα μεγάλο μέρος του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να ενοχλείται από την εξέλιξη αυτή. Κραδαίνοντας νεότευκτα ερμηνευτικά εργαλεία, προτείνει κάτι διαφορετικό. Η Αριστερά, σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, οφείλει να πάψει να είναι αξιοσέβαστη, οφείλει να πάψει να λειτουργεί σαν θεσμός, και να γίνει αντισυστημική, ίσως ακόμα και εξωθεσμική. Η επιθυμία τους αυτή προσκρούει στην έντονη αντίδραση και διαφωνία της Ανανεωτικής Πτέρυγας κατά πρώτο λόγο, αλλά και στην καχυποψία μεγάλης μερίδας του Αριστερού Ρεύματος.
Το Αριστερό Ρεύμα έχει πολλές και σοβαρές διαφωνίες με την Ανανεωτική Πτέρυγα. Δεν είναι μόνο η οπτική τους αρκετά διαφορετική, ή οι προτάσεις τους για την ελληνική κοινωνία, ακόμα και οι πολιτικές οικογένειες που εντάσσουν τους εαυτούς τους είναι διαφορετικές. Για παράδειγμα, στο θέμα της οικονομίας η Ανανεωτική Πτέρυγα αποδέχεται τη λειτουργία της αγοράς και δεν θέλει να δεσμεύσει την παρουσία της αριστεράς σε μελλοντική κυβέρνηση από το πόσες κρατικοποιήσεις θα γίνουν. Η πλειοψηφία του Ρεύματος έχει άλλη ανάλυση για την εξωτερική πολιτική που πρέπει να ασκήσει η χώρα μας, τόσο στα εθνικά θέματα, όσο και σε σχέση με τον Δυτικό Κόσμο. Παρόλα αυτά, κατάφεραν να συμβιώσουν για πολλά χρόνια μέσα στον ίδιο πολιτικό σχηματισμό. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η αποδοχή του θεσμικού ρόλου του Συνασπισμού από την ευρεία πλειοψηφία του Ρεύματος. Τα συνδικαλιστικά, κοινοβουλευτικά, αυτοδιοικητικά στελέχη και τα πολλά απλά μέλη που εντάσσονται στο Ρεύμα δεν έχουν δείξει μέχρι τώρα ότι θεωρούν τους εαυτούς τους και την πολιτική τους λειτουργία έξω από τους θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας.
Η προφανής λύση για τα σημερινά αδιέξοδα της Αριστεράς είναι η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, ή τουλάχιστον η αποχώρηση του Συνασπισμού από αυτόν. Ο Συνασπισμός συνολικά οφείλει να απεμπλακεί από τις εξωθεσμικές ατραπούς, όπως οφείλει να ξαναπιάσει το νήμα του 1989. Τα υπόλοιπα, όπως το “με ποια ηγεσία” είναι δευτερεύοντα ερωτήματα αν και προφανώς είναι δύσκολο να ηγηθούν του εγχειρήματος πρόσωπα που δεν πιστεύουν σε αυτό και επιμένουν σε εξωθεσμικές προτάσεις.
Σήμερα είναι το Αριστερό Ρεύμα κυρίως που καλείται να επιλέξει. Η Ανανεωτική Πτέρυγα πρέπει να ακυρώσει τον εαυτό της για να γίνει εξωθεσμική. Αυτό το ενδεχόμενο μπορεί να αποκλειστεί. Και το Ρεύμα όμως οφείλει σήμερα να δει αν αντέχει ο χώρος που εκφράζει, ένας χώρος υπαρκτός και πολιτικά υπολογίσιμος, να βρεθεί εκτός θεσμών. Υπάρχει και μαθηματική εξίσωση εδώ. Το Αριστερό Ρεύμα και η Ανανεωτική Πτέρυγα μαζί μπορούν να φτάσουν και να ξεπεράσουν το πολυπόθητο 3%, καθώς υπάρχουν τόσοι έλληνες πολίτες που να τους ακολουθούν. Οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν τόση δύναμη. Ίσα ίσα, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να διώξουν δυνάμει ψηφοφόρους. Ούτε βέβαια υπάρχουν πολλοί Ανένταχτοι στα αριστερά του Συνασπισμού που θα συμπαραταχθούν με το εγχείρημα.
Προσοχή, η όποια συνεννόηση μέσα στο Συνασπισμό δεν μπορεί βέβαια να γίνει στη βάση της αριστερής στροφής, ούτε βέβαια στη βάση της περίφημης “εξωστρέφειας”. Ακόμα και τα θέματα στα οποία θέλουν να δώσουν έμφαση οι Ανανεωτικοί και το Ρεύμα είναι διαφορετικά. Το να σιγήσουν τώρα οι Ανανεωτικοί θα θεωρηθεί από όλους, και προπαντός από τους ψηφοφόρους τους, σαν άτακτη υποχώρηση και θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για την υπερψήφισή τους στην κάλπη από τους δικούς τους ψηφοφόρους.
Η μεγαλύτερη απόπειρα επανασύνδεσης της Αριστεράς στην Ελλάδα έγινε το 1989, και συμμετείχαν σε αυτήν τα δύο βασικά αριστερά κόμματα της χώρας, το ΚΚΕ και η ΕΑΡ. Από αυτήν την προσπάθεια όμως, όλα τα υπόλοιπα κόμματα και όλες οι προσωπικότητες που είναι σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ έλειπαν. Όχι μόνο έλειπαν, αλλά την αποκήρυσσαν μετά βδελυγμίας.
Όταν συγκροτήθηκε ο ενιαίος Συνασπισμός, βοηθούντος και του αναλογικότερου εκλογικού συστήματος που ίσχυσε στις εκλογές του 89, σκοπός του ήταν και η ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών. Τα μικρά κομματίδια της Αριστεράς που δεν συμμετείχαν κατήγγειλαν αυτή την επιδίωξη και σε όλους τους τόνους καταδίκασαν την Κυβέρνηση Τζανετάκη και την Οικουμενική που ακολούθησαν. Υπήρξαν και κομματικά μέλη, του ΚΚΕ κυρίως, που διαφώνησαν, τόσο με τη δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού, επειδή μπατάριζε προς τα δεξιά, αλλά και με τη συμμετοχή του ΣΥΝ σε διαδοχικές κυβερνήσεις. Αρκετοί από αυτούς, έχοντας απεμπλακεί από το ΝΑΡ, συμμετέχουν σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΚΚΕ ποτέ δεν έχει κάνει αυτοκριτική για τη συμμετοχή του στις κυβερνήσεις συνεργασίας του 89-90. Ο Συνασπισμός έχει κάνει κατά καιρούς αυτοκριτική, όχι επειδή μπήκε σε κυβερνητικό σχήμα, αλλά επειδή παρέπεμψε με τις ψήφους του τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο.Τα κόμματα του ΣΥΡΙΖΑ όμως απαιτούσαν, χρόνια τώρα, αυτοκριτική από το Συνασπισμό, επειδή μπήκε στην Κυβέρνηση. Θέλουν ακόμα διαβεβαιώσεις ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να ξαναγίνει στο μέλλον.
Το ΚΚΕ του Χαρίλαου Φλωράκη και η ΕΑΡ του Λεωνίδα Κύρκου, το 1989 ήθελαν να βγουν από το λάαγκερ που είχε μπει η αριστερά στην Ελλάδα μετά το 1949. Ήθελαν να γίνει η αριστερά μία αξιοσέβαστη και αξιόπιστη πολιτική δύναμη, που να κρίνεται όχι με βάση τις εμφύλιες συγκρούσεις της δεκαετίας του 40, ή με βάση τα δεδομένα του ψυχρού πολέμου, αλλά με βάση τις πολιτικές της προτάσεις.
Το 1989 πέτυχαν αυτό το σκοπό. Σήμερα η αριστερά δεν είναι παρίας του πολιτικού συστήματος. Δεν λειτουργεί πια Συμβούλιο του Στέμματος από το οποίο η Αριστερά είναι εξ ορισμού αποκλεισμένη. Τα δύο αριστερά κόμματα της χώρας αντιμετωπίζονται ως πολιτειακοί παράγοντες, ως θεσμοί.
Όμως, ένα μεγάλο μέρος του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να ενοχλείται από την εξέλιξη αυτή. Κραδαίνοντας νεότευκτα ερμηνευτικά εργαλεία, προτείνει κάτι διαφορετικό. Η Αριστερά, σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, οφείλει να πάψει να είναι αξιοσέβαστη, οφείλει να πάψει να λειτουργεί σαν θεσμός, και να γίνει αντισυστημική, ίσως ακόμα και εξωθεσμική. Η επιθυμία τους αυτή προσκρούει στην έντονη αντίδραση και διαφωνία της Ανανεωτικής Πτέρυγας κατά πρώτο λόγο, αλλά και στην καχυποψία μεγάλης μερίδας του Αριστερού Ρεύματος.
Το Αριστερό Ρεύμα έχει πολλές και σοβαρές διαφωνίες με την Ανανεωτική Πτέρυγα. Δεν είναι μόνο η οπτική τους αρκετά διαφορετική, ή οι προτάσεις τους για την ελληνική κοινωνία, ακόμα και οι πολιτικές οικογένειες που εντάσσουν τους εαυτούς τους είναι διαφορετικές. Για παράδειγμα, στο θέμα της οικονομίας η Ανανεωτική Πτέρυγα αποδέχεται τη λειτουργία της αγοράς και δεν θέλει να δεσμεύσει την παρουσία της αριστεράς σε μελλοντική κυβέρνηση από το πόσες κρατικοποιήσεις θα γίνουν. Η πλειοψηφία του Ρεύματος έχει άλλη ανάλυση για την εξωτερική πολιτική που πρέπει να ασκήσει η χώρα μας, τόσο στα εθνικά θέματα, όσο και σε σχέση με τον Δυτικό Κόσμο. Παρόλα αυτά, κατάφεραν να συμβιώσουν για πολλά χρόνια μέσα στον ίδιο πολιτικό σχηματισμό. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε η αποδοχή του θεσμικού ρόλου του Συνασπισμού από την ευρεία πλειοψηφία του Ρεύματος. Τα συνδικαλιστικά, κοινοβουλευτικά, αυτοδιοικητικά στελέχη και τα πολλά απλά μέλη που εντάσσονται στο Ρεύμα δεν έχουν δείξει μέχρι τώρα ότι θεωρούν τους εαυτούς τους και την πολιτική τους λειτουργία έξω από τους θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας.
Η προφανής λύση για τα σημερινά αδιέξοδα της Αριστεράς είναι η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, ή τουλάχιστον η αποχώρηση του Συνασπισμού από αυτόν. Ο Συνασπισμός συνολικά οφείλει να απεμπλακεί από τις εξωθεσμικές ατραπούς, όπως οφείλει να ξαναπιάσει το νήμα του 1989. Τα υπόλοιπα, όπως το “με ποια ηγεσία” είναι δευτερεύοντα ερωτήματα αν και προφανώς είναι δύσκολο να ηγηθούν του εγχειρήματος πρόσωπα που δεν πιστεύουν σε αυτό και επιμένουν σε εξωθεσμικές προτάσεις.
Σήμερα είναι το Αριστερό Ρεύμα κυρίως που καλείται να επιλέξει. Η Ανανεωτική Πτέρυγα πρέπει να ακυρώσει τον εαυτό της για να γίνει εξωθεσμική. Αυτό το ενδεχόμενο μπορεί να αποκλειστεί. Και το Ρεύμα όμως οφείλει σήμερα να δει αν αντέχει ο χώρος που εκφράζει, ένας χώρος υπαρκτός και πολιτικά υπολογίσιμος, να βρεθεί εκτός θεσμών. Υπάρχει και μαθηματική εξίσωση εδώ. Το Αριστερό Ρεύμα και η Ανανεωτική Πτέρυγα μαζί μπορούν να φτάσουν και να ξεπεράσουν το πολυπόθητο 3%, καθώς υπάρχουν τόσοι έλληνες πολίτες που να τους ακολουθούν. Οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν τόση δύναμη. Ίσα ίσα, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να διώξουν δυνάμει ψηφοφόρους. Ούτε βέβαια υπάρχουν πολλοί Ανένταχτοι στα αριστερά του Συνασπισμού που θα συμπαραταχθούν με το εγχείρημα.
Προσοχή, η όποια συνεννόηση μέσα στο Συνασπισμό δεν μπορεί βέβαια να γίνει στη βάση της αριστερής στροφής, ούτε βέβαια στη βάση της περίφημης “εξωστρέφειας”. Ακόμα και τα θέματα στα οποία θέλουν να δώσουν έμφαση οι Ανανεωτικοί και το Ρεύμα είναι διαφορετικά. Το να σιγήσουν τώρα οι Ανανεωτικοί θα θεωρηθεί από όλους, και προπαντός από τους ψηφοφόρους τους, σαν άτακτη υποχώρηση και θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για την υπερψήφισή τους στην κάλπη από τους δικούς τους ψηφοφόρους.