To παράδειγμα της Νομικής
Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2009-12-13
Αντιδρώντας σε μιαν ακόμη κατάληψη του ιστορικού κτιρίου της οδού Σόλωνος, το αρμόδιο όργανο της Νομικής Σχολής πρότεινε προ ημερών τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων για να προφυλαχθούν διδασκόμενοι, διδάσκοντες και εγκαταστάσεις από βίαιες ενέργειες, που κάθε τόσο διακόπτουν το εκπαιδευτικό έργο: έλεγχος των προσερχομένων, καλύτερη φύλαξη των χώρων, περιορισμός το ασύλου στους χώρους διδασκαλίας και όχι στις διοικητικές υπηρεσίες.
Ανάλογα μέτρα εφαρμόζονται εδώ και χρόνια σε πολλά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, που είναι εγκατεστημένα στο κέντρο των μεγάλων πόλεων. Για παράδειγμα, για να προστατεύσουν τους χώρους τους από αναπάντεχους επισκέπτες και για να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη διεξαγωγή των μαθημάτων, το LSE στο Λονδίνο και το Paris Ι στο Παρίσι, ζητούν από τους προσερχόμενους –φοιτητές, καθηγητές και επισκέπτες– να επιδεικνύουν στις εισόδους την ταυτότητά τους.
Οπως αναμενόταν, η πρόταση της Νομικής προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Το ίδιο και η δήλωση των αντιπρυτάνεων του Πανεπιστημίου ότι το πανεπιστημιακό άσυλο δεν καταλαμβάνει το παρκάκι των Προπυλαίων, ούτε στους γύρω δρόμους και πεζόδρομους. Τέτοια μέτρα, ωστόσο, είναι στοιχειώδη και αυτονόητα αν θέλουμε να απαλλάξουμε τα πανεπιστήμιά μας από το άγος της βίας. Ποιοι αντιδρούν στη λήψη τους;
Είναι πρώτ’ απ’ όλα οι οπαδοί της βίας. Γι’ αυτούς, το πανεπιστημιακό άσυλο είναι ιερό, όχι γιατί προστατεύει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, αλλά γιατί ευνοεί κάθε είδους αυθαιρεσία. Προπάντων τους εξασφαλίζει ατιμωρησία. Το σύνθημα της προχθεσινής συγκέντρωσης στα Προπύλαια τα λέει όλα: «Το άσυλο πραγματώνει όσα φοβάται η κοινωνία. […] Δεν ανήκει στους πρυτάνεις και την αστυνομία».
Θα ήταν παρ’ όλ’ αυτά λάθος να βάλει κανείς όλους τους οπαδούς της βίας στο ίδιο τσουβάλι.
Στον στενό πυρήνα τους ανήκουν όσοι μετέχουν –ή δεν θα είχαν τον παραμικρό ενδοιασμό να μετάσχουν– σε τρομοκρατική οργάνωση. Το μίσος, ο φανατισμός και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις τους είναι τόσες, ώστε δεν υπάρχουν περιθώρια διαλόγου μαζί τους. Η αντιμετώπισή τους εμπίπτει στην αρμοδιότητα της αστυνομίας.
Στον αμέσως ευρύτερο κύκλο ανήκουν όσοι καταφεύγουν στη βία γιατί δεν βρίσκουν άλλον τρόπο να εκφρασθούν, να διεκδικήσουν και να δώσουν νόημα στην ζωή τους. Απογοητευμένοι από τα κόμματα, το πολιτικό σύστημα και την κοινωνική υποκρισία, η βία δεν είναι γι’ αυτούς θέμα κατ’ ανάγκην ιδεολογίας. Είναι τρόπος επικοινωνίας και μέσο ατομικής χειραφέτησης από ένα περιβάλλον –οικογενειακό, εργασιακό ή άλλο– το οποίο απεχθάνονται.
Αν κρίνει κανείς από τους κουκουλοφόρους των φετινών διαδηλώσεων, ο κύκλος αυτός έχει διευρυνθεί τώρα τελευταία και για πρώτη φορά περιλαμβάνει πολλά παιδιά, ακόμη και προεφηβικής ηλικίας. Κάτι που, όπως πιστεύω, δεν αντιλαμβάνονται όσοι, αδιαφορώντας για το τι πράγματι συμβαίνει στα Εξάρχεια, καταγγέλλουν ως σύμπτωμα της «κουλτούρας της Μεταπολίτευσης» κάθε απόπειρα να εντοπισθούν σε αυτόν τον χώρο τα βαθύτερα αίτια της εξέγερσης του περασμένου Δεκεμβρίου.
H αντιμετώπιση του δεύτερου αυτού κύκλου της βίας είναι, όπως πιστεύω, ζήτημα σε μεγάλο βαθμό εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και εξυγίανσης του πολιτικού συστήματος της χώρας. Χωρίς αλλαγή στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, ώστε να μετατραπούν από αποθήκες ψυχών σε ζωντανά κύτταρα μάθησης, δημιουργικότητας και κοινωνικοποίησης, είμαι βέβαιος ότι ο κύκλος αυτός θα εξακολουθήσει να τροφοδοτεί τον στενό πυρήνα της βίας με νέα παιδιά. Από την άλλη, με ένα πολιτικό σύστημα χωρίς διαφάνεια και λογοδοσία, καθηλωμένο όπως πρόσφατα στην αδράνεια και την ακινησία και με τους κυβερνώντες να μεριμνούν προπάντων για την ατιμωρησία τους, νομίζω ότι η βία θα συνεχίσει να ελκύει τους απελπισμένους κάθε κατηγορίας.
Για το σπάσιμο της απαίσιας αυτής νομοτέλειας ευθυνόμαστε όλοι. Αρκεί να εγκαταλείψουμε την επανάπαυση των βεβαιοτήτων και να πάρουμε επιτέλους κάποια ρίσκα. Αξίζει τον κόπο!
Τέλος, στον εξωτερικό κύκλο των οπαδών της βίας είναι όσοι την απορρίπτουν μεν στα λόγια αλλά την ανέχονται στην πράξη. Στον κύκλο αυτόν ανήκουν πολλοί μεσήλικες της γενιάς του Πολυτεχνείου και νεότεροι, που δεν τολμούν να παραδεχτούν ότι οι ιδέες για τις οποίες κάποτε αγωνίστηκαν ηττήθηκαν. Και ότι η μεταρρύθμιση δεν είναι συνώνυμο της προδοσίας.
Στον κύκλο αυτόν ανήκουν και πολλοί συνάδελφοι της «γενιάς του ΕΔΠ», για τους οποίους τα πανεπιστήμια είναι ένα είδος προνομιακού πεδίου για την συντήρηση της επαναστατικής ιδεοληψίας. Αγωνιώντας να διατηρήσουν με κάθε θυσία τις επιρροές που τους χάρισαν οι μακρόχρονοι αγώνες για τον εκδημοκρατισμό των ΑΕΙ, οι συνάδελφοι αυτοί αρνούνται καν να σκεφτούν το ενδεχόμενο ενός πανεπιστημίου αυτόνομου και πραγματικά αυτοδιοικούμενου. Ενός πανεπιστημίου στο οποίο η επιρροή κερδίζεται με τη μάχη των ιδεών και όχι των συσχετισμών.
Σέβομαι τους συναδέλφους αυτούς για τους αγώνες τους και –σε αρκετές περιπτώσεις– για την επαγγελματική συνέπειά τους. Θεωρώ, ωστόσο, αδιανόητο και, πάντως, κατώτερο του επιπέδου τους ως επιστημόνων και πνευματικών ανθρώπων το ότι δεν αποδοκιμάζουν απερίφραστα τη βία.
Λόγω της γεωγραφικής θέσης της στο κέντρο της πόλης, της ανησυχίας των φοιτητών της και της εξωστρέφειας των περισσότερων καθηγητών της, η Νομική Αθηνών πρωταγωνίστησε σε άλλους καιρούς στους αγώνες για τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Πραγματοποιώντας την πρώτη φοιτητική κατάληψη, τον Φεβρουάριο του 1973, οι φοιτητές της άνοιξαν το δρόμο προς το Πολυτεχνείο και, λίγο μετά, προς την ανατροπή της δικτατορίας.
Ηρθε η ώρα σήμερα η Νομική να δώσει το παράδειγμα για ένα πανεπιστήμιο απελευθερωμένο από τα στερεότυπα, ανοιχτό στις νέες ιδέες και, προπάντων, απαλλαγμένο από τα απεχθή δεσμά της βίας.
Ανάλογα μέτρα εφαρμόζονται εδώ και χρόνια σε πολλά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, που είναι εγκατεστημένα στο κέντρο των μεγάλων πόλεων. Για παράδειγμα, για να προστατεύσουν τους χώρους τους από αναπάντεχους επισκέπτες και για να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη διεξαγωγή των μαθημάτων, το LSE στο Λονδίνο και το Paris Ι στο Παρίσι, ζητούν από τους προσερχόμενους –φοιτητές, καθηγητές και επισκέπτες– να επιδεικνύουν στις εισόδους την ταυτότητά τους.
Οπως αναμενόταν, η πρόταση της Νομικής προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων. Το ίδιο και η δήλωση των αντιπρυτάνεων του Πανεπιστημίου ότι το πανεπιστημιακό άσυλο δεν καταλαμβάνει το παρκάκι των Προπυλαίων, ούτε στους γύρω δρόμους και πεζόδρομους. Τέτοια μέτρα, ωστόσο, είναι στοιχειώδη και αυτονόητα αν θέλουμε να απαλλάξουμε τα πανεπιστήμιά μας από το άγος της βίας. Ποιοι αντιδρούν στη λήψη τους;
Είναι πρώτ’ απ’ όλα οι οπαδοί της βίας. Γι’ αυτούς, το πανεπιστημιακό άσυλο είναι ιερό, όχι γιατί προστατεύει την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, αλλά γιατί ευνοεί κάθε είδους αυθαιρεσία. Προπάντων τους εξασφαλίζει ατιμωρησία. Το σύνθημα της προχθεσινής συγκέντρωσης στα Προπύλαια τα λέει όλα: «Το άσυλο πραγματώνει όσα φοβάται η κοινωνία. […] Δεν ανήκει στους πρυτάνεις και την αστυνομία».
Θα ήταν παρ’ όλ’ αυτά λάθος να βάλει κανείς όλους τους οπαδούς της βίας στο ίδιο τσουβάλι.
Στον στενό πυρήνα τους ανήκουν όσοι μετέχουν –ή δεν θα είχαν τον παραμικρό ενδοιασμό να μετάσχουν– σε τρομοκρατική οργάνωση. Το μίσος, ο φανατισμός και οι ιδεολογικές αγκυλώσεις τους είναι τόσες, ώστε δεν υπάρχουν περιθώρια διαλόγου μαζί τους. Η αντιμετώπισή τους εμπίπτει στην αρμοδιότητα της αστυνομίας.
Στον αμέσως ευρύτερο κύκλο ανήκουν όσοι καταφεύγουν στη βία γιατί δεν βρίσκουν άλλον τρόπο να εκφρασθούν, να διεκδικήσουν και να δώσουν νόημα στην ζωή τους. Απογοητευμένοι από τα κόμματα, το πολιτικό σύστημα και την κοινωνική υποκρισία, η βία δεν είναι γι’ αυτούς θέμα κατ’ ανάγκην ιδεολογίας. Είναι τρόπος επικοινωνίας και μέσο ατομικής χειραφέτησης από ένα περιβάλλον –οικογενειακό, εργασιακό ή άλλο– το οποίο απεχθάνονται.
Αν κρίνει κανείς από τους κουκουλοφόρους των φετινών διαδηλώσεων, ο κύκλος αυτός έχει διευρυνθεί τώρα τελευταία και για πρώτη φορά περιλαμβάνει πολλά παιδιά, ακόμη και προεφηβικής ηλικίας. Κάτι που, όπως πιστεύω, δεν αντιλαμβάνονται όσοι, αδιαφορώντας για το τι πράγματι συμβαίνει στα Εξάρχεια, καταγγέλλουν ως σύμπτωμα της «κουλτούρας της Μεταπολίτευσης» κάθε απόπειρα να εντοπισθούν σε αυτόν τον χώρο τα βαθύτερα αίτια της εξέγερσης του περασμένου Δεκεμβρίου.
H αντιμετώπιση του δεύτερου αυτού κύκλου της βίας είναι, όπως πιστεύω, ζήτημα σε μεγάλο βαθμό εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και εξυγίανσης του πολιτικού συστήματος της χώρας. Χωρίς αλλαγή στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, ώστε να μετατραπούν από αποθήκες ψυχών σε ζωντανά κύτταρα μάθησης, δημιουργικότητας και κοινωνικοποίησης, είμαι βέβαιος ότι ο κύκλος αυτός θα εξακολουθήσει να τροφοδοτεί τον στενό πυρήνα της βίας με νέα παιδιά. Από την άλλη, με ένα πολιτικό σύστημα χωρίς διαφάνεια και λογοδοσία, καθηλωμένο όπως πρόσφατα στην αδράνεια και την ακινησία και με τους κυβερνώντες να μεριμνούν προπάντων για την ατιμωρησία τους, νομίζω ότι η βία θα συνεχίσει να ελκύει τους απελπισμένους κάθε κατηγορίας.
Για το σπάσιμο της απαίσιας αυτής νομοτέλειας ευθυνόμαστε όλοι. Αρκεί να εγκαταλείψουμε την επανάπαυση των βεβαιοτήτων και να πάρουμε επιτέλους κάποια ρίσκα. Αξίζει τον κόπο!
Τέλος, στον εξωτερικό κύκλο των οπαδών της βίας είναι όσοι την απορρίπτουν μεν στα λόγια αλλά την ανέχονται στην πράξη. Στον κύκλο αυτόν ανήκουν πολλοί μεσήλικες της γενιάς του Πολυτεχνείου και νεότεροι, που δεν τολμούν να παραδεχτούν ότι οι ιδέες για τις οποίες κάποτε αγωνίστηκαν ηττήθηκαν. Και ότι η μεταρρύθμιση δεν είναι συνώνυμο της προδοσίας.
Στον κύκλο αυτόν ανήκουν και πολλοί συνάδελφοι της «γενιάς του ΕΔΠ», για τους οποίους τα πανεπιστήμια είναι ένα είδος προνομιακού πεδίου για την συντήρηση της επαναστατικής ιδεοληψίας. Αγωνιώντας να διατηρήσουν με κάθε θυσία τις επιρροές που τους χάρισαν οι μακρόχρονοι αγώνες για τον εκδημοκρατισμό των ΑΕΙ, οι συνάδελφοι αυτοί αρνούνται καν να σκεφτούν το ενδεχόμενο ενός πανεπιστημίου αυτόνομου και πραγματικά αυτοδιοικούμενου. Ενός πανεπιστημίου στο οποίο η επιρροή κερδίζεται με τη μάχη των ιδεών και όχι των συσχετισμών.
Σέβομαι τους συναδέλφους αυτούς για τους αγώνες τους και –σε αρκετές περιπτώσεις– για την επαγγελματική συνέπειά τους. Θεωρώ, ωστόσο, αδιανόητο και, πάντως, κατώτερο του επιπέδου τους ως επιστημόνων και πνευματικών ανθρώπων το ότι δεν αποδοκιμάζουν απερίφραστα τη βία.
Λόγω της γεωγραφικής θέσης της στο κέντρο της πόλης, της ανησυχίας των φοιτητών της και της εξωστρέφειας των περισσότερων καθηγητών της, η Νομική Αθηνών πρωταγωνίστησε σε άλλους καιρούς στους αγώνες για τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Πραγματοποιώντας την πρώτη φοιτητική κατάληψη, τον Φεβρουάριο του 1973, οι φοιτητές της άνοιξαν το δρόμο προς το Πολυτεχνείο και, λίγο μετά, προς την ανατροπή της δικτατορίας.
Ηρθε η ώρα σήμερα η Νομική να δώσει το παράδειγμα για ένα πανεπιστήμιο απελευθερωμένο από τα στερεότυπα, ανοιχτό στις νέες ιδέες και, προπάντων, απαλλαγμένο από τα απεχθή δεσμά της βίας.