Δικαιοσύνη: Προβλήματα της επόμενης μέρας
Η σημασία της αυτοδιοίκησής της
Νίκος Παρασκευόπουλος, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2005-02-09
Μόλις δύο μήνες πριν, η Δικαιοσύνη και η Εκκλησία ήταν οι θεσμοί που ενέπνεαν την περισσότερη εμπιστοσύνη στους Ελληνες πολίτες. Οποιος αναφερόταν στην πρωτεύουσα σημασία και αξία τους κήρυττε τα αυτονόητα και έκρουε ανοικτές πόρτες. Δύσκολο ήταν το αντίστροφο: η άσκηση κριτικής για τα έργα των λειτουργών της Εκκλησίας και της Θέμιδος. Ο δράστης αυτής της κριτικής κινδύνευε να χαρακτηριστεί ακραίος (από ακροδεξιός έως αριστεριστής και αναρχικός) ή γραφικός. Πάλι καλά που το αξιόποινο της περιύβρισης αρχής είχε καταργηθεί νομοθετικά το 19931 (εισήγηση Γ. Κουβελάκη). Μέχρι τότε τα ποινικά δικαστήρια εκδήλωναν μια επιλεκτική αυστηρότητα, όταν οι θιγόμενοι από την περιύβριση αρχής ήταν δικαστές.
Εν έτει 2005 αυτοί που εκθειάζουν τη δικαστική λειτουργία δεν είναι πια ανιαροί, αλλά ευδιάκριτοι και εκτός κλίματος. Αντίθετα, οι τιμητές, ακόμη κι όταν γίνονται θρασείς, δεν περιθωριοποιούνται: κραδαίνουν έγγραφα βγαλμένα από σκονισμένα συρτάρια ή προϊόντα υποκλοπής και κερδίζουν πόντους δημοσιότητας.
Πώς εξηγείται η ταχύτητα της μεταστροφής; Χειραγωγείται η κοινή γνώμη με τα τηλεοπτικά εργαλεία ή εκδικείται αυθόρμητα εκτονώνοντας σωρευμένες φορτίσεις; Αποτελεί άραγε μία επανάσταση η μεταλλαγή αυτή των ευσεβών σε αντιστασιακούς της Δικαιοσύνης και της Εκκλησίας;
Δεκαπέντε μέρες πριν, η σελίδα αυτή είχε ασχοληθεί με τα υφιστάμενα προβλήματα στη λειτουργία ιδίως της ποινικής Δικαιοσύνης. Είχε επισημάνει ότι οι πολλοί που τη διακονούν είναι βέβαια καλοί, αλλά οι κακοί δεν περιορίζονται σε όσους ίσως βρεθεί ότι χρηματίστηκαν: η φαλκιδευμένη δημοσιότητα της δίκης και τα ατελή σκεπτικά μπορούν να καλύπτουν μια πληθώρα άδικων επηρεασμών από θρησκευτικούς ή οικονομικούς κύκλους. Στο παρόν άρθρο οι σκέψεις αφορούν πάντως την επόμενη μέρα. Ανέκαθεν στην Ιστορία επιχειρούν διάφοροι μηχανισμοί να αντλούν οφέλη από κρίσεις τις οποίες οι ίδιοι παράγουν, γι’ αυτό οι τωρινές ανησυχίες είναι φυσιολογικές. Κοινό τους υπόβαθρο συνιστά η διαπίστωση ότι οι σύγχρονοι πρωτεργάτες της κάθαρσης, αν και δείχνουν αρκετά συνεκτικοί μεταξύ τους, δεν φαίνεται να συνδέονται ούτε με κοινωνικά κινήματα ούτε με λειτουργικούς για τη δημοκρατία κοινωνικούς φορείς. Στο παρελθόν είχε καταγραφεί σε ανάλογη περίπτωση («πόρισμα Φλούδα») μια σπασμωδική αντίδραση των ίδιων των δικαστηρίων: είχε παρατηρηθεί μια γενική κάμψη των επιεικών κρίσεων και μια αχρησία θεσμών απόλυσης των κρατουμένων. Το φάσμα όμως των σύγχρονων αντιδράσεων απέναντι στα σκάνδαλα είναι πιο ευρύ και περιλαμβάνει οπωσδήποτε τη νομοθετική παρέμβαση.
Τα μέτρα που προαναγγέλθηκαν από τον υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Α. Παπαληγούρα, συνάντησαν γενικά ευνοϊκή υποδοχή. Ωστόσο, ορισμένα από αυτά είναι προς το παρόν αρκετά γενικόλογα, έτσι ώστε να μην μπορεί να προδικαστεί η εξειδίκευσή τους, ούτε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας παλινδρόμησης: κάποιοι θα πιέσουν για επαναφορές, καθώς νοσταλγούν ακόμη τους σκοτεινούς χρόνους, αλλά και μεταγενέστερες εποχές παντοδυναμίας της ιεραρχημένης διοίκησης των δικαστηρίων. Εκμεταλλεύονται άγνοιες και λησμοσύνες και αναφέρονται σε χαμένους παραδείσους. Θυμίζω ωστόσο ότι στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα γινόταν ευρέως λόγος για «δικαστικά κυκλώματα», «επίορκους δικαστές» και «σκανδαλώδεις αποφυλακίσεις»2.
Συγκεκριμένα, φόβους προκάλεσαν οι υπαινιγμοί ότι μπορεί να θιγεί το καθεστώς της αυτοδιοίκησης των δικαστηρίων. Ας σημειώσουμε για τους μη ειδικούς αναγνώστες ότι η διοίκηση των δικαστηρίων ασκεί εξουσίες (π.χ. επιλογής ανακριτών ή μελών των ειδικών τμημάτων των δικαστηρίων) καίριες για την απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή για τον πολίτη, καθώς και για την υπηρεσιακή καθημερινότητα του δικαστή.
Για την ιστορία του πράγματος: νόμος που ψηφίστηκε κατά την εποχή της «συγκυβέρνησης» (1989)3 εισήγαγε μια μορφή αυτοδιοίκησης: καθιέρωσε να διορίζονται οι πρόεδροι Τριμελών Συμβουλίων Διοίκησης στα μεγάλα δικαστήρια από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ενώ τα δύο άλλα μέλη να εκλέγονται από τις Ολομέλειες των αμέσως ανώτερων δικαστηρίων, με υποψηφίους τους αρχαιότερους από τα μέλη τους. Το βήμα αυτό όμως δεν αρκούσε: η δημοκρατία προϋποθέτει γνώμη των ίδιων των διοικουμένων (του «δήμου») για τα πρόσωπα που θα το διοικήσουν, πράγμα που διασφαλίζει ένα είδος λογοδοσίας μεταξύ εκλεκτόρων και εκλεγομένων.
Τον ουσιαστικό αυτό εκδημοκρατισμό αξιώθηκε να γνωρίσει η χώρα μας το 1993, χάρη σε μια καινοτόμο μεταρρύθμιση4. Τότε καθιερώθηκε να είναι αιρετά όλα τα μέλη των Συμβουλίων Διοίκησης, εκλεγόμενα από τις Ολομέλειες των ίδιων δικαστηρίων. Η καινοτομία χαιρετίστηκε με πρωτοσέλιδα του Τύπου, εφαρμόστηκε στην αρχή αλλού θαρραλέα και αλλού διστακτικά και σήμερα αποτελεί μια εμπεδωμένη και καταξιωμένη θεσμική κατάκτηση.
Είναι αδύνατο να ανιχνευθεί κάποια σύνδεση της σύγχρονης κρίσης θεσμών με την αυτοδιοίκηση των δικαστηρίων. Σε κάθε περίπτωση όμως, ισχύει ο κανόνας ότι τα προβλήματα της δημοκρατίας λύνονται μόνο με περισσότερη δημοκρατία. Αντίθετα, η παλινδρόμηση σε σχήματα διοίκησης όπου κυριαρχεί η ιεραρχία, θα υπέσκαπτε τις λειτουργικές εγγυήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Παρακάτω, δύο απλά επιχειρήματα:
Πρώτον: η εξελισσόμενη κρίση δείχνει ότι οι «επίορκοι» δικαστές μπορεί να βρίσκονται τόσο στα πρωτοβάθμια όσο και στα ανώτερα δικαστήρια. Δεύτερον και κυριότερον: σχεδόν οι πάντες σήμερα συμφωνούν (οπωσδήποτε και ο γράφων) ότι η πλειονότητα των δικαστών απαρτίζεται από ικανούς και τίμιους λειτουργούς. Παρά τον (σκοτεινό για τα νοήματά του, άλλωστε) Ηράκλειτο5, οι κακοί είναι λίγοι και οι καλοί πολλοί. Επομένως, την αδέκαστη και εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης εγγυάται εκείνο ακριβώς το σύστημα, που παρέχει διοικητική εξουσία στους πολλούς.
Μια άλλη ολέθρια παλινδρόμηση θα ήταν η επιστροφή σε ένα καθεστώς εύκολων μεταθέσεων των δικαστών ως μέσου πειθαρχίας ή άτυπης κύρωσης. Το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει από το 19936 έχει εισαγάγει συγκεκριμένες προϋποθέσεις στο σύστημα μεταθέσεων, ώστε ο δικαστής να μην αντιμετωπίζει χωρίς εγγυήσεις και υπερασπιστικές δυνατότητες δυσμενέστατες μεταβολές της υπηρεσιακής του ζωής. Δεν υπάρχουν άλλωστε δικαστήρια κατάλληλα για λιγότερο άξιους δικαστές. Ιδίως, δεν οδηγούν στην ευρυθμία οι χωρίς όρους εξουσίες διαχείρισης ευθυνών και οι μεταβαπτίσεις των κυρωτικών επεμβάσεων σε ρυθμιστικές.
Είναι φανερό ότι η ποιότητα της δικαστικής κρίσης δεν προάγεται με διακηρύξεις ούτε με ελέγχους ήθους εν μέσω αδιαφάνειας. Σε τελική ανάλυση, ενδιαφέρει λιγότερο ένα ενδόμυχο ήθος και περισσότερο η πράξη του δικαστή. Αυτή διασφαλίζεται μέσω των συντεταγμένων συνθηκών: με την εμβάθυνση της δημοκρατικής οργάνωσης της Δικαιοσύνης, με την ενίσχυση της δημοσιότητας, της εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και των λοιπών εγγυήσεων ελέγχου της ορθοδικίας. Κοινωνικοί φορείς (δικαστικές ενώσεις, δικηγορικοί σύλλογοι7 και πανεπιστημιακοί τομείς) μπορούν να συμβάλουν με πρωτοβουλίες και απόψεις σε ένα νηφάλιο διάλογο. Για να μην αποτελέσουν όμως αυτά καταγραφή ευχών, ίσως χρειαστεί να επανέλθουμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ν. 2172/1993, άρθρο 33. 2. Βλ. Μ. Παναγιωτόπουλο, Επισημάνσεις (1992) 84 κε., 185 κε. 3. Ν. 1868/1989, άρθρο 4. 4. Ν. 2172/1993, άρθρο 2. 5. Αποσπάσματα 95 και 101. 6. Ν. 2172/1993, άρθρα 6 και 22. 7. Βλ. Θ. Τεγόπουλο, Αρθρο «Κ.Ε.» 30/1/2005.
Εν έτει 2005 αυτοί που εκθειάζουν τη δικαστική λειτουργία δεν είναι πια ανιαροί, αλλά ευδιάκριτοι και εκτός κλίματος. Αντίθετα, οι τιμητές, ακόμη κι όταν γίνονται θρασείς, δεν περιθωριοποιούνται: κραδαίνουν έγγραφα βγαλμένα από σκονισμένα συρτάρια ή προϊόντα υποκλοπής και κερδίζουν πόντους δημοσιότητας.
Πώς εξηγείται η ταχύτητα της μεταστροφής; Χειραγωγείται η κοινή γνώμη με τα τηλεοπτικά εργαλεία ή εκδικείται αυθόρμητα εκτονώνοντας σωρευμένες φορτίσεις; Αποτελεί άραγε μία επανάσταση η μεταλλαγή αυτή των ευσεβών σε αντιστασιακούς της Δικαιοσύνης και της Εκκλησίας;
Δεκαπέντε μέρες πριν, η σελίδα αυτή είχε ασχοληθεί με τα υφιστάμενα προβλήματα στη λειτουργία ιδίως της ποινικής Δικαιοσύνης. Είχε επισημάνει ότι οι πολλοί που τη διακονούν είναι βέβαια καλοί, αλλά οι κακοί δεν περιορίζονται σε όσους ίσως βρεθεί ότι χρηματίστηκαν: η φαλκιδευμένη δημοσιότητα της δίκης και τα ατελή σκεπτικά μπορούν να καλύπτουν μια πληθώρα άδικων επηρεασμών από θρησκευτικούς ή οικονομικούς κύκλους. Στο παρόν άρθρο οι σκέψεις αφορούν πάντως την επόμενη μέρα. Ανέκαθεν στην Ιστορία επιχειρούν διάφοροι μηχανισμοί να αντλούν οφέλη από κρίσεις τις οποίες οι ίδιοι παράγουν, γι’ αυτό οι τωρινές ανησυχίες είναι φυσιολογικές. Κοινό τους υπόβαθρο συνιστά η διαπίστωση ότι οι σύγχρονοι πρωτεργάτες της κάθαρσης, αν και δείχνουν αρκετά συνεκτικοί μεταξύ τους, δεν φαίνεται να συνδέονται ούτε με κοινωνικά κινήματα ούτε με λειτουργικούς για τη δημοκρατία κοινωνικούς φορείς. Στο παρελθόν είχε καταγραφεί σε ανάλογη περίπτωση («πόρισμα Φλούδα») μια σπασμωδική αντίδραση των ίδιων των δικαστηρίων: είχε παρατηρηθεί μια γενική κάμψη των επιεικών κρίσεων και μια αχρησία θεσμών απόλυσης των κρατουμένων. Το φάσμα όμως των σύγχρονων αντιδράσεων απέναντι στα σκάνδαλα είναι πιο ευρύ και περιλαμβάνει οπωσδήποτε τη νομοθετική παρέμβαση.
Τα μέτρα που προαναγγέλθηκαν από τον υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Α. Παπαληγούρα, συνάντησαν γενικά ευνοϊκή υποδοχή. Ωστόσο, ορισμένα από αυτά είναι προς το παρόν αρκετά γενικόλογα, έτσι ώστε να μην μπορεί να προδικαστεί η εξειδίκευσή τους, ούτε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας παλινδρόμησης: κάποιοι θα πιέσουν για επαναφορές, καθώς νοσταλγούν ακόμη τους σκοτεινούς χρόνους, αλλά και μεταγενέστερες εποχές παντοδυναμίας της ιεραρχημένης διοίκησης των δικαστηρίων. Εκμεταλλεύονται άγνοιες και λησμοσύνες και αναφέρονται σε χαμένους παραδείσους. Θυμίζω ωστόσο ότι στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα γινόταν ευρέως λόγος για «δικαστικά κυκλώματα», «επίορκους δικαστές» και «σκανδαλώδεις αποφυλακίσεις»2.
Συγκεκριμένα, φόβους προκάλεσαν οι υπαινιγμοί ότι μπορεί να θιγεί το καθεστώς της αυτοδιοίκησης των δικαστηρίων. Ας σημειώσουμε για τους μη ειδικούς αναγνώστες ότι η διοίκηση των δικαστηρίων ασκεί εξουσίες (π.χ. επιλογής ανακριτών ή μελών των ειδικών τμημάτων των δικαστηρίων) καίριες για την απονομή της δικαιοσύνης, δηλαδή για τον πολίτη, καθώς και για την υπηρεσιακή καθημερινότητα του δικαστή.
Για την ιστορία του πράγματος: νόμος που ψηφίστηκε κατά την εποχή της «συγκυβέρνησης» (1989)3 εισήγαγε μια μορφή αυτοδιοίκησης: καθιέρωσε να διορίζονται οι πρόεδροι Τριμελών Συμβουλίων Διοίκησης στα μεγάλα δικαστήρια από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ενώ τα δύο άλλα μέλη να εκλέγονται από τις Ολομέλειες των αμέσως ανώτερων δικαστηρίων, με υποψηφίους τους αρχαιότερους από τα μέλη τους. Το βήμα αυτό όμως δεν αρκούσε: η δημοκρατία προϋποθέτει γνώμη των ίδιων των διοικουμένων (του «δήμου») για τα πρόσωπα που θα το διοικήσουν, πράγμα που διασφαλίζει ένα είδος λογοδοσίας μεταξύ εκλεκτόρων και εκλεγομένων.
Τον ουσιαστικό αυτό εκδημοκρατισμό αξιώθηκε να γνωρίσει η χώρα μας το 1993, χάρη σε μια καινοτόμο μεταρρύθμιση4. Τότε καθιερώθηκε να είναι αιρετά όλα τα μέλη των Συμβουλίων Διοίκησης, εκλεγόμενα από τις Ολομέλειες των ίδιων δικαστηρίων. Η καινοτομία χαιρετίστηκε με πρωτοσέλιδα του Τύπου, εφαρμόστηκε στην αρχή αλλού θαρραλέα και αλλού διστακτικά και σήμερα αποτελεί μια εμπεδωμένη και καταξιωμένη θεσμική κατάκτηση.
Είναι αδύνατο να ανιχνευθεί κάποια σύνδεση της σύγχρονης κρίσης θεσμών με την αυτοδιοίκηση των δικαστηρίων. Σε κάθε περίπτωση όμως, ισχύει ο κανόνας ότι τα προβλήματα της δημοκρατίας λύνονται μόνο με περισσότερη δημοκρατία. Αντίθετα, η παλινδρόμηση σε σχήματα διοίκησης όπου κυριαρχεί η ιεραρχία, θα υπέσκαπτε τις λειτουργικές εγγυήσεις της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Παρακάτω, δύο απλά επιχειρήματα:
Πρώτον: η εξελισσόμενη κρίση δείχνει ότι οι «επίορκοι» δικαστές μπορεί να βρίσκονται τόσο στα πρωτοβάθμια όσο και στα ανώτερα δικαστήρια. Δεύτερον και κυριότερον: σχεδόν οι πάντες σήμερα συμφωνούν (οπωσδήποτε και ο γράφων) ότι η πλειονότητα των δικαστών απαρτίζεται από ικανούς και τίμιους λειτουργούς. Παρά τον (σκοτεινό για τα νοήματά του, άλλωστε) Ηράκλειτο5, οι κακοί είναι λίγοι και οι καλοί πολλοί. Επομένως, την αδέκαστη και εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης εγγυάται εκείνο ακριβώς το σύστημα, που παρέχει διοικητική εξουσία στους πολλούς.
Μια άλλη ολέθρια παλινδρόμηση θα ήταν η επιστροφή σε ένα καθεστώς εύκολων μεταθέσεων των δικαστών ως μέσου πειθαρχίας ή άτυπης κύρωσης. Το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει από το 19936 έχει εισαγάγει συγκεκριμένες προϋποθέσεις στο σύστημα μεταθέσεων, ώστε ο δικαστής να μην αντιμετωπίζει χωρίς εγγυήσεις και υπερασπιστικές δυνατότητες δυσμενέστατες μεταβολές της υπηρεσιακής του ζωής. Δεν υπάρχουν άλλωστε δικαστήρια κατάλληλα για λιγότερο άξιους δικαστές. Ιδίως, δεν οδηγούν στην ευρυθμία οι χωρίς όρους εξουσίες διαχείρισης ευθυνών και οι μεταβαπτίσεις των κυρωτικών επεμβάσεων σε ρυθμιστικές.
Είναι φανερό ότι η ποιότητα της δικαστικής κρίσης δεν προάγεται με διακηρύξεις ούτε με ελέγχους ήθους εν μέσω αδιαφάνειας. Σε τελική ανάλυση, ενδιαφέρει λιγότερο ένα ενδόμυχο ήθος και περισσότερο η πράξη του δικαστή. Αυτή διασφαλίζεται μέσω των συντεταγμένων συνθηκών: με την εμβάθυνση της δημοκρατικής οργάνωσης της Δικαιοσύνης, με την ενίσχυση της δημοσιότητας, της εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και των λοιπών εγγυήσεων ελέγχου της ορθοδικίας. Κοινωνικοί φορείς (δικαστικές ενώσεις, δικηγορικοί σύλλογοι7 και πανεπιστημιακοί τομείς) μπορούν να συμβάλουν με πρωτοβουλίες και απόψεις σε ένα νηφάλιο διάλογο. Για να μην αποτελέσουν όμως αυτά καταγραφή ευχών, ίσως χρειαστεί να επανέλθουμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ν. 2172/1993, άρθρο 33. 2. Βλ. Μ. Παναγιωτόπουλο, Επισημάνσεις (1992) 84 κε., 185 κε. 3. Ν. 1868/1989, άρθρο 4. 4. Ν. 2172/1993, άρθρο 2. 5. Αποσπάσματα 95 και 101. 6. Ν. 2172/1993, άρθρα 6 και 22. 7. Βλ. Θ. Τεγόπουλο, Αρθρο «Κ.Ε.» 30/1/2005.