Πρώτο βήμα η μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας
Ελίζα Παπαδάκη, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2005-03-13
Οι δεκάωρες συζητήσεις των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης την περασμένη Δευτέρα, και των "25" όλης της Ε.Ε. κατόπιν, δεν οδήγησαν στην απαιτούμενη συμφωνία για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας. Ο πρόεδρος της Ευρωομάδας Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ συγκάλεσε έτσι έκτακτη σύνοδο για την επόμενη Κυριακή 20/3, σε μιαν ύστατη προσπάθεια Ευρωομάδα και Συμβούλιο Ecofin να καταλήξουν, ώστε να ληφθεί οριστική απόφαση στο Συμβούλιο κορυφής στις 22-23 Μαρτίου. Μια επίτευξη συμφωνίας την τελευταία στιγμή δεν είναι ασυνήθιστη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά σε κάθε περίπτωση, είτε τροποποιηθεί το Σύμφωνο είτε διατηρηθεί ως έχει, η υποχρέωση της Ελλάδας να περιορίσει δραστικά το δημόσιο έλλειμμά της άμεσα δεν επηρεάζεται.
Σημαντικές και θετικές θα μπορούσαν να είναι ωστόσο οι έμμεσες συνέπειες για την ελληνική οικονομία, εφόσον τελικά υιοθετηθεί μια χαλάρωση των κανόνων της δημοσιονομικής πειθαρχίας για τις χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομική στασιμότητα ή και ύφεση. Η υπέρβαση του περιβόητου ορίου του 3% του ΑΕΠ στα ελλείμματα των μεγάλων οικονομιών της Ευρωζώνης μετά το 2001 είναι αποτέλεσμα της μηδενικής σχεδόν μεγέθυνσής τους, που συρρίκνωνε τα φορολογικά έσοδα, ενώ η άκαμπτη αυστηρότητα του Συμφώνου τους απαγόρευε να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και έχει ανοίξει εδώ και δύο χρόνια η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου μεταξύ κυβερνήσεων και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τεκμηριωμένες συμβολές αξιόλογων οικονομολόγων.
Η χαλάρωση του Συμφώνου στην κατεύθυνση που επιδιώκουν η Γερμανία και η Γαλλία κυρίως, θα βοηθούσε ώστε να ενισχυθεί η μεγέθυνση στις δύο αυτές μεγαλύτερες οικονομίες, και επομένως σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, διαμορφώνοντας ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για να συνεχισθούν ικανοποιητικοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ και στην Ελλάδα, παρά την επιβαλλόμενη δημοσιονομική εξυγίανση. (Καθώς μάλιστα οι αποφάσεις στην Ε.Ε. λαμβάνονται περισσότερο με βάση πολιτικούς συσχετισμούς, η αρχική, ορθολογική από οικονομική άποψη, πρόταση, οι κανόνες όχι μόνο να μη χαλαρώσουν αλλά να γίνουν ακόμα αυστηρότεροι για τις οικονομίες με υπερβολικά υψηλό δημόσιο χρέος, φαίνεται να εγκαταλείπεται χάριν της Ιταλίας, η οποία, μέχρι να την ξεπεράσουμε με την απογραφή, εμφάνιζε το υψηλότερο χρέος στην Ε.Ε. Από μια πρόσθετη έξωθεν αυστηρότητα γλυτώνει έτσι και η Ελλάδα, αν και, βέβαια, όχι από την εγγενή ανάγκη να μειώσει το χρέος.)
Η τελική απόφαση, εφόσον υπάρξει αυτό το Μάρτιο, θα είναι, όπως πάντοτε στην Ε.Ε., προϊόν συμβιβασμού, που δεν θα καλύπτει σε όλη τους την έκταση τις γερμανογαλλικές διεκδικήσεις. Αν όμως, όπως φέρεται να υποστηρίζει και ο κ. Γιουνκέρ, συμφωνηθεί οι επενδυτικές δαπάνες και το κόστος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων να λαμβάνονται υπόψη για την "ποιοτική αξιολόγηση ενός ελλείμματος που υπερβαίνει ελαφρά την τιμή αναφοράς του 3%", θα έχει γίνει ένα πρώτο βήμα για να αλλάξει η επικρατούσα οικονομική πολιτική που αδυνατεί να μειώσει την ανεργία και να ενισχύσει την ανάπτυξη στην Ευρώπη.
Πώς θα σπάσει ο φαύλος κύκλος συμπίεσης των μισθών και υψηλής ανεργίας
Θεαματικές αυξήσεις κερδών ανακοινώνουν το τελευταίο διάστημα μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και τράπεζες, από τη BMW, που επαναγοράζει το 10% των μετοχών της, ώς την Credit Agricole (93,2%!), την ώρα που οι μισθοί των εργαζομένων εξακολουθούν να συμπιέζονται. Στη Γαλλία τα συνδικάτα απάντησαν με πανεθνικής κλίμακας μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις την Πέμπτη, διεκδικώντας ως ελάχιστo όρο αυξήσεις που να καλύπτουν την άνοδο του κόστους ζωής. Αλλά στη Γερμανία, απέναντι στη διογκούμενη ανεργία, οι εργαζόμενοι φαίνονται ολοένα συχνότερα διατεθειμένοι να δέχονται μειώσεις στο εισόδημά τους, προκειμένου να διασφαλίσουν τις θέσεις εργασίας τους, όπως στην τελευταία συμφωνία στην Opel την προηγούμενη εβδομάδα.
Οικονομολόγοι διαπιστώνουν ότι η πολιτική συγκράτησης των μισθών, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, έχει γίνει πλέον βρόχος για την ευρωπαϊκή οικονομία: διατηρεί τη ζήτηση τόσο χαμηλή που αποτρέπει τις επιχειρήσεις από το να επενδύσουν τα κέρδη τους στην Ευρώπη.
Η πολιτική αυτή είχε την αφετηρία της στη δεκαετία του του 1970, υπενθυμίζει στη Le Monde (8/3) ο Ζαν-Πολ Φιτουσί, όταν παρά την πετρελαϊκή κρίση και την κάμψη της παραγωγικότητας, οι μισθοί εξακολούθησαν να αυξάνονται με ρυθμούς που αλλοίωσαν την κατανομή της προστιθεμένης αξίας εις βάρος των κερδών: μέση ετήσια πραγματική αύξηση 3,8% στη Γερμανία, 3,6% στη Γαλλία, 3,9% στην Ιταλία. Προέκυψε μια κλασική ανεργία, που αποδόθηκε στο υψηλό επίπεδο των μισθών το οποίο έπρεπε να μειωθεί για να αποκατασταθεί η αποδοτικότητα των επιχειρήσεων. Αυτό συνέβη τη δεκαετία του 1980 - μέση πραγματική αύξηση 0,7% στη Γαλλία, 0,8% στη Γερμανία, 1,6% στην Ιταλία - η ανεργία ωστόσο διατηρήθηκε. Τότε ενοχοποιήθηκαν οι αμοιβές της εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, λόγω του ανταγωνισμού από τις χώρες με χαμηλούς μισθούς και των νέων τεχνολογιών, και περιορίσθηκαν οι κοινωνικές επιβαρύνσεις στις χαμηλότερες αμοιβές.
Αλλά περισσότερο και από τα μέτρα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, η εμμονή της μαζικής ανεργίας ανάγκασε τους μισθωτούς να δέχονται χειρότερους όρους αμοιβών και εργασίας, παρατηρεί ο Φιτουσί. Η δυναμική των πραγματικών μισθών υποχώρησε έτσι κι άλλο τη δεκαετία του 1990: μέση ετήσια αύξηση 0,1% στην Ιταλία, 0,3% στη Γερμανία, 0,5% στη Γαλλία. Για να συνεχισθεί, αμετάβλητη σχεδόν, αυτή η πορεία και μετά το 2000. Οπότε τίθεται το ερώτημα, μετά από 25 χρόνια συγκράτησης, μήπως οι μισθοί είναι υπερβολικά χαμηλοί για να επιτρέψουν την επάνοδο της πλήρους απασχόλησης; Τα κέρδη των επιχειρήσεων φαίνονται πλέον παράλογα και θα απαιτούνταν μια καλύτερη κατανομή της ανόδου της παραγωγικότητας. Αυτή όμως θα προϋπέθετε μιαν αποφασιστική ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πολιτική, που θα ωθούσε τις επιχειρήσεις να βελτιώσουν τους μισθούς και να αυξήσουν τις επενδύσεις τους στην Ευρώπη.
Ανάλογες παρατηρήσεις κάνει ο τακτικός αρθρογράφος των Financial Times Βόλφγκανγκ Μούνχαου: Για να διασφαλίσουν πάνω από 30.000 θέσεις εργασίας, οι εργαζόμενοι στην Opel δέχθηκαν περικοπές μισθών και περισσότερη ευελιξία στο χρόνο εργασίας, γράφει (στις 7/3). Κατά συνέπεια, η Opel θα γίνει πιο ανταγωνιστική, ενώ το εισόδημα των εργαζομένων της θα μειωθεί. Αυτό συμβαίνει σε ολόκληρη τη γερμανική οικονομία, όπου οι εξαγωγές αυξάνονται και η εγχώρια κατανάλωση συρρικνώνεται. Αιτία και των δύο είναι η συγκράτηση των μισθών. Οι εταιρείες βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητά τους εις βάρος των εργαζομένων. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι δέχονται τέτοιες συμφωνίες επειδή η ανεργία αυξάνεται και επειδή οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που άρχισαν να εφαρμόζονται κάνουν τις συνθήκες για τους ανέργους, ιδίως τους μακροχρόνιους, δυσμενέστερες.
Ο Μούνχαου διαβλέπει τον κίνδυνο μιας αποπληθωριστικής σπείρας: καθώς οι εργαζόμενοι θα προσδοκούν μικρότερο πραγματικό εισόδημα στο μέλλον, θα περιορίζουν την κατανάλωσή τους, οπότε και οι επιχειρήσεις θα μειώνουν τις επενδύσεις τους, οδηγώντας σε παραπέρα συγκράτηση των μισθών και στη συρρίκνωση της οικονομίας.
Η ενδεικνυόμενη πολιτική θα ήταν χαμηλά επιτόκια, αύξηση των επενδύσεων του δημόσιου τομέα κατά 1-2% του ΑΕΠ στην παιδεία και στις υποδομές των μεταφορών που υποχρηματοδοτούνται τα τελευταία χρόνια, καθώς και μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, όχι όμως στην αγορά εργασίας όπου εντείνουν την αβεβαιότητα. Δυστυχώς όμως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ετοιμάζεται να αυξήσει τα επιτόκια, στη Γερμανία συζητούν παραπέρα μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και οι δημοσιονομικοί κανόνες του ευρώ αποθαρρύνουν μεγάλα επενδυτικά προγράμματα σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρωζώνης, καταλήγει.
Η ελληνική ιδιομορφία
Με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 4,2% για το 2004, που ανακοίνωσε προχθές η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, η Ελλάδα διατήρησε για όγδοη συνεχή χρονιά οικονομική μεγέθυνση σε επίπεδο σαφώς υψηλότερο από το μέσο ευρωπαϊκό. Η ελαφρά επιβράδυνση σε 3,8%, που πρόβλεπε η κυβέρνηση το Σεπτέμβριο δεν επαληθεύθηκε, προφανώς επειδή και το δημόσιο έλλειμμα δεν περιορίσθηκε στο 5,3% του ΑΕΠ, όπως νομιζόταν τότε, αλλά ξεπέρασε το 6%, οπότε οι υψηλότερες δημόσιες δαπάνες προστέθηκαν στο ΑΕΠ.
Μέχρι και πέρυσι, το Σύμφωνο Σταθερότητας, που τόσο περιοριστικά λειτούργησε σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, σε μας δεν φάνηκε να έχει καμιάν επίδραση. Βασικός λόγος ήταν η μονομερής προσήλωση στο έλλειμμα, το οποίο με τους λογιστικούς κανόνες που εφαρμόζονταν ως το 2003, παρ’ όλες τις ενδιάμεσες αναθεωρήσεις, δεν πλησίασε το όριο του 3%, με τη βοήθεια, βέβαια, των υψηλών κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, ενώ πρακτικά αγνοούνταν το πολύ υψηλό και μη μειούμενο δημόσιο χρέος.
Η ανεργία διατηρείται υψηλή, γύρω στο 10%, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποδοθεί εδώ σε συμπίεση των μισθών. Την περίοδο 1996-2004 η μέση πραγματική ετήσια αύξηση των μισθών υπολογίζεται σε 2,8%, ενώ ακόμα και για φέτος η Τράπεζα της Ελλάδος δεν την προβλέπει μικρότερη από 2%.
Μια επιβράδυνση της μεγέθυνσης φέτος θεωρείται αναπότρεπτη. Εως τώρα κανείς δεν έχει προβλέψει αύξηση του ΑΕΠ κάτω από 3%, καθώς όμως η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε καθεστώς επιτήρησης, ο κίνδυνος είναι σοβαρός, εφόσον το έλλειμμα δεν μειώνεται με τον προβλεπόμενο ρυθμό, να επιβληθούν μέτρα που θα περιορίσουν πολύ περισσότερο τη μεγέθυνση, αν όχι φέτος, πάντως το 2006, ίσως και τα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Σημαντικές και θετικές θα μπορούσαν να είναι ωστόσο οι έμμεσες συνέπειες για την ελληνική οικονομία, εφόσον τελικά υιοθετηθεί μια χαλάρωση των κανόνων της δημοσιονομικής πειθαρχίας για τις χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομική στασιμότητα ή και ύφεση. Η υπέρβαση του περιβόητου ορίου του 3% του ΑΕΠ στα ελλείμματα των μεγάλων οικονομιών της Ευρωζώνης μετά το 2001 είναι αποτέλεσμα της μηδενικής σχεδόν μεγέθυνσής τους, που συρρίκνωνε τα φορολογικά έσοδα, ενώ η άκαμπτη αυστηρότητα του Συμφώνου τους απαγόρευε να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες για να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και έχει ανοίξει εδώ και δύο χρόνια η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου μεταξύ κυβερνήσεων και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τεκμηριωμένες συμβολές αξιόλογων οικονομολόγων.
Η χαλάρωση του Συμφώνου στην κατεύθυνση που επιδιώκουν η Γερμανία και η Γαλλία κυρίως, θα βοηθούσε ώστε να ενισχυθεί η μεγέθυνση στις δύο αυτές μεγαλύτερες οικονομίες, και επομένως σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, διαμορφώνοντας ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον για να συνεχισθούν ικανοποιητικοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ και στην Ελλάδα, παρά την επιβαλλόμενη δημοσιονομική εξυγίανση. (Καθώς μάλιστα οι αποφάσεις στην Ε.Ε. λαμβάνονται περισσότερο με βάση πολιτικούς συσχετισμούς, η αρχική, ορθολογική από οικονομική άποψη, πρόταση, οι κανόνες όχι μόνο να μη χαλαρώσουν αλλά να γίνουν ακόμα αυστηρότεροι για τις οικονομίες με υπερβολικά υψηλό δημόσιο χρέος, φαίνεται να εγκαταλείπεται χάριν της Ιταλίας, η οποία, μέχρι να την ξεπεράσουμε με την απογραφή, εμφάνιζε το υψηλότερο χρέος στην Ε.Ε. Από μια πρόσθετη έξωθεν αυστηρότητα γλυτώνει έτσι και η Ελλάδα, αν και, βέβαια, όχι από την εγγενή ανάγκη να μειώσει το χρέος.)
Η τελική απόφαση, εφόσον υπάρξει αυτό το Μάρτιο, θα είναι, όπως πάντοτε στην Ε.Ε., προϊόν συμβιβασμού, που δεν θα καλύπτει σε όλη τους την έκταση τις γερμανογαλλικές διεκδικήσεις. Αν όμως, όπως φέρεται να υποστηρίζει και ο κ. Γιουνκέρ, συμφωνηθεί οι επενδυτικές δαπάνες και το κόστος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων να λαμβάνονται υπόψη για την "ποιοτική αξιολόγηση ενός ελλείμματος που υπερβαίνει ελαφρά την τιμή αναφοράς του 3%", θα έχει γίνει ένα πρώτο βήμα για να αλλάξει η επικρατούσα οικονομική πολιτική που αδυνατεί να μειώσει την ανεργία και να ενισχύσει την ανάπτυξη στην Ευρώπη.
Πώς θα σπάσει ο φαύλος κύκλος συμπίεσης των μισθών και υψηλής ανεργίας
Θεαματικές αυξήσεις κερδών ανακοινώνουν το τελευταίο διάστημα μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και τράπεζες, από τη BMW, που επαναγοράζει το 10% των μετοχών της, ώς την Credit Agricole (93,2%!), την ώρα που οι μισθοί των εργαζομένων εξακολουθούν να συμπιέζονται. Στη Γαλλία τα συνδικάτα απάντησαν με πανεθνικής κλίμακας μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις την Πέμπτη, διεκδικώντας ως ελάχιστo όρο αυξήσεις που να καλύπτουν την άνοδο του κόστους ζωής. Αλλά στη Γερμανία, απέναντι στη διογκούμενη ανεργία, οι εργαζόμενοι φαίνονται ολοένα συχνότερα διατεθειμένοι να δέχονται μειώσεις στο εισόδημά τους, προκειμένου να διασφαλίσουν τις θέσεις εργασίας τους, όπως στην τελευταία συμφωνία στην Opel την προηγούμενη εβδομάδα.
Οικονομολόγοι διαπιστώνουν ότι η πολιτική συγκράτησης των μισθών, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, έχει γίνει πλέον βρόχος για την ευρωπαϊκή οικονομία: διατηρεί τη ζήτηση τόσο χαμηλή που αποτρέπει τις επιχειρήσεις από το να επενδύσουν τα κέρδη τους στην Ευρώπη.
Η πολιτική αυτή είχε την αφετηρία της στη δεκαετία του του 1970, υπενθυμίζει στη Le Monde (8/3) ο Ζαν-Πολ Φιτουσί, όταν παρά την πετρελαϊκή κρίση και την κάμψη της παραγωγικότητας, οι μισθοί εξακολούθησαν να αυξάνονται με ρυθμούς που αλλοίωσαν την κατανομή της προστιθεμένης αξίας εις βάρος των κερδών: μέση ετήσια πραγματική αύξηση 3,8% στη Γερμανία, 3,6% στη Γαλλία, 3,9% στην Ιταλία. Προέκυψε μια κλασική ανεργία, που αποδόθηκε στο υψηλό επίπεδο των μισθών το οποίο έπρεπε να μειωθεί για να αποκατασταθεί η αποδοτικότητα των επιχειρήσεων. Αυτό συνέβη τη δεκαετία του 1980 - μέση πραγματική αύξηση 0,7% στη Γαλλία, 0,8% στη Γερμανία, 1,6% στην Ιταλία - η ανεργία ωστόσο διατηρήθηκε. Τότε ενοχοποιήθηκαν οι αμοιβές της εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, λόγω του ανταγωνισμού από τις χώρες με χαμηλούς μισθούς και των νέων τεχνολογιών, και περιορίσθηκαν οι κοινωνικές επιβαρύνσεις στις χαμηλότερες αμοιβές.
Αλλά περισσότερο και από τα μέτρα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, η εμμονή της μαζικής ανεργίας ανάγκασε τους μισθωτούς να δέχονται χειρότερους όρους αμοιβών και εργασίας, παρατηρεί ο Φιτουσί. Η δυναμική των πραγματικών μισθών υποχώρησε έτσι κι άλλο τη δεκαετία του 1990: μέση ετήσια αύξηση 0,1% στην Ιταλία, 0,3% στη Γερμανία, 0,5% στη Γαλλία. Για να συνεχισθεί, αμετάβλητη σχεδόν, αυτή η πορεία και μετά το 2000. Οπότε τίθεται το ερώτημα, μετά από 25 χρόνια συγκράτησης, μήπως οι μισθοί είναι υπερβολικά χαμηλοί για να επιτρέψουν την επάνοδο της πλήρους απασχόλησης; Τα κέρδη των επιχειρήσεων φαίνονται πλέον παράλογα και θα απαιτούνταν μια καλύτερη κατανομή της ανόδου της παραγωγικότητας. Αυτή όμως θα προϋπέθετε μιαν αποφασιστική ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πολιτική, που θα ωθούσε τις επιχειρήσεις να βελτιώσουν τους μισθούς και να αυξήσουν τις επενδύσεις τους στην Ευρώπη.
Ανάλογες παρατηρήσεις κάνει ο τακτικός αρθρογράφος των Financial Times Βόλφγκανγκ Μούνχαου: Για να διασφαλίσουν πάνω από 30.000 θέσεις εργασίας, οι εργαζόμενοι στην Opel δέχθηκαν περικοπές μισθών και περισσότερη ευελιξία στο χρόνο εργασίας, γράφει (στις 7/3). Κατά συνέπεια, η Opel θα γίνει πιο ανταγωνιστική, ενώ το εισόδημα των εργαζομένων της θα μειωθεί. Αυτό συμβαίνει σε ολόκληρη τη γερμανική οικονομία, όπου οι εξαγωγές αυξάνονται και η εγχώρια κατανάλωση συρρικνώνεται. Αιτία και των δύο είναι η συγκράτηση των μισθών. Οι εταιρείες βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητά τους εις βάρος των εργαζομένων. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι δέχονται τέτοιες συμφωνίες επειδή η ανεργία αυξάνεται και επειδή οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που άρχισαν να εφαρμόζονται κάνουν τις συνθήκες για τους ανέργους, ιδίως τους μακροχρόνιους, δυσμενέστερες.
Ο Μούνχαου διαβλέπει τον κίνδυνο μιας αποπληθωριστικής σπείρας: καθώς οι εργαζόμενοι θα προσδοκούν μικρότερο πραγματικό εισόδημα στο μέλλον, θα περιορίζουν την κατανάλωσή τους, οπότε και οι επιχειρήσεις θα μειώνουν τις επενδύσεις τους, οδηγώντας σε παραπέρα συγκράτηση των μισθών και στη συρρίκνωση της οικονομίας.
Η ενδεικνυόμενη πολιτική θα ήταν χαμηλά επιτόκια, αύξηση των επενδύσεων του δημόσιου τομέα κατά 1-2% του ΑΕΠ στην παιδεία και στις υποδομές των μεταφορών που υποχρηματοδοτούνται τα τελευταία χρόνια, καθώς και μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, όχι όμως στην αγορά εργασίας όπου εντείνουν την αβεβαιότητα. Δυστυχώς όμως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ετοιμάζεται να αυξήσει τα επιτόκια, στη Γερμανία συζητούν παραπέρα μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και οι δημοσιονομικοί κανόνες του ευρώ αποθαρρύνουν μεγάλα επενδυτικά προγράμματα σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρωζώνης, καταλήγει.
Η ελληνική ιδιομορφία
Με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 4,2% για το 2004, που ανακοίνωσε προχθές η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, η Ελλάδα διατήρησε για όγδοη συνεχή χρονιά οικονομική μεγέθυνση σε επίπεδο σαφώς υψηλότερο από το μέσο ευρωπαϊκό. Η ελαφρά επιβράδυνση σε 3,8%, που πρόβλεπε η κυβέρνηση το Σεπτέμβριο δεν επαληθεύθηκε, προφανώς επειδή και το δημόσιο έλλειμμα δεν περιορίσθηκε στο 5,3% του ΑΕΠ, όπως νομιζόταν τότε, αλλά ξεπέρασε το 6%, οπότε οι υψηλότερες δημόσιες δαπάνες προστέθηκαν στο ΑΕΠ.
Μέχρι και πέρυσι, το Σύμφωνο Σταθερότητας, που τόσο περιοριστικά λειτούργησε σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, σε μας δεν φάνηκε να έχει καμιάν επίδραση. Βασικός λόγος ήταν η μονομερής προσήλωση στο έλλειμμα, το οποίο με τους λογιστικούς κανόνες που εφαρμόζονταν ως το 2003, παρ’ όλες τις ενδιάμεσες αναθεωρήσεις, δεν πλησίασε το όριο του 3%, με τη βοήθεια, βέβαια, των υψηλών κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, ενώ πρακτικά αγνοούνταν το πολύ υψηλό και μη μειούμενο δημόσιο χρέος.
Η ανεργία διατηρείται υψηλή, γύρω στο 10%, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποδοθεί εδώ σε συμπίεση των μισθών. Την περίοδο 1996-2004 η μέση πραγματική ετήσια αύξηση των μισθών υπολογίζεται σε 2,8%, ενώ ακόμα και για φέτος η Τράπεζα της Ελλάδος δεν την προβλέπει μικρότερη από 2%.
Μια επιβράδυνση της μεγέθυνσης φέτος θεωρείται αναπότρεπτη. Εως τώρα κανείς δεν έχει προβλέψει αύξηση του ΑΕΠ κάτω από 3%, καθώς όμως η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε καθεστώς επιτήρησης, ο κίνδυνος είναι σοβαρός, εφόσον το έλλειμμα δεν μειώνεται με τον προβλεπόμενο ρυθμό, να επιβληθούν μέτρα που θα περιορίσουν πολύ περισσότερο τη μεγέθυνση, αν όχι φέτος, πάντως το 2006, ίσως και τα χρόνια που θα ακολουθήσουν.