Σταθµός διοδίων η Ελλάς
Γιάννης Βούλγαρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2011-02-19
Αν δεν ήταν ανησυχητική, η κατάσταση θα µπορούσε να χαρακτηριστεί σουρεαλιστική. Η φωτογραφία (δεξιά) του Τσε Γκεβάρα να κοσµεί τα διόδια Αφιδνών µε πρωτοβουλία του κινήµατος των «τζαµπατζήδων», των «δεν πληρώνω», των «πληρώστε εσείς», ή όπως αλλιώς έχει ονοµατιστεί. Οι γιατροί - καταληψίες να επιδίδονται online στην αποµυθοποίηση του επαγγέλµατος µε το µεγαλύτερο κοινωνικό κύρος. Και από την άλλη, η επικοινωνιακή πολυπραγµοσύνη της τρόικας και η νέα «υστερική κρίση» του πολιτικού κόσµου µε αφορµή την αξιοποίηση της δηµόσιας γης που παρεµπιπτόντως είναι κατά 40% καταπατηµένη.
Πίσω όµως από τον σουρεαλισµό υπάρχει η πολιτική και η κρίση µε τις αντιφατικές εκδηλώσεις. Ορθώς ο δηµόσιος λόγος και η εθνική αγωνία έχουν επικεντρωθεί στις δραµατικές δηµοσιονοµικές και οικονοµικές όψεις της κρίσης. Ολα όµως τα προηγούµενα συµπτώµατα θέτουν το ερώτηµα: τι γίνεται µε τις κοινωνικές - πολιτικές; Θα αποφύγουµε την ακυβερνησία; Θα βγουν «σοφότερες» οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάµεις από την κρίση; Μπορούµε να βελτιώσουµε το κοινωνικό – πολιτικό πλαίσιο, καθώς όλοι κατά βάθος αναγνωρίζουµε ότι αυτό µας οδήγησε στη χρεοκοπία; Εδώ οι προοπτικές είναι σκοτεινότερες από τις οικονοµικές. ∆εν υπάρχει ο εξωτερικός καταναγκασµός των «αγορών» και εποµένως η αυτοµεταρρύθµιση του συστήµατος επαφίεται στη «διαδικασία εκµάθησης» των κοινωνικών, των πολιτικών υποκειµένων, όπως και των ατόµων.
Προς το παρόν, το σκηνικό είναι αντιφατικό. Συνυπάρχουν αποδοχή, καρτερικότητα αλλά και οργή. Ρητό ή άρρητο αίτηµα πειθαρχίας αλλά και διάχυσης της ανοµίας. Κοινός φόβος έναντι ενός κοινού κινδύνου, αλλά και εγωιστικές συµπεριφορές καταστροφικού χαρακτήρα τύπου «αποθανέτω η ψυχή µου µετά των αλλοφύλων». ∆είγµατα ώριµου λόγου από αρκετούς πολιτικούς, αλλά και επαναλαµβανόµενη δηµαγωγία προς µια κοινή γνώµη που πια ξέρει. Σαν οι συµπεριφορές και οι αντιδράσεις στην κρίση να καθορίζονται σχεδόν αποκλειστικά από τη δοµή και την εξέλιξη του προηγούµενου κοινωνικού -πολιτικού πλαισίου, φέρνοντας στα άκρα εγγενείς τάσεις του.
Η δηµόσια κριτική (και η άσφαιρη αυτοκριτική) έχει πει σχεδόν τα πάντα για τις ευθύνες του πολιτικού – κοµµατικού συστήµατος, για τις κακοδαιµονίες της πατρωνίας, της δηµαγωγίας και του καιροσκοπισµού. Αλλά η κριτική αυτή αν δεν συναρτηθεί µε τις κοινωνικές δοµές, καταλήγει σε µια παραπλανητική αντίθεση «εξουσίας» και «κοινωνίας» που απλώς διαιωνίζει την κατάσταση.
Από τη σχετική βιβλιογραφία ξέρουµε ότι το ελληνικό «µοντέλο καπιταλισµού», µε την έντο να κατακερµατισµένη δοµή της παραγωγής και της απασχόλησης, µε τους διαφορετικούς µηχανισµούς ρύθµισης των εργασιακών σχέσεων σε κάθε τµήµα του, µε την άνιση κοινωνική προστασία και τη διευρυµένη πολιτική διαµεσολάβηση, διαµόρφωσε µια ορισµένη µήτρα κινήτρων και νοοτροπιών στα κοινωνικά και πολιτικά υποκείµενα. Ιδιαίτερα περιορισµένη ικανότητα ρύθµισης των εργασιακών – κοινωνικών σχέσεων µέσα από τη διαδικασία σύγκρουσης - διαπραγµάτευσης - συµφωνίας αυτόνοµων κοινωνικών υποκειµένων. ∆ιάχυτες συµπεριφορές εγωιστικού ή οικογενειοκεντρικού ατοµισµού. Ελλειψη εµπιστοσύνης και εποµένως περιορισµένη ικανότητα παραγωγής δηµόσιων αγαθών και µακροπρόθεσµων στρατηγικών. Αντιθέτως, κυριαρχεί η ρύθµιση των σχέσεων µέσω της «πολιτικής διαπραγµάτευσης». Ο διευρυµένος και αναπληρωτικός ρόλος του κράτους, το καθιστά κύριο πεδίο διεκδίκησής του από τις κοινωνικές οµάδες. Επιτείνεται έτσι η κοµµατικοποίηση όλου του συστήµατος, ενώ το ίδιο το κράτος µετατρέπεται σε ένα κατακερµατισµένο θεσµικό συνονθύλευµα, ανίκανο να παραγάγει σοβαρές και αυτόνοµες διοικητικές και τεχνοκρατικές ελίτ, όπως επίσης και αποτελεσµατικά συστήµατα διακυβέρνησης των µεγάλων ενδιάµεσων οργανισµών (∆ΕΚΟ, Νοσοκοµεία, ΑΕΙ, κ.λπ.).
Οταν αυτή η δοµή «κλειδώσει», είναι πολύ δύσκολο να µεταβληθεί. Ιδίως όταν διαπλέκεται και αλληλοεπενεργεί µε την κοµµατική πολιτική παράδοση της δηµαγωγίας, του µαξιµαλισµού και της άρνησης. Τότε, το πολιτικό κόστος της αλλαγής είναι πολύ υψηλότερο από το κοινωνικό κόστος της στασιµότητας. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι µπορεί να χρηµατοδοτείται. Σε εποχές «ισχνών αγελάδων» το «σύστηµα» υποχρεώνεται να κινηθεί και να προσαρµοστεί σε νέα περιβάλλοντα. Ελλείψει επαρκούς ενδογενούς δυναµικής, η πίεση για αλλαγή έρχεται από εξωτερικές πιέσεις ή σοκ. Ελλείψει διαδικασιών αυτόνοµης κοινωνικής διαπραγµάτευσης και αµοιβαίας εµπιστοσύνης, η αλλαγή µπορεί να δροµολογηθεί µόνο «από τα πάνω», εξ ου και ο καθοριστικός ρόλος της ηγεσίας, της ενότητάς της και γενικότερα της ύπαρξης ή όχι κεντρικής πολιτικής βούλησης.
Αν αυτά έχουν κάπως έτσι, καταλαβαίνουµε ότι σήµερα παρακολουθούµε περισσότερο τη διάλυση του ανωτέρω συστήµατος υπό το βάρος της διεθνούς κρίσης, παρά τα πρώτα σηµάδια ανασυγκρότησης των κοινωνικών - πολιτικών δυνάµεων στην προοπτική των νέων συνθηκών. Μας το δείχνει η επικαιρότητα. Απαξίωση του συνδικαλισµού των ισχυρών οµάδων και δραστικός περιορισµός του κεκτηµένου δικαιώµατος veto που ασκούσαν στον χώρο τους. Η δυνατότητά τους για κοινωνικές συµµαχίες σε συνθήκες κρίσης αποδείχτηκε πολύ περιορισµένη. Κάθε ισχυρή συντεχνιακή οργάνωση που κινητοποιήθηκε συνάντησε τη δυσπιστία, αν όχι την αντιπαλότητα, της «κοινής γνώµης». Οταν το οικονοµικό σύστηµα και το κράτος δεν εξασφαλίζουν πλέον την, άνιση µεν γενικευµένη δε, άνοδο του βιοτικού επιπέδου, τότε η δοµή των ανισοτήτων και η κατανοµή των προνοµίων προσλαµβάνεται ως αποτέλεσµα πελατειακής – συντεχνιακής «πολιτικής διαπραγµάτευσης» και όχι απότοκη µιας ενοποιούσας αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας η οποία στις ελληνικές συνθήκες έχει µικρή βάση. Γι’ αυτό, ο ιδεολογικός λόγος που επιστρατεύεται για να νοµιµοποιήσει τις αµυντικές πλέον διεκδικήσεις στο όνοµα του «δηµόσιου», του «λαϊκού» ή του «γενικού» συµφέροντος, απορρίπτεται από την «κοινή γνώµη» µε την ίδια πλέον καχυποψία που αντιµετωπίζεται ο κοµµατικός λόγος. Ετσι, µοιραία σχεδόν, οι συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις υιοθέτησαν καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές µορφές, επιζητώντας να επιφέρουν το µέγιστο κοινωνικό κόστος ως µέσο πολιτικού εκβιασµού της κυβέρνησης. Χωρίς βεβαίως να αυξήσουν τη γενική συναίνεση. Η ώρα µιας µεγάλης υπαρξιακής σχεδόν συζήτησης για τον συνδικαλισµό έχει σηµάνει, αλλά οι δυνατότητες έναρξης βρίσκονται πολύ µακριά.
Οταν το κύµα αυτών των κινητοποιήσεων υποχώρησε, ήρθε στην επιφάνεια η δεύτερη µορφή κινητοποίησης που το προϋπάρχον «σύστηµα» µπορούσε να παράγει. Μια δράση «από τα κάτω», εξατοµικευµένη όπως τα Ι.Χ., µε κορµό τον ακτιβισµό των φορέων της παραδοσιακής Αριστεράς, οι οποίοι τζογάρουν στις τάσεις ατοµιστικής ανοµίας και αντικρατισµού που η κρίση εκλύει. Μια κοινωνία που στη φάση των παχιών αγελάδων είδε το ∆ηµόσιο σαν µαστό, στην εποχή της κρίσης αντιστρέφει τη µατιά της, προς αυτό που η άλλοτε κραταιά κοµµουνιστική ιδεολογία θα έλεγε «µικροαστικό αναρχισµό». Η Ελλάδα µοιάζει σήµερα φρακαρισµένη σε έναν σταθµό διοδίων. Ισως κατά βάθος, το πιο δυναµικό, παρήγορο αλλά και απρόβλεπτο στοιχείο της σηµερινής φάσης να είναι η αµφίθυµη οργισµένη καρτερικότητα του «απλού πολίτη». ∆ίνει χρόνο για αποτελεσµατική διαχείριση της κρίσης, αλλά προειδοποιεί ότι ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος. Αυτή την ασταθή ισορροπία καλείται να διαχειριστεί το πολιτικό - κοµµατικό σύστηµα, αντιµετωπίζοντας αυτοκριτικά τις παθογένειές του: τον διπλό λόγο, τον πολιτικό ανορθολογισµό, τα εθνολαϊκιστικά στερεότυπα, την εκλογολογία. Γιατί αλλιώς η χώρα θα γίνει έρµαιο των εξωτερικών καταναγκασµών και των εσωτερικών τάσεων διάλυσης.
Πίσω όµως από τον σουρεαλισµό υπάρχει η πολιτική και η κρίση µε τις αντιφατικές εκδηλώσεις. Ορθώς ο δηµόσιος λόγος και η εθνική αγωνία έχουν επικεντρωθεί στις δραµατικές δηµοσιονοµικές και οικονοµικές όψεις της κρίσης. Ολα όµως τα προηγούµενα συµπτώµατα θέτουν το ερώτηµα: τι γίνεται µε τις κοινωνικές - πολιτικές; Θα αποφύγουµε την ακυβερνησία; Θα βγουν «σοφότερες» οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάµεις από την κρίση; Μπορούµε να βελτιώσουµε το κοινωνικό – πολιτικό πλαίσιο, καθώς όλοι κατά βάθος αναγνωρίζουµε ότι αυτό µας οδήγησε στη χρεοκοπία; Εδώ οι προοπτικές είναι σκοτεινότερες από τις οικονοµικές. ∆εν υπάρχει ο εξωτερικός καταναγκασµός των «αγορών» και εποµένως η αυτοµεταρρύθµιση του συστήµατος επαφίεται στη «διαδικασία εκµάθησης» των κοινωνικών, των πολιτικών υποκειµένων, όπως και των ατόµων.
Προς το παρόν, το σκηνικό είναι αντιφατικό. Συνυπάρχουν αποδοχή, καρτερικότητα αλλά και οργή. Ρητό ή άρρητο αίτηµα πειθαρχίας αλλά και διάχυσης της ανοµίας. Κοινός φόβος έναντι ενός κοινού κινδύνου, αλλά και εγωιστικές συµπεριφορές καταστροφικού χαρακτήρα τύπου «αποθανέτω η ψυχή µου µετά των αλλοφύλων». ∆είγµατα ώριµου λόγου από αρκετούς πολιτικούς, αλλά και επαναλαµβανόµενη δηµαγωγία προς µια κοινή γνώµη που πια ξέρει. Σαν οι συµπεριφορές και οι αντιδράσεις στην κρίση να καθορίζονται σχεδόν αποκλειστικά από τη δοµή και την εξέλιξη του προηγούµενου κοινωνικού -πολιτικού πλαισίου, φέρνοντας στα άκρα εγγενείς τάσεις του.
Η δηµόσια κριτική (και η άσφαιρη αυτοκριτική) έχει πει σχεδόν τα πάντα για τις ευθύνες του πολιτικού – κοµµατικού συστήµατος, για τις κακοδαιµονίες της πατρωνίας, της δηµαγωγίας και του καιροσκοπισµού. Αλλά η κριτική αυτή αν δεν συναρτηθεί µε τις κοινωνικές δοµές, καταλήγει σε µια παραπλανητική αντίθεση «εξουσίας» και «κοινωνίας» που απλώς διαιωνίζει την κατάσταση.
Από τη σχετική βιβλιογραφία ξέρουµε ότι το ελληνικό «µοντέλο καπιταλισµού», µε την έντο να κατακερµατισµένη δοµή της παραγωγής και της απασχόλησης, µε τους διαφορετικούς µηχανισµούς ρύθµισης των εργασιακών σχέσεων σε κάθε τµήµα του, µε την άνιση κοινωνική προστασία και τη διευρυµένη πολιτική διαµεσολάβηση, διαµόρφωσε µια ορισµένη µήτρα κινήτρων και νοοτροπιών στα κοινωνικά και πολιτικά υποκείµενα. Ιδιαίτερα περιορισµένη ικανότητα ρύθµισης των εργασιακών – κοινωνικών σχέσεων µέσα από τη διαδικασία σύγκρουσης - διαπραγµάτευσης - συµφωνίας αυτόνοµων κοινωνικών υποκειµένων. ∆ιάχυτες συµπεριφορές εγωιστικού ή οικογενειοκεντρικού ατοµισµού. Ελλειψη εµπιστοσύνης και εποµένως περιορισµένη ικανότητα παραγωγής δηµόσιων αγαθών και µακροπρόθεσµων στρατηγικών. Αντιθέτως, κυριαρχεί η ρύθµιση των σχέσεων µέσω της «πολιτικής διαπραγµάτευσης». Ο διευρυµένος και αναπληρωτικός ρόλος του κράτους, το καθιστά κύριο πεδίο διεκδίκησής του από τις κοινωνικές οµάδες. Επιτείνεται έτσι η κοµµατικοποίηση όλου του συστήµατος, ενώ το ίδιο το κράτος µετατρέπεται σε ένα κατακερµατισµένο θεσµικό συνονθύλευµα, ανίκανο να παραγάγει σοβαρές και αυτόνοµες διοικητικές και τεχνοκρατικές ελίτ, όπως επίσης και αποτελεσµατικά συστήµατα διακυβέρνησης των µεγάλων ενδιάµεσων οργανισµών (∆ΕΚΟ, Νοσοκοµεία, ΑΕΙ, κ.λπ.).
Οταν αυτή η δοµή «κλειδώσει», είναι πολύ δύσκολο να µεταβληθεί. Ιδίως όταν διαπλέκεται και αλληλοεπενεργεί µε την κοµµατική πολιτική παράδοση της δηµαγωγίας, του µαξιµαλισµού και της άρνησης. Τότε, το πολιτικό κόστος της αλλαγής είναι πολύ υψηλότερο από το κοινωνικό κόστος της στασιµότητας. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι µπορεί να χρηµατοδοτείται. Σε εποχές «ισχνών αγελάδων» το «σύστηµα» υποχρεώνεται να κινηθεί και να προσαρµοστεί σε νέα περιβάλλοντα. Ελλείψει επαρκούς ενδογενούς δυναµικής, η πίεση για αλλαγή έρχεται από εξωτερικές πιέσεις ή σοκ. Ελλείψει διαδικασιών αυτόνοµης κοινωνικής διαπραγµάτευσης και αµοιβαίας εµπιστοσύνης, η αλλαγή µπορεί να δροµολογηθεί µόνο «από τα πάνω», εξ ου και ο καθοριστικός ρόλος της ηγεσίας, της ενότητάς της και γενικότερα της ύπαρξης ή όχι κεντρικής πολιτικής βούλησης.
Αν αυτά έχουν κάπως έτσι, καταλαβαίνουµε ότι σήµερα παρακολουθούµε περισσότερο τη διάλυση του ανωτέρω συστήµατος υπό το βάρος της διεθνούς κρίσης, παρά τα πρώτα σηµάδια ανασυγκρότησης των κοινωνικών - πολιτικών δυνάµεων στην προοπτική των νέων συνθηκών. Μας το δείχνει η επικαιρότητα. Απαξίωση του συνδικαλισµού των ισχυρών οµάδων και δραστικός περιορισµός του κεκτηµένου δικαιώµατος veto που ασκούσαν στον χώρο τους. Η δυνατότητά τους για κοινωνικές συµµαχίες σε συνθήκες κρίσης αποδείχτηκε πολύ περιορισµένη. Κάθε ισχυρή συντεχνιακή οργάνωση που κινητοποιήθηκε συνάντησε τη δυσπιστία, αν όχι την αντιπαλότητα, της «κοινής γνώµης». Οταν το οικονοµικό σύστηµα και το κράτος δεν εξασφαλίζουν πλέον την, άνιση µεν γενικευµένη δε, άνοδο του βιοτικού επιπέδου, τότε η δοµή των ανισοτήτων και η κατανοµή των προνοµίων προσλαµβάνεται ως αποτέλεσµα πελατειακής – συντεχνιακής «πολιτικής διαπραγµάτευσης» και όχι απότοκη µιας ενοποιούσας αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας η οποία στις ελληνικές συνθήκες έχει µικρή βάση. Γι’ αυτό, ο ιδεολογικός λόγος που επιστρατεύεται για να νοµιµοποιήσει τις αµυντικές πλέον διεκδικήσεις στο όνοµα του «δηµόσιου», του «λαϊκού» ή του «γενικού» συµφέροντος, απορρίπτεται από την «κοινή γνώµη» µε την ίδια πλέον καχυποψία που αντιµετωπίζεται ο κοµµατικός λόγος. Ετσι, µοιραία σχεδόν, οι συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις υιοθέτησαν καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές µορφές, επιζητώντας να επιφέρουν το µέγιστο κοινωνικό κόστος ως µέσο πολιτικού εκβιασµού της κυβέρνησης. Χωρίς βεβαίως να αυξήσουν τη γενική συναίνεση. Η ώρα µιας µεγάλης υπαρξιακής σχεδόν συζήτησης για τον συνδικαλισµό έχει σηµάνει, αλλά οι δυνατότητες έναρξης βρίσκονται πολύ µακριά.
Οταν το κύµα αυτών των κινητοποιήσεων υποχώρησε, ήρθε στην επιφάνεια η δεύτερη µορφή κινητοποίησης που το προϋπάρχον «σύστηµα» µπορούσε να παράγει. Μια δράση «από τα κάτω», εξατοµικευµένη όπως τα Ι.Χ., µε κορµό τον ακτιβισµό των φορέων της παραδοσιακής Αριστεράς, οι οποίοι τζογάρουν στις τάσεις ατοµιστικής ανοµίας και αντικρατισµού που η κρίση εκλύει. Μια κοινωνία που στη φάση των παχιών αγελάδων είδε το ∆ηµόσιο σαν µαστό, στην εποχή της κρίσης αντιστρέφει τη µατιά της, προς αυτό που η άλλοτε κραταιά κοµµουνιστική ιδεολογία θα έλεγε «µικροαστικό αναρχισµό». Η Ελλάδα µοιάζει σήµερα φρακαρισµένη σε έναν σταθµό διοδίων. Ισως κατά βάθος, το πιο δυναµικό, παρήγορο αλλά και απρόβλεπτο στοιχείο της σηµερινής φάσης να είναι η αµφίθυµη οργισµένη καρτερικότητα του «απλού πολίτη». ∆ίνει χρόνο για αποτελεσµατική διαχείριση της κρίσης, αλλά προειδοποιεί ότι ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος. Αυτή την ασταθή ισορροπία καλείται να διαχειριστεί το πολιτικό - κοµµατικό σύστηµα, αντιµετωπίζοντας αυτοκριτικά τις παθογένειές του: τον διπλό λόγο, τον πολιτικό ανορθολογισµό, τα εθνολαϊκιστικά στερεότυπα, την εκλογολογία. Γιατί αλλιώς η χώρα θα γίνει έρµαιο των εξωτερικών καταναγκασµών και των εσωτερικών τάσεων διάλυσης.