Βραχνάς το χρέος όσο δεν σχεδιάζεται ανάπτυξη
Ελίζα Παπαδάκη, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2011-02-27
Δύσκολες διαγράφονται οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία στην τελευταία έκθεση της Επιτροπής για το Μνημόνιο: τόσο οι άμεσες, η επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί για φέτος, όσο όμως και οι μεσομακροπρόθεσμες, οι δυνατότητες που θα έχουμε τη διετία 2014-15 και τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Ο μεγάλος βραχνάς παραμένει το δημόσιο χρέος. Αλλά τέσσερις εβδομάδες πριν από την αποφασιστική Ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής, ουδείς γνωρίζει αν τελικά θα επιτευχθεί συμφωνία για να αντιμετωπιστεί η κρίση του χρέους, όχι στην Ελλάδα μόνο - σε ολόκληρη την Ευρωζώνη που απειλείται.
Η έκθεση, η οποία συντάχθηκε μετά την τελευταία επίσκεψη της Τρόικας και υπό την καθοδήγηση του γνωστού μας αναπληρωτή γενικού διευθυντή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Σερβάας Ντερόος, καταγράφει τις εξελίξεις οικονομικών μεγεθών και μέτρων πολιτικής έως τώρα, διαπιστώνοντας «πρόοδο» στην εφαρμογή του προγράμματος, αλλά και καθυστερήσεις. Απαιτεί έτσι «πολύ μεγαλύτερη αποφασιστικότητα» από όση επιδείχθηκε το προηγούμενο εξάμηνο.
Για να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη για φέτος μείωση του δημοσίου ελλείμματος, η έκθεση εκτιμά ότι θα χρειαστούν πρόσθετα μέτρα, πέρα από όσα προβλέπονται στον προϋπολογισμό και έχουν ήδη ανακοινωθεί, της τάξης του 1,7 δισ. ευρώ. Επιπλέον 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (σημερινά 20 δισ.) θα πρέπει να εξοικονομηθούν την επόμενη τριετία 2012-14, στα πλαίσια ενός μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού προγράμματος. Η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει και τους δύο στόχους, όπως επιβεβαίωσε ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, προσκαλώντας και πάλι τα κόμματα σε διάλογο για το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Διότι τα δύσκολα μέτρα για να επιτευχθεί η εξοικονόμηση δαπανών και η αύξηση εσόδων που θα ρίξουν το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ, δεν έχουν ακόμα σχεδιαστεί. Η έκθεση κάνει λόγο εδώ ξανά για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις δημόσιες επιχειρήσεις, στην υγεία, τη φορολογία, την απασχόληση στο Δημόσιο, τις επενδύσεις, τις στρατιωτικές δαπάνες.
Μία καλή είδηση είναι η πρόβλεψη ότι μέσα στο δεύτερο εξάμηνο φέτος η ύφεση θα έχει τερματισθεί, το ΑΕΠ θα αρχίσει και πάλι να αυξάνεται. Ενθαρρυντική θεωρούν εδώ οι συντάκτες της έκθεσης την ανοδική πορεία των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών τους τελευταίους μήνες του 2010. Και εντοπίζουν τους κλάδους που παρουσιάζουν αναπτυξιακή δυναμική: φάρμακα, όπου γίνονται επενδύσεις και χρειάζεται να προσελκυσθούν και άλλες ξένες και να βελτιωθεί το πλαίσιο για την έρευνα, πετρελαιοειδή, μεταφορές, ναυτιλία και εκμετάλλευση της γεωγραφικής θέσης ως «πύλης» προς την Ευρώπη, τουρισμός καλύτερα κατανεμημένος στη διάρκεια του έτους, με συνέργειες με πολιτισμό κ.λπ., τρόφιμα υψηλής ποιότητας, μεταποιημένα και αγροτικά, κ.ά. Εφόσον άλλωστε η εγχώρια ζήτηση αντιπροσωπεύει το 80%, θετικά αναμένουν να συμβάλει στην ανάκαμψη και ο χαμηλός πληθωρισμός που θα πάψει να διαβρώνει τα εγχώρια εισοδήματα όταν θα έχει εξαντληθεί η επίπτωση των αλλεπάλληλων αυξήσεων ΦΠΑ και άλλων εμμέσων φόρων. Όπως υπολογίζουν, χωρίς την επίπτωση των φόρων αυτών ο πληθωρισμός στη χώρα μας θα ήταν μηδενικός το Νοέμβριο, παρά την άνοδο του πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών. Σε μέσα επίπεδα τον προβλέπουν έτσι 2,4% φέτος και κάτω από 1% το 2012-13. Πέρα από εξωραϊσμούς πάντως αναμένουν νέα μείωση της απασχόλησης κατά 2,7% φέτος, με την πρόβλεψή τους για την ανεργία στο 14,6% να μοιάζει μάλλον υποτιμημένη.
Στην έκθεση περιγράφονται οι δυσκολίες των τραπεζών παρά την κρατική βοήθεια που έχουν λάβει στα πλαίσια ευρωπαϊκών προγραμμάτων: κατʼ αρχάς λόγω της αρνητικής στάσης των διεθνών επενδυτών μετά την υποβάθμιση των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε «σκουπίδια» από τους οίκους αξιολόγησης. Επίσης επειδή αυξήθηκαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο 10% - από 7,7% το 2009, οι καταθέσεις υποχώρησαν φέρνοντας το λόγο δανείων/καταθέσεις σε 120%, παρουσιάζουν αρνητική αποδοτικότητα ενεργητικού και ιδίων κεφαλαίων (-0,3% και -3,7% αντίστοιχα το εννεάμηνο).
Ενώ ρητά αρνείται να υπεισέλθει στις εντεινόμενες αναφορές ανά την Ευρώπη γύρω από προτάσεις αναδιάρθρωσης του χρέους της Ελλάδας - αλλά και άλλων χωρών - με περικοπή (κούρεμα) 30% ή και περισσότερο, η έκθεση δείχνει τις ελληνικές τράπεζες και άλλους εγχώριους φορείς (ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.) να κρατούν ομόλογα του ελληνικού κράτους αξίας 125 δισ. ευρώ περίπου, έναντι 200 δισ. που φέρονται να κρατούν ξένες τράπεζες και άλλοι φορείς στον υπόλοιπο κόσμο. Από την αναλογία προκύπτει καθαρά το πλήγμα που θα υφίστατο η ελληνική οικονομία αν επιβαλλόταν τέτοιο γενικευμένο κούρεμα - το οποίο πολλοί υποστηρίζουν, στη Γερμανία ιδίως, με το επιχείρημα «να πληρώσουν οι τράπεζες που κέρδισαν από την κρίση». Ούτε σχολιάζει προτάσεις επαναγοράς. Μόνο την επιμήκυνση υποστηρίζει, σημειώνοντας ότι δεν έχει οριστικοποιηθεί.
Τεράστιο το ύψος του χρέους
Κεντρικό πρόβλημα παραμένει ωστόσο το ύψος του χρέους. Στο γράφημα που αναδημοσιεύουμε από την έκθεση, παρουσιάζονται τρία ζεύγη σεναρίων με διαφορετικές υποθέσεις για τα επιτόκια και το ρυθμό μεγέθυνσης. Φαίνεται εδώ ότι ακόμα και εφόσον ικανοποιηθούν όλες οι υποδείξεις του μνημονίου, αν δεν επιτευχθεί ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σαφώς μεγαλύτερος από 2%, είναι αδύνατον να μπει το χρέος σε καθοδική πορεία - να αποφευχθεί η καταστροφή μιας χρεοκοπίας.
Αλλά και με ένα μέσο (ονομαστικό) ρυθμό 3,5% και με σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα 5,5% του ΑΕΠ, το χρέος κατά το γράφημα δεν πέφτει παρά πολύ αργά, θα είναι πάνω από 130% του ΑΕΠ και μετά το 2024 με το δυσμενέστερο επιτόκιο, πάνω από 110% με το ευνοϊκότερο.
Εδώ έβγαλε από το καπέλο του ο κ. Ντερόος το λαγό των αποκρατικοποιήσεων των 50 δισ. μέχρι το 2015, που μαγικά στρέφουν την καμπύλη προς τα κάτω: ρίχνουν το χρέος στο 80% του ΑΕΠ, ή πάντως στο 103% με το χειρότερο επιτόκιο.
Μόνο που πρόκειται για υπόθεση επί χάρτου, μάλλον απραγματοποίητη, όπως εξηγήθηκε εν εκτάσει. Αφού κάνουν υποθέσεις, γιατί δεν βάζουν να σχεδιάσουν μια πραγματική πολιτική για την ανάπτυξη της χώρας, με ρυθμούς που θα έριχναν το λόγο χρέους/ΑΕΠ αλλά επίσης θα βελτίωναν την απασχόληση, τα εισοδήματα, τα δημόσια αγαθά μας;