Χωρίς σχέδιο και όραμα
Π.Κ. Ιωακειμίδης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2011-07-18
Η Ευρωπαϊκή Ενωση προχωρά εδώ και καιρό χωρίς ένα συνολικό, στρατηγικό σχέδιο, χωρίς όραμα, χωρίς αφήγηση. Κανένας δεν γνωρίζει αυτή τη στιγμή πού βαδίζει, τι θέλει να κάνει, σε τι αποβλέπει, τι επιδιώκει ως απώτερο στόχο. Κανένας. Ετσι απλώς αντιδρά σε καταστάσεις. Τσαλαβουτά (muddling through) σε θολά νερά χωρίς πυξίδα, αγνοώντας προς τα πού κατευθύνεται. Και αυτό - η απουσία συνολικού σχεδίου - είναι ίσως το σημαντικότερο έλλειμμα της Ενωσης σήμερα. Γι’ αυτό και η κρίση νομιμοποίησης οξύνεται και τα σενάρια αποσύνθεσης πολλαπλασιάζονται.
Ουσιαστικά η Ενωση έχασε το σχέδιο και τον πολιτικό της στόχο (finalité politique) περίπου από το 2000 και μετά την εγκαθίδρυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης - του τελευταίου μεγάλου σχεδίου για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, μέχρι το 2009 υπήρχε τουλάχιστον μια ψευδαίσθηση κάποιου σχεδίου και κατεύθυνσης που πήγαζε από τη διαδικασία συνταγματοποίησης της Ε.Ε. και στη συνέχεια επικύρωσης και εφαρμογής της Συνθήκης της Λισαβώνας.
Με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβώνας (Δεκέμβριος 2009), η Ενωση φαίνεται να έχασε τον προορισμό της. Βεβαίως, η παγκόσμια κρίση, και ειδικότερα η κρίση που ξέσπασε στο πλαίσιο της ευρωζώνης με αφετηρία το οξύτατο ελληνικό πρόβλημα, ανάγκασε θεσμούς και πολιτικές ηγεσίες να ασχοληθούν πρωτίστως με τη διαχείριση της κρίσης, η οποία προσέλαβε υπαρξιακές διαστάσεις, και να εργασθούν για να διασφαλίσουν την επιβίωση της ΟΝΕ αλλά και ίσως της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η διαδικασία αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί. Συνεχίζεται. Και όλα τα σενάρια παραμένουν ανοικτά με τo πλέον ακραίo και εφιαλτικό αυτό που διατύπωσε πρόσφατα το «Spiegel» για τον ενταφιασμό του ευρώ τυλιγμένο στην ελληνική σημαία. Ωστόσο, η παρατεινόμενη κρίση δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι ή δικαιολογία για την αδυναμία παρουσίασης ενός πειστικού νέου σχεδίου για την προώθηση της ενοποίησης. Ακριβώς το αντίθετο. Η κρίση συνιστά τον πρόσθετο παράγοντα που επιβάλλει την παρουσίαση ενός νέου ενοποιητικού σχεδίου. Και όπως δείχνει η ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στο παρελθόν οι κρίσεις λειτούργησαν ακριβώς έτσι: ως ευκαιρίες για τη διατύπωση και εφαρμογή νέων ενοποιητικών σχεδίων.
Στις δεκαετίες 1970 - 1980, η τότε οικονομική κρίση οδήγησε στο σχέδιο για την εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και στην ενοποίηση των δύο Γερμανιών, στο σχέδιο για την εγκαθίδρυση της ΟΝΕ, κ.ά.
Χωρίς αμφιβολία, η διατύπωση ενός νέου σχεδίου (και αφήγησης) για την εμβάθυνση της ενοποίησης σήμερα συνιστά ένα πολύ δυσκολότερο έργο για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα γιατί η προφανής περιοχή για βαθύτερη ενοποίηση - που είναι η πολιτική ένωση - ακουμπά άμεσα και καθοριστικά στον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας και ως εκ τούτου κυβερνήσεις και κοινωνίες εμφανίζονται απρόθυμες να κάνουν τις αναγκαίες παραχωρήσεις. Η μέγιστη παραχώρηση που έχει γίνει μέχρι σήμερα σημειώθηκε στον νομισματικό τομέα όπου οι κυβερνήσεις εκχώρησαν τη νομισματική κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε ένα οιονεί ομοσπονδιακό σχήμα. Η πολιτική ένωση πηγαίνει όμως πολύ πιο πέρα. Εκτός από τους θεσμούς, καλύπτει τους ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, της φορολογικής και δημοσιονομικής πολιτικής και σε κάποια έκταση το πεδίο των θεσμών και της πολιτικής διαδικασίας. Στη σημερινή πραγματικότητα, υπάρχει έντονη απροθυμία για τη μεταφορά των κυριαρχικών εξουσιών από τα εθνικά κράτη στο ενωσιακό επίπεδο, πολύ περισσότερο που σήμερα οποιοδήποτε ενοποιητικό σχέδιο δεν μπορεί να προωθηθεί ερήμην της κοινωνίας, κάτι που είχε γίνει πολλές φορές στο παρελθόν. Η κοινωνία θα πρέπει να συμμετέχει και να συμπράττει. Και εδώ βρίσκεται ο κρίσιμος ρόλος των πολιτικών ηγεσιών.
Να εξηγήσουν δηλαδή στην κοινωνία τη νέα αφήγηση, γιατί χρειαζόμαστε δηλαδή «περισσότερη Ευρώπη» και πολιτική ένωση - όχι ως ένα λεκτικό ιδεολόγημα αλλά ως καθεστώς που θα συμβάλει στη μεγιστοποίηση της ευημερίας (εν ευρεία εννοία) των ευρωπαίων πολιτών και στην αντιμετώπιση των ποικιλόμορφων προκλήσεων. Να εξηγήσουν γιατί η επιστροφή στο εθνικό κράτος αποτελεί αδιέξοδη επιλογή που θα καταδικάσει την Ευρώπη σε περιθωριοποίηση στο παγκόσμιο σύστημα, με την οικονομική και την πολιτική ισχύ να μετακινούνται σταθερά προς την Ασία (Κίνα, Ινδία, κ.λπ.).
Ουσιαστικά η Ενωση έχασε το σχέδιο και τον πολιτικό της στόχο (finalité politique) περίπου από το 2000 και μετά την εγκαθίδρυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης - του τελευταίου μεγάλου σχεδίου για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, μέχρι το 2009 υπήρχε τουλάχιστον μια ψευδαίσθηση κάποιου σχεδίου και κατεύθυνσης που πήγαζε από τη διαδικασία συνταγματοποίησης της Ε.Ε. και στη συνέχεια επικύρωσης και εφαρμογής της Συνθήκης της Λισαβώνας.
Με τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβώνας (Δεκέμβριος 2009), η Ενωση φαίνεται να έχασε τον προορισμό της. Βεβαίως, η παγκόσμια κρίση, και ειδικότερα η κρίση που ξέσπασε στο πλαίσιο της ευρωζώνης με αφετηρία το οξύτατο ελληνικό πρόβλημα, ανάγκασε θεσμούς και πολιτικές ηγεσίες να ασχοληθούν πρωτίστως με τη διαχείριση της κρίσης, η οποία προσέλαβε υπαρξιακές διαστάσεις, και να εργασθούν για να διασφαλίσουν την επιβίωση της ΟΝΕ αλλά και ίσως της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η διαδικασία αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί. Συνεχίζεται. Και όλα τα σενάρια παραμένουν ανοικτά με τo πλέον ακραίo και εφιαλτικό αυτό που διατύπωσε πρόσφατα το «Spiegel» για τον ενταφιασμό του ευρώ τυλιγμένο στην ελληνική σημαία. Ωστόσο, η παρατεινόμενη κρίση δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι ή δικαιολογία για την αδυναμία παρουσίασης ενός πειστικού νέου σχεδίου για την προώθηση της ενοποίησης. Ακριβώς το αντίθετο. Η κρίση συνιστά τον πρόσθετο παράγοντα που επιβάλλει την παρουσίαση ενός νέου ενοποιητικού σχεδίου. Και όπως δείχνει η ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στο παρελθόν οι κρίσεις λειτούργησαν ακριβώς έτσι: ως ευκαιρίες για τη διατύπωση και εφαρμογή νέων ενοποιητικών σχεδίων.
Στις δεκαετίες 1970 - 1980, η τότε οικονομική κρίση οδήγησε στο σχέδιο για την εγκαθίδρυση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς, στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και στην ενοποίηση των δύο Γερμανιών, στο σχέδιο για την εγκαθίδρυση της ΟΝΕ, κ.ά.
Χωρίς αμφιβολία, η διατύπωση ενός νέου σχεδίου (και αφήγησης) για την εμβάθυνση της ενοποίησης σήμερα συνιστά ένα πολύ δυσκολότερο έργο για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα γιατί η προφανής περιοχή για βαθύτερη ενοποίηση - που είναι η πολιτική ένωση - ακουμπά άμεσα και καθοριστικά στον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας και ως εκ τούτου κυβερνήσεις και κοινωνίες εμφανίζονται απρόθυμες να κάνουν τις αναγκαίες παραχωρήσεις. Η μέγιστη παραχώρηση που έχει γίνει μέχρι σήμερα σημειώθηκε στον νομισματικό τομέα όπου οι κυβερνήσεις εκχώρησαν τη νομισματική κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε ένα οιονεί ομοσπονδιακό σχήμα. Η πολιτική ένωση πηγαίνει όμως πολύ πιο πέρα. Εκτός από τους θεσμούς, καλύπτει τους ιδιαίτερα ευαίσθητους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, της φορολογικής και δημοσιονομικής πολιτικής και σε κάποια έκταση το πεδίο των θεσμών και της πολιτικής διαδικασίας. Στη σημερινή πραγματικότητα, υπάρχει έντονη απροθυμία για τη μεταφορά των κυριαρχικών εξουσιών από τα εθνικά κράτη στο ενωσιακό επίπεδο, πολύ περισσότερο που σήμερα οποιοδήποτε ενοποιητικό σχέδιο δεν μπορεί να προωθηθεί ερήμην της κοινωνίας, κάτι που είχε γίνει πολλές φορές στο παρελθόν. Η κοινωνία θα πρέπει να συμμετέχει και να συμπράττει. Και εδώ βρίσκεται ο κρίσιμος ρόλος των πολιτικών ηγεσιών.
Να εξηγήσουν δηλαδή στην κοινωνία τη νέα αφήγηση, γιατί χρειαζόμαστε δηλαδή «περισσότερη Ευρώπη» και πολιτική ένωση - όχι ως ένα λεκτικό ιδεολόγημα αλλά ως καθεστώς που θα συμβάλει στη μεγιστοποίηση της ευημερίας (εν ευρεία εννοία) των ευρωπαίων πολιτών και στην αντιμετώπιση των ποικιλόμορφων προκλήσεων. Να εξηγήσουν γιατί η επιστροφή στο εθνικό κράτος αποτελεί αδιέξοδη επιλογή που θα καταδικάσει την Ευρώπη σε περιθωριοποίηση στο παγκόσμιο σύστημα, με την οικονομική και την πολιτική ισχύ να μετακινούνται σταθερά προς την Ασία (Κίνα, Ινδία, κ.λπ.).