Η καθαρή νίκη του ’όχι’: μία επιδείνωση της κρίσης της πολιτικής
Φιλίπ Σρικί, Πιερ Κριστιάν, Le Monde, Δημοσιευμένο: 2005-05-30
(Une large victoire du non, nouvel avatar de la crise de la politique)
Για πρώτη φορά στην πέμπτη δημοκρατία η Γαλλία απάντησε «όχι» σε ένα δημοψήφισμα που αφορούσε την Ευρώπη.
Το 1972, ο γαλλικός λαός είχε αποδεχτεί, με 68% την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΟΚ.
Το 1992, αποδέχτηκε, με ελάχιστη διαφορά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, δίνοντας 51.05% στο «ναι».
Σήμερα όμως απέρριψε μαζικά το σύνταγμα, με το 55% περίπου των εκλογέων να ψηφίζουν «όχι».
Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό που πήρε ποτέ το «όχι» σε οποιοδήποτε δημοψήφισμα κατά τη διάρκεια της πέμπτης δημοκρατίας: το προηγούμενο ρεκόρ (52.4%), στις 27 Απριλίου του 1969, στο δημοψήφισμα για τη μεταρρύθμιση της γερουσίας, είχε τα αποτελέσματα που γνωρίζουμε.
Από την άποψη της εκλογικής συμπεριφοράς των πολιτικών οικογενειών, τα αποτελέσματα στο δημοψήφισμα μοιάζουν με αντικατοπτρισμό εκείνων του 1992.
Σύμφωνα με τα πρώτα έξιτ πολ, μόνο οι ψηφοφόροι της «ένωσης για ένα λαϊκό κίνημα» (UMP) και της «ένωσης για τη γαλλική δημοκρατία» (UDF) ψήφισαν υπέρ του «ναι» (σε ποσοστά μεταξύ 75 και 80%).
Το «ναι» είναι μειοψηφία στους ψηφοφόρους του σοσιαλιστικού κόμματος (PS) (41% «ναι», 59% «όχι», το αντίστροφο δηλαδή αποτέλεσμα από το εσωκομματικό δημοψήφισμα).
Σύμφωνα με τα πρώτα δεδομένα, οι παραδοσιακά αντι-ευρωπαϊκοί πολιτικοί σχηματισμοί (η άκρα αριστερά, το κομμουνιστικό κόμμα και η άκρα αριστερά) απορρίπτουν σχεδόν ομόφωνα τη συνθήκη.
Το 1992 είχαμε μία ανάλογη, αν και αντίστροφη, κατάσταση.
Και τότε το «ναι» είχε υπερισχύσει στα κυβερνητικά κόμματα, αλλά είχε επίσης επικρατήσει στο σύνολο των ψηφοφόρων, με κάτι περισσότερο από 51% των ψήφων.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ είχε εγκριθεί από το 78% των συμπαθούντων τους σοσιαλιστές -που τότε βρίσκονταν στην εξουσία- από το 61% των οπαδών του UDF και από το 60% των οικολόγων.
Όπως συμβαίνει σήμερα με τους σοσιαλιστές, τότε οι γκολικοί του «συναγερμού για τη δημοκρατία» (RPR), είχαν διχαστεί, ψηφίζοντας «όχι» κατά 59%.
Εκτός από το τι συνέβη στις πολιτικές οικογένειες, ανάλογη ασυμετρία χαρακτηρίζει την κοινωνιολογική ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς.
Το 2005, μόνο τα ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων και οι διανοούμενοι ψήφισαν «ναι» (σε ποσοστό 65%, παρόμοιο με αυτό του 1992).
Οι μη-προνομιούχοι και τα λαϊκά στρώματα ψήφισαν «όχι», σε πολύ μεγαλύτερο όμως ποσοστό από ότι το 1992.
Οι εργάτες ψήφισαν «όχι» κατά 79% (18 μονάδες περισσότερο απ’ ότι το 1992), οι υπάλληλοι κατά 67% (άνοδος κατά 14 μονάδες).
Ανατροπή υπάρχει στη μεσαία τάξη, που το 1992 είχαν ψηφίσει «ναι» σε ποσοστό 62%, σήμερα όμως αρνήθηκε τη συνθήκη κατά 53%.
Η στάση της υπογραμμίζει την κοινωνική δυσαρέσκεια και το βαθμό ανησυχίας που προκαλεί μία Ευρώπη που κατηγορείται πως είναι ανίκανη να προστατεύσει τους μισθωτούς από την παγκοσμιοποίηση.
Ένα είδος αναπαραγωγής της 21ης Απριλίου 2002
Η νίκη του «όχι» προκύπτει από μία πρωτοφανή αλχημεία στην εκλογική συμπεριφορά: για πρώτη φορά η ψήφος διαμαρτυρίας συνέκλινε με την αντι-ευρωπαϊκή ψήφο, πράγμα που συνεχίζει -για να μην πούμε πως επιδεινώνει- την πολιτική κρίση που εμφανίστηκε στις 21 Απριλίου 2002.
Θα πρέπει να θυμόμαστε πως το δημοψήφισμα είναι μία έκτακτη εκλογική διαβούλευση.
Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών είχε αναδείξει την απόρριψη του πολιτικού συστήματος· οι περιφερειακές εκλογές αποδοκίμασαν, και σε μεγάλη έκταση, την κυβέρνηση, που εξακολουθεί και σήμερα να βρίσκεται στην εξουσία· τέλος, οι ευρωεκλογές του 2004 είχαν σημαδευτεί από τη μεγάλη αποχή, του 57.3%, αν κι ήταν οι πρώτες ευρωεκλογές μετά τη διεύρυνση.
Η απόρριψη του 2005, επιβεβαιώνει και διευρύνει την κρίση του πολιτικού συστήματος: στις 21 Απριλίου 2002 τα κόμματα που φιλοδοξούσαν να κυβερνήσουν είχαν λάβει μόνο 56% των έγκυρων ψηφοδελτίων, το χειρότερο αποτέλεσμά τους σε είκοσι χρόνια.
Ήταν σήμερα τα μόνα που κάλεσαν τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν «ναι».
Οι ψήφοι υπέρ των ακραίων σχηματισμών, έφταναν το 2002 το ρεκόρ του 30%: όλα σχεδόν είχαν καλέσει τους ψηφοφόρους να απορρίψουν το ευρωσύνταγμα.
Αν δούμε το σύνολο της ψήφου διαμαρτυρίας (ακραίοι σχηματισμοί, PC, εθνικιστές της δεξιάς ή της αριστεράς, κυνηγοί), έφταναν το 2002 το 40%: φέτος στρατεύτηκαν όλα υπέρ του «όχι».
Το 55% του «όχι» στο ευρωσύνταγμα βρίσκεται σε αρμονία με την -ιστορικής σημασίας- εκλογή της 21ης Απριλίου 2002, που μέχρι σήμερα ήταν εκείνη που είχε απευθύνει το ισχυρότερο μήνυμα διαμαρτυρίας προς το σύστημα και τις πολιτικές ηγεσίες.
Σήμερα όμως, το μήνυμα επιδεινώνεται από την κοινωνική δυσαρέσκεια, που όλες οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να λάβουν υπ’ όψη τους.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μοιάζει να είναι η παράπλευρη απώλεια της διαβούλευσης: οι ψηφοφόροι μοιάζει να είχαν στο μυαλό τους την εσωτερική πολιτική κατάσταση μάλλον, παρά τα ευρωπαϊκά ζητήματα.
----
Οι Philippe Chriqui και Pierre Christian είναι συνεργάτες στην ιστοσελίδα expression-publique.com
Μετάφραση www.ppol.gr
Για πρώτη φορά στην πέμπτη δημοκρατία η Γαλλία απάντησε «όχι» σε ένα δημοψήφισμα που αφορούσε την Ευρώπη.
Το 1972, ο γαλλικός λαός είχε αποδεχτεί, με 68% την ένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΟΚ.
Το 1992, αποδέχτηκε, με ελάχιστη διαφορά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, δίνοντας 51.05% στο «ναι».
Σήμερα όμως απέρριψε μαζικά το σύνταγμα, με το 55% περίπου των εκλογέων να ψηφίζουν «όχι».
Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό που πήρε ποτέ το «όχι» σε οποιοδήποτε δημοψήφισμα κατά τη διάρκεια της πέμπτης δημοκρατίας: το προηγούμενο ρεκόρ (52.4%), στις 27 Απριλίου του 1969, στο δημοψήφισμα για τη μεταρρύθμιση της γερουσίας, είχε τα αποτελέσματα που γνωρίζουμε.
Από την άποψη της εκλογικής συμπεριφοράς των πολιτικών οικογενειών, τα αποτελέσματα στο δημοψήφισμα μοιάζουν με αντικατοπτρισμό εκείνων του 1992.
Σύμφωνα με τα πρώτα έξιτ πολ, μόνο οι ψηφοφόροι της «ένωσης για ένα λαϊκό κίνημα» (UMP) και της «ένωσης για τη γαλλική δημοκρατία» (UDF) ψήφισαν υπέρ του «ναι» (σε ποσοστά μεταξύ 75 και 80%).
Το «ναι» είναι μειοψηφία στους ψηφοφόρους του σοσιαλιστικού κόμματος (PS) (41% «ναι», 59% «όχι», το αντίστροφο δηλαδή αποτέλεσμα από το εσωκομματικό δημοψήφισμα).
Σύμφωνα με τα πρώτα δεδομένα, οι παραδοσιακά αντι-ευρωπαϊκοί πολιτικοί σχηματισμοί (η άκρα αριστερά, το κομμουνιστικό κόμμα και η άκρα αριστερά) απορρίπτουν σχεδόν ομόφωνα τη συνθήκη.
Το 1992 είχαμε μία ανάλογη, αν και αντίστροφη, κατάσταση.
Και τότε το «ναι» είχε υπερισχύσει στα κυβερνητικά κόμματα, αλλά είχε επίσης επικρατήσει στο σύνολο των ψηφοφόρων, με κάτι περισσότερο από 51% των ψήφων.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ είχε εγκριθεί από το 78% των συμπαθούντων τους σοσιαλιστές -που τότε βρίσκονταν στην εξουσία- από το 61% των οπαδών του UDF και από το 60% των οικολόγων.
Όπως συμβαίνει σήμερα με τους σοσιαλιστές, τότε οι γκολικοί του «συναγερμού για τη δημοκρατία» (RPR), είχαν διχαστεί, ψηφίζοντας «όχι» κατά 59%.
Εκτός από το τι συνέβη στις πολιτικές οικογένειες, ανάλογη ασυμετρία χαρακτηρίζει την κοινωνιολογική ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς.
Το 2005, μόνο τα ανώτερα στελέχη των επιχειρήσεων και οι διανοούμενοι ψήφισαν «ναι» (σε ποσοστό 65%, παρόμοιο με αυτό του 1992).
Οι μη-προνομιούχοι και τα λαϊκά στρώματα ψήφισαν «όχι», σε πολύ μεγαλύτερο όμως ποσοστό από ότι το 1992.
Οι εργάτες ψήφισαν «όχι» κατά 79% (18 μονάδες περισσότερο απ’ ότι το 1992), οι υπάλληλοι κατά 67% (άνοδος κατά 14 μονάδες).
Ανατροπή υπάρχει στη μεσαία τάξη, που το 1992 είχαν ψηφίσει «ναι» σε ποσοστό 62%, σήμερα όμως αρνήθηκε τη συνθήκη κατά 53%.
Η στάση της υπογραμμίζει την κοινωνική δυσαρέσκεια και το βαθμό ανησυχίας που προκαλεί μία Ευρώπη που κατηγορείται πως είναι ανίκανη να προστατεύσει τους μισθωτούς από την παγκοσμιοποίηση.
Ένα είδος αναπαραγωγής της 21ης Απριλίου 2002
Η νίκη του «όχι» προκύπτει από μία πρωτοφανή αλχημεία στην εκλογική συμπεριφορά: για πρώτη φορά η ψήφος διαμαρτυρίας συνέκλινε με την αντι-ευρωπαϊκή ψήφο, πράγμα που συνεχίζει -για να μην πούμε πως επιδεινώνει- την πολιτική κρίση που εμφανίστηκε στις 21 Απριλίου 2002.
Θα πρέπει να θυμόμαστε πως το δημοψήφισμα είναι μία έκτακτη εκλογική διαβούλευση.
Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών είχε αναδείξει την απόρριψη του πολιτικού συστήματος· οι περιφερειακές εκλογές αποδοκίμασαν, και σε μεγάλη έκταση, την κυβέρνηση, που εξακολουθεί και σήμερα να βρίσκεται στην εξουσία· τέλος, οι ευρωεκλογές του 2004 είχαν σημαδευτεί από τη μεγάλη αποχή, του 57.3%, αν κι ήταν οι πρώτες ευρωεκλογές μετά τη διεύρυνση.
Η απόρριψη του 2005, επιβεβαιώνει και διευρύνει την κρίση του πολιτικού συστήματος: στις 21 Απριλίου 2002 τα κόμματα που φιλοδοξούσαν να κυβερνήσουν είχαν λάβει μόνο 56% των έγκυρων ψηφοδελτίων, το χειρότερο αποτέλεσμά τους σε είκοσι χρόνια.
Ήταν σήμερα τα μόνα που κάλεσαν τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν «ναι».
Οι ψήφοι υπέρ των ακραίων σχηματισμών, έφταναν το 2002 το ρεκόρ του 30%: όλα σχεδόν είχαν καλέσει τους ψηφοφόρους να απορρίψουν το ευρωσύνταγμα.
Αν δούμε το σύνολο της ψήφου διαμαρτυρίας (ακραίοι σχηματισμοί, PC, εθνικιστές της δεξιάς ή της αριστεράς, κυνηγοί), έφταναν το 2002 το 40%: φέτος στρατεύτηκαν όλα υπέρ του «όχι».
Το 55% του «όχι» στο ευρωσύνταγμα βρίσκεται σε αρμονία με την -ιστορικής σημασίας- εκλογή της 21ης Απριλίου 2002, που μέχρι σήμερα ήταν εκείνη που είχε απευθύνει το ισχυρότερο μήνυμα διαμαρτυρίας προς το σύστημα και τις πολιτικές ηγεσίες.
Σήμερα όμως, το μήνυμα επιδεινώνεται από την κοινωνική δυσαρέσκεια, που όλες οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να λάβουν υπ’ όψη τους.
Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μοιάζει να είναι η παράπλευρη απώλεια της διαβούλευσης: οι ψηφοφόροι μοιάζει να είχαν στο μυαλό τους την εσωτερική πολιτική κατάσταση μάλλον, παρά τα ευρωπαϊκά ζητήματα.
----
Οι Philippe Chriqui και Pierre Christian είναι συνεργάτες στην ιστοσελίδα expression-publique.com
Μετάφραση www.ppol.gr