ΣΥΝ και Ευρώπη: Ναι, Παρών, Όχι
Γεράσιμος Γεωργάτος, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2008-05-18
Ένα Ναι, ένα Παρών και τρία Όχι περιγράφουν συνοπτικά την εξέλιξη της πολιτικής αντίληψης και της στάσης του Συνασπισμού απέναντι στην Ευρώπη και το ζωτικής σημασίας ζήτημα της ενοποίησής της. 1992: Ναι στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Μάαστριχτ)~ 1997: Παρών στο Άμστερνταμ~ 2001: Όχι στη Συνθήκη της Νίκαιας~ 2004: Όχι στην Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη (Ευρωσύνταγμα)~ 2008: Όχι στη Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισαβόνας (Ευρωσυνθήκη). Μια δεκαπενταετής πορεία η οποία, εκκινώντας από τον ευρωπαϊσμό, πέρασε στον ευρωσκεπτικισμό και εκπέμπει πλέον ευρωαρνητισμό.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, για την οποία σήμερα εντός ΣΥΝ αναπτύσσονται ενοχικά σύνδρομα και τάσεις συνολικής αμφισβήτησης, δεν περιλάμβανε μόνο το Σύμφωνο Σταθερότητας και τους όρους για τον περιορισμό του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων. Ήταν επίσης μια σοβαρή απόπειρα προώθησης της ενοποιητικής διαδικασίας με το ενιαίο νόμισμα και τη δημιουργία ενιαίου οικονομικού χώρου (ΟΝΕ) και τη θεσμική ανασυγκρότηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, με αναβάθμιση και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Στο Άμστερνταμ οι κυβερνήσεις δεσμεύτηκαν με ψήφισμά τους για την τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με στόχο μια σχεδόν ισοσκελισμένη ή πλεονασματική δημοσιονομική κατάσταση, στη δε Νίκαια επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς η θεσμική προσαρμογή της Ένωσης στην επικείμενη διεύρυνση.
Η Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη δεν αποτελούσε μόνο "συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού". Ήταν και μια σοβαρή απόπειρα θεσμικής αναπροσαρμογής της λειτουργίας της διευρυμένης με 27 πλέον μέλη Ένωσης, έναντι 15 του παρελθόντος, ήταν η Χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και πολλά άλλα. Εξαιρώντας το τρίτο κεφάλαιο, που αφορούσε τις οικονομικές λειτουργίες της Ένωσης, η Συνταγματική Συνθήκη θα μπορούσε να είναι αποδεκτή και εξαιρετικά προωθητική.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν αποτελεί μόνο "επανάληψη του νεοφιλελεύθερου ευρωσυντάγματος". Ακόμα και "ο ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός" δεν αναφέρεται ως υποχρεωτικός στόχος της Ένωσης, αλλά ως προαιρετικό μέσο για τη λειτουργία της, ενώ για τις Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Ενδιαφέροντος, η Ένωση και τα κράτη-μέλη δεσμεύονται ότι θα εξασφαλίσουν τις οικονομικές προϋποθέσεις για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Δηλαδή, η πώληση του ΟΤΕ, της ΔΕΗ ή της Ολυμπιακής, τα δομημένα ομόλογα και πολλά άλλα αποτελούν εγχώριες κυβερνητικές επιλογές, και όχι βεβαίως επιταγές της Ε.Ε., εντύπωση που συχνά πολλοί αφήνουν πλανάται. Επιπλέον, ενισχύεται ευκρινώς ο ρόλος του Ευρωκοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων, θεσμών δηλαδή που εκλέγονται δημοκρατικά από τους λαούς της Ευρώπης.
Πέρα λοιπόν από σκόπιμες(;) ευρωαρνητικές εμμονές, ποιοι είναι πραγματικά οι περιορισμοί που επιβάλλονται στις κυβερνήσεις από το Μάαστριχτ και την ΟΝΕ; Με την ΟΝΕ οι εθνικές κυβερνήσεις απώλεσαν δύο εργαλεία πολιτικής: το εθνικό νόμισμα, δηλαδή τη δυνατότητα να ασκούν συναλλαγματική πολιτική και το χρήμα, δηλαδή τη δυνατότητα να ασκούν νομισματική πολιτική και δεσμεύτηκαν σε συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους. Επομένως, μια κυβέρνηση δεν μπορεί με συναλλαγματικά τεχνάσματα, όπως η υποτίμηση, να αντιμετωπίσει έστω και προσωρινά τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα. Δεν μπορεί δηλαδή να κάνει φθηνότερα τα εγχώρια προϊόντα και ακριβότερα τα ξένα. Η μάχη της ανταγωνιστικότητας πρέπει να κερδηθεί με άλλα μέσα, δηλαδή από τις επενδύσεις και τον προσανατολισμό τους, από την ανάπτυξη της νέας οικονομίας, από τη βελτίωση των υποδομών, την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης.
Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Μάαστριχτ, 1992) εισήγαγε, εν ολίγοις, ένα πλαίσιο νομισματικής και δημοσιονομικής συνεργασίας, όμως τα συγκεκριμένα ζητήματα οικονομικής πολιτικής παρέμειναν στην αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων. Επ’ αυτού είναι χαρακτηριστική η άποψη του τότε αντιπροέδρου της ΓΣΕΕ, Δημήτρη Στρατούλη, που προειδοποιούσε για τα αδιέξοδα μιας τυχόν απορριπτικής στάσης: "Για την Ελλάδα, το πρόβλημα δεν είναι αυτοί καθεαυτοί οι στόχοι της ΟΝΕ για τη μείωση του πληθωρισμού, των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, που έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να τους είχαμε από παλιά επιτύχει, αλλά οι πολιτικές με τις οποίες θα πραγματοποιηθούν". (Ενημερωτικό Δελτίο ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Ιούνιος-Ιούλιος 1992, σελ. 122).
Το πρωτότυπο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης συντελείται συνεπώς μέσα από μια σύνθετη και αντιφατική πορεία εξαρτώμενη πάντοτε και από τη διεθνή συγκυρία και από τον συσχετισμό δυνάμεων στα κράτη-μέλη, που οδηγεί κάθε φορά σε ανάλογους συμβιβασμούς.
Τα επαναλαμβανόμενα Όχι, από μια αριστερά που θέλει να λέγεται ανανεωτική, ριζοσπαστική και εναλλακτική, δεν εκπέμπουν παρά ενισχυμένο ευρωαρνητισμό, ο οποίος δεν διαφέρει ουσιαστικά από αυτόν που εκπέμπεται, με τρόπο ανάλογο, από το ΚΚΕ.
Σε επιμέρους θέματα, όπως για το περιβάλλον, τη δημόσια διοίκηση και τη γραφειοκρατία, τα δικαιώματα, την απονομή δικαιοσύνης κλπ., σπεύδουμε ασμένως να επικαλεστούμε την Ε.Ε., προκειμένου να αναδειχθούν ελλείμματα, ανεπάρκειες, αποκλίσεις και ανακολουθίες και να καταδικαστεί η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Επί του συνολικότερου όμως, αν ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι η Ε.Ε. αποτελεί ιμπεριαλιστική δύναμη που ακολουθεί και διευκολύνει τα σχέδια του ΝΑΤΟ (1η Πανελλαδική Σύσκεψη ΣΥΡΙΖΑ, σελ. 3, παρ. 3), πόσο απέχει αυτό από το "ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο"
Αν η σημερινή Ε.Ε. κατηγορείται για την πολιτική των ανεξέλεγκτων και άκριτων ιδιωτικοποιήσεων, για την ανασφάλιστη, ευέλικτη και χαμηλά αμειβόμενη εργασία, για την αποδόμηση των ασφαλιστικών συστημάτων, κ.λπ., (1η Πανελλαδική Σύσκεψη ΣΥΡΙΖΑ, σελ. 3, παρ. 2), τότε πώς ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ζητά να φύγει η σημερινή κυβέρνηση, για να εφαρμόσει με πυρήνα τη ριζοσπαστική αριστερά ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο διεξόδου της χώρας από την κρίση, αφού άλλα επιβάλλει η συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο; Σύμφωνα με μια τέτοια λογική, δεν απαιτείται η διάλυση της ΕΕ και η αποδέσμευση της χώρας από αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο, για να εφαρμοστεί το εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο; Όμως η Εκτελεστική Επιτροπή του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), στην τελευταία συνεδρίασή της (Βρυξέλλες, 19-20 Απριλίου 2008), σωστά επισημαίνει ότι "[...] η απάντηση δεν πρέπει να είναι ούτε η παραίτηση, ούτε η οπισθοχώρηση σε αποκλειστικά εθνικά ζητήματα. Γιατί οι χώρες μόνες τους --ούτε καν οι μεγαλύτερες-- δεν είναι ικανές να επιλύσουν πολλά τρέχοντα ζητήματα και σίγουρα όχι τις προκλήσεις του μέλλοντος". Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για την κατάσταση στην οποία θα περιέρχονταν οι εργαζόμενοι και η χώρα μας με τη φρενίτιδα της σημερινής οικονομικής και επισιτιστικής κρίσης, χωρίς την ευρωπαϊκή προστατευτική ασπίδα.
Και βέβαια ο αύξων ευρωαρνητισμός και της δικής μας Αριστεράς δεν καλύπτεται με δηλώσεις ρουτίνας του τύπου "το κόμμα μας είναι σταθερά προσανατολισμένο στην υπόθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης", ούτε ότι "η Ευρώπη χρειάζεται ένα άλλο, διαφορετικό σύνταγμα" στο οποίο η Αριστερά θα συναινέσει όταν κάποτε αλλάξουν συνολικά οι συσχετισμοί σε όλα τα κράτη-μέλη και κάτι τέτοιο γίνει εφικτό. Πόσο απέχει αυτή η λογική από την αντίληψη ότι "όταν εγκαθιδρυθεί ο σοσιαλισμός θα λυθούν όλα τα προβλήματα"
Αντί λοιπόν για τον εύκολο δρόμο του καταγγελτισμού, του συνθηματολογικού λαϊκισμού και του στείρου ευρωαρνητισμού ως ελάχιστου κοινού τόπου συνάντησης επιμέρους συνιστωσών και φορέων της αριστεράς και εν όψει ευρωεκλογών, οφείλουμε να ανοίξουμε σοβαρά και με επιχειρήματα τον διάλογο για την Ευρώπη στον ΣΥΝ, στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κοινωνία, ώστε να διαπιστωθούν πραγματικές και προωθητικές προγραμματικές συγκλίσεις και να συγκροτηθούν ουσιαστικές συμμαχίες, αν θέλουμε όντως να είμαστε μια εναλλακτική δύναμη προοπτικής~ αλλιώς ελλοχεύει αυξημένος ο κίνδυνος, "η δοκιμή" να αποτύχει.
|Ο Γεράσιμος Γεωργάτος είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ|
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, για την οποία σήμερα εντός ΣΥΝ αναπτύσσονται ενοχικά σύνδρομα και τάσεις συνολικής αμφισβήτησης, δεν περιλάμβανε μόνο το Σύμφωνο Σταθερότητας και τους όρους για τον περιορισμό του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων. Ήταν επίσης μια σοβαρή απόπειρα προώθησης της ενοποιητικής διαδικασίας με το ενιαίο νόμισμα και τη δημιουργία ενιαίου οικονομικού χώρου (ΟΝΕ) και τη θεσμική ανασυγκρότηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, με αναβάθμιση και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Στο Άμστερνταμ οι κυβερνήσεις δεσμεύτηκαν με ψήφισμά τους για την τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, με στόχο μια σχεδόν ισοσκελισμένη ή πλεονασματική δημοσιονομική κατάσταση, στη δε Νίκαια επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς η θεσμική προσαρμογή της Ένωσης στην επικείμενη διεύρυνση.
Η Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη δεν αποτελούσε μόνο "συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού". Ήταν και μια σοβαρή απόπειρα θεσμικής αναπροσαρμογής της λειτουργίας της διευρυμένης με 27 πλέον μέλη Ένωσης, έναντι 15 του παρελθόντος, ήταν η Χάρτα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και πολλά άλλα. Εξαιρώντας το τρίτο κεφάλαιο, που αφορούσε τις οικονομικές λειτουργίες της Ένωσης, η Συνταγματική Συνθήκη θα μπορούσε να είναι αποδεκτή και εξαιρετικά προωθητική.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν αποτελεί μόνο "επανάληψη του νεοφιλελεύθερου ευρωσυντάγματος". Ακόμα και "ο ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός" δεν αναφέρεται ως υποχρεωτικός στόχος της Ένωσης, αλλά ως προαιρετικό μέσο για τη λειτουργία της, ενώ για τις Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Ενδιαφέροντος, η Ένωση και τα κράτη-μέλη δεσμεύονται ότι θα εξασφαλίσουν τις οικονομικές προϋποθέσεις για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Δηλαδή, η πώληση του ΟΤΕ, της ΔΕΗ ή της Ολυμπιακής, τα δομημένα ομόλογα και πολλά άλλα αποτελούν εγχώριες κυβερνητικές επιλογές, και όχι βεβαίως επιταγές της Ε.Ε., εντύπωση που συχνά πολλοί αφήνουν πλανάται. Επιπλέον, ενισχύεται ευκρινώς ο ρόλος του Ευρωκοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων, θεσμών δηλαδή που εκλέγονται δημοκρατικά από τους λαούς της Ευρώπης.
Πέρα λοιπόν από σκόπιμες(;) ευρωαρνητικές εμμονές, ποιοι είναι πραγματικά οι περιορισμοί που επιβάλλονται στις κυβερνήσεις από το Μάαστριχτ και την ΟΝΕ; Με την ΟΝΕ οι εθνικές κυβερνήσεις απώλεσαν δύο εργαλεία πολιτικής: το εθνικό νόμισμα, δηλαδή τη δυνατότητα να ασκούν συναλλαγματική πολιτική και το χρήμα, δηλαδή τη δυνατότητα να ασκούν νομισματική πολιτική και δεσμεύτηκαν σε συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους. Επομένως, μια κυβέρνηση δεν μπορεί με συναλλαγματικά τεχνάσματα, όπως η υποτίμηση, να αντιμετωπίσει έστω και προσωρινά τη μειωμένη ανταγωνιστικότητα. Δεν μπορεί δηλαδή να κάνει φθηνότερα τα εγχώρια προϊόντα και ακριβότερα τα ξένα. Η μάχη της ανταγωνιστικότητας πρέπει να κερδηθεί με άλλα μέσα, δηλαδή από τις επενδύσεις και τον προσανατολισμό τους, από την ανάπτυξη της νέας οικονομίας, από τη βελτίωση των υποδομών, την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης.
Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Μάαστριχτ, 1992) εισήγαγε, εν ολίγοις, ένα πλαίσιο νομισματικής και δημοσιονομικής συνεργασίας, όμως τα συγκεκριμένα ζητήματα οικονομικής πολιτικής παρέμειναν στην αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων. Επ’ αυτού είναι χαρακτηριστική η άποψη του τότε αντιπροέδρου της ΓΣΕΕ, Δημήτρη Στρατούλη, που προειδοποιούσε για τα αδιέξοδα μιας τυχόν απορριπτικής στάσης: "Για την Ελλάδα, το πρόβλημα δεν είναι αυτοί καθεαυτοί οι στόχοι της ΟΝΕ για τη μείωση του πληθωρισμού, των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους, που έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να τους είχαμε από παλιά επιτύχει, αλλά οι πολιτικές με τις οποίες θα πραγματοποιηθούν". (Ενημερωτικό Δελτίο ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Ιούνιος-Ιούλιος 1992, σελ. 122).
Το πρωτότυπο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης συντελείται συνεπώς μέσα από μια σύνθετη και αντιφατική πορεία εξαρτώμενη πάντοτε και από τη διεθνή συγκυρία και από τον συσχετισμό δυνάμεων στα κράτη-μέλη, που οδηγεί κάθε φορά σε ανάλογους συμβιβασμούς.
Τα επαναλαμβανόμενα Όχι, από μια αριστερά που θέλει να λέγεται ανανεωτική, ριζοσπαστική και εναλλακτική, δεν εκπέμπουν παρά ενισχυμένο ευρωαρνητισμό, ο οποίος δεν διαφέρει ουσιαστικά από αυτόν που εκπέμπεται, με τρόπο ανάλογο, από το ΚΚΕ.
Σε επιμέρους θέματα, όπως για το περιβάλλον, τη δημόσια διοίκηση και τη γραφειοκρατία, τα δικαιώματα, την απονομή δικαιοσύνης κλπ., σπεύδουμε ασμένως να επικαλεστούμε την Ε.Ε., προκειμένου να αναδειχθούν ελλείμματα, ανεπάρκειες, αποκλίσεις και ανακολουθίες και να καταδικαστεί η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Επί του συνολικότερου όμως, αν ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι η Ε.Ε. αποτελεί ιμπεριαλιστική δύναμη που ακολουθεί και διευκολύνει τα σχέδια του ΝΑΤΟ (1η Πανελλαδική Σύσκεψη ΣΥΡΙΖΑ, σελ. 3, παρ. 3), πόσο απέχει αυτό από το "ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο"
Αν η σημερινή Ε.Ε. κατηγορείται για την πολιτική των ανεξέλεγκτων και άκριτων ιδιωτικοποιήσεων, για την ανασφάλιστη, ευέλικτη και χαμηλά αμειβόμενη εργασία, για την αποδόμηση των ασφαλιστικών συστημάτων, κ.λπ., (1η Πανελλαδική Σύσκεψη ΣΥΡΙΖΑ, σελ. 3, παρ. 2), τότε πώς ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ζητά να φύγει η σημερινή κυβέρνηση, για να εφαρμόσει με πυρήνα τη ριζοσπαστική αριστερά ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο διεξόδου της χώρας από την κρίση, αφού άλλα επιβάλλει η συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο; Σύμφωνα με μια τέτοια λογική, δεν απαιτείται η διάλυση της ΕΕ και η αποδέσμευση της χώρας από αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο, για να εφαρμοστεί το εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο; Όμως η Εκτελεστική Επιτροπή του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), στην τελευταία συνεδρίασή της (Βρυξέλλες, 19-20 Απριλίου 2008), σωστά επισημαίνει ότι "[...] η απάντηση δεν πρέπει να είναι ούτε η παραίτηση, ούτε η οπισθοχώρηση σε αποκλειστικά εθνικά ζητήματα. Γιατί οι χώρες μόνες τους --ούτε καν οι μεγαλύτερες-- δεν είναι ικανές να επιλύσουν πολλά τρέχοντα ζητήματα και σίγουρα όχι τις προκλήσεις του μέλλοντος". Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για την κατάσταση στην οποία θα περιέρχονταν οι εργαζόμενοι και η χώρα μας με τη φρενίτιδα της σημερινής οικονομικής και επισιτιστικής κρίσης, χωρίς την ευρωπαϊκή προστατευτική ασπίδα.
Και βέβαια ο αύξων ευρωαρνητισμός και της δικής μας Αριστεράς δεν καλύπτεται με δηλώσεις ρουτίνας του τύπου "το κόμμα μας είναι σταθερά προσανατολισμένο στην υπόθεση της ευρωπαϊκής ενοποίησης", ούτε ότι "η Ευρώπη χρειάζεται ένα άλλο, διαφορετικό σύνταγμα" στο οποίο η Αριστερά θα συναινέσει όταν κάποτε αλλάξουν συνολικά οι συσχετισμοί σε όλα τα κράτη-μέλη και κάτι τέτοιο γίνει εφικτό. Πόσο απέχει αυτή η λογική από την αντίληψη ότι "όταν εγκαθιδρυθεί ο σοσιαλισμός θα λυθούν όλα τα προβλήματα"
Αντί λοιπόν για τον εύκολο δρόμο του καταγγελτισμού, του συνθηματολογικού λαϊκισμού και του στείρου ευρωαρνητισμού ως ελάχιστου κοινού τόπου συνάντησης επιμέρους συνιστωσών και φορέων της αριστεράς και εν όψει ευρωεκλογών, οφείλουμε να ανοίξουμε σοβαρά και με επιχειρήματα τον διάλογο για την Ευρώπη στον ΣΥΝ, στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κοινωνία, ώστε να διαπιστωθούν πραγματικές και προωθητικές προγραμματικές συγκλίσεις και να συγκροτηθούν ουσιαστικές συμμαχίες, αν θέλουμε όντως να είμαστε μια εναλλακτική δύναμη προοπτικής~ αλλιώς ελλοχεύει αυξημένος ο κίνδυνος, "η δοκιμή" να αποτύχει.
|Ο Γεράσιμος Γεωργάτος είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ|