Ενωμένη Ευρώπη: Και τώρα τι κάνουμε;
Δημήτρης Λουκάς, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2005-06-19
Είναι λίαν πιθανό ότι η 29η Μαϊου 2005 δεν πρόκειται να καταγραφεί στην ιστορία ως η αντίστοιχη 29η Μαΐου 1453 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ποιος όμως εγγυάται ότι μετά από αυτή την ανακοπή η δύστοκη ευρωπαϊκή ενοποίηση θα αποκτήσει τώρα μεγαλύτερη ορμή; Δεν την εγγυάται πάντως η ιστορική παρακαταθήκη των όσων μεσολάβησαν από την πρώτη προσπάθεια ενοποίησης του ευρωπαϊκού χώρου που επιχειρήθηκε από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Και έχουν παρέλθει πολλοί αιώνες από τότε. Ελπίζω ότι τα δύο "όχι", της γαλλικής και ολλανδικής κοινωνίας, θα αποτελέσουν καταλύτες αναδιάταξης των πολιτικών δυνάμεων στον ευρωπαϊκό χώρο. Προς το παρόν, οι υπέρμαχοι του αριστερού "όχι", στερούμενοι πολιτικού σχεδίου και στρατηγικής συμμαχιών, παρακολουθούν μαζί μας τις ΗΠΑ να θριαμβολογούν, τον Μπολκεστάιν να διακηρύττει τη δικαίωσή του, τον Ντομινίκ ντε Βιλπέν να προσπαθεί να κατευνάσει το ξενοφοβικό "όχι" με μέτρα κατά της μετανάστευσης, την Κίνα με τη μεγαθυμία του ισχυρού να κατανοεί τα προστατευτικά μέτρα για την, μη βιώσιμη πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο, ευρωπαϊκή κλωστοϋφαντουργία. Έπονται σε λίγο οι τεχνολογίες, πληροφορικής, αεροδιαστημικής, βιο-ιατρικής, ηλεκτρονικής, πεδία που μέχρι πρότινος οι δυτικές κοινωνίες είχαν την αποκλειστικότητα. Το "όχι" απαντά σε αυτή τη δυναμική με την παραπομπή της γενναίας αύξησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού στις καλένδες. Και τούτο μέσα στην ευφορία δικαίωσης του αγγλοσαξωνικού άξονα. Λιγότεροι πόροι για προγράμματα επενδύσεων, έρευνας και ανάπτυξης, λιγότεροι πόροι για τη μείωση κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Ο νεοφιλελευθερισμός σε όλο του το μεγαλείο.
Πώς όμως θα οικοδομήσουμε μια ενιαία και αποτελεσματική στρατηγική πολιτικής παρέμβασης των δυνάμεων του κριτικού "όχι" και του κριτικού "ναι" στο χώρο της αριστεράς; Πρώτα απ’ όλα οφείλουμε να συνεννοηθούμε. Το πολιτικό όραμα για μια κοινωνική Ευρώπη ηττήθηκε στα μέσα της παρελθούσας δεκαετίας. Και ηττήθηκε κάτω από τον εκκωφαντικό θόρυβο της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού και της προσπάθειας να οικοδομηθεί μια κοινωνία χωρίς οικονομία της αγοράς. Όσοι λοιπόν διέσχισαν έναν απέραντο ωκεανό ιστορικής αποτυχίας χωρίς να διδαχτούν το παραμικρό οφείλουν να είναι προσεκτικοί. Διότι είναι διαφορετικό πράγμα η αγωνία για την οικοδόμηση μιας πιο κοινωνικής Ευρώπης από την εμμονή να αποδείξεις ότι αφού απέτυχε το δικό σου εγχείρημα κανείς άλλος δεν μπορεί να οικοδομήσει κάτι αντίστοιχο. Και για να είμαι πιο σαφής, με χωρίζει χάσμα πολιτικό τεράστιο από όσους, συμπαθείς και σεβαστοί ως προσωπικότητες, επιφυλάσσουν θέση στρατηγικού συνομιλητή σε ένα κόμμα, όπως το ΚΚΕ, το οποίο καλεί τους λαούς να δώσουν ισχυρά χτυπήματα "στο οικοδόμημα της Ε.Ε., μέχρι να γκρεμιστεί".
Οφείλουμε να προσδιορίσουμε τα όρια των αποδεκτών συμβιβασμών προκειμένου να διατηρήσουμε ανοικτή την προοπτική διαμόρφωσης ενιαίου πολιτικού ευρωπαϊκού χώρου, με ισχυρό κράτος πρόνοιας και κοινωνική οικονομία της αγοράς. Εκτιμώ ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, πέρα από αυτόν του αυξημένου πολιτικού βολονταρισμού, σε μια ήπειρο με τέτοια πολλαπλότητα, συγκρούσεων, γλωσσών, ιστοριών, νοοτροπιών, παιδείας, επιπέδων ανάπτυξης, δημοσιονομικών συστημάτων και μέχρι πρότινος νομισμάτων. Η νέα σύνθεση μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, μέσω επίπονων συνθέσεων και σταδιακής υπέρβασης των εθνικών κρατών. Στην κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαμε χοντρικά να προσδιορίσουμε τρεις κύριους άξονες δράσης για την προσεχή δεκαετία:
1. Παγιοποίηση του χώρου ειρήνης στην Ευρώπη, με ιδιαίτερη έμφαση στην επίλυση των προβλημάτων της Βαλκανικής χερσονήσου.
2. Ενιαία δημοσιονομική πολιτική, με κύριο στόχο την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ευρωπαίων πολιτών και μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων με σύγκλιση προς τα άνω.
3. Ανάδειξη της πολυπολιτισμικής προσωπικότητας της Ευρώπης και του πλούτου των εθνικών και τοπικών παραδόσεων που τη συνθέτουν.
Η πρόσφατη εμπειρία έδειξε ότι η δυνατότητα συμφωνιών στο πλέγμα προβλημάτων που συνθέτουν την πρώτη ενότητα είναι μικρή. Η μαζική ένταξη των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ δημιουργεί σοβαρά προβλήματα κοινωνικού και οικονομικού συντονισμού, σε ένα χώρο με νηπιακή ακόμα πολιτική ενοποίηση. Ποιος μπορούσε όμως να αναλάβει το ρίσκο περιθωριοποίησης αυτών των χωρών όταν οι γειτονιές τους, και όχι πάντα με την ευθύνη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, φλέγονταν; Πώς θα συνεννοηθούμε για την επίλυση του Κυπριακού όταν οι υπέρμαχοι του "όχι" στο νησί δεν μας εξηγούν τι ακριβώς θέλουν; Διότι αν πρόκειται για το αίτημα πλήρους αποστρατικοποίησης του νησιού και αναδιαρθρώσεως του διοικητικού σχήματος, προκειμένου να καταστεί συμβατό με κράτος μέλος της Ε.Ε., κανείς εχέφρων άνθρωπος στον κόσμο δεν θα αρνηθεί το δίκαιο του αιτήματος. Αν όμως πρόκειται για την κρυφή ελπίδα να ρίξουμε τους Τουρκοκύπριους στη θάλασσα ή να τους καταστήσουμε οιονεί οικονομικούς σκλάβους, τότε θα βρούμε πολλούς, και πρώην συμμάχους, απέναντι μας. Πώς θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου και της μεγάλης Αλβανίας έξω από το πλαίσιο μιας ενιαίας Ευρώπης; Και, βεβαίως, για να γίνει αυτό απαιτείται κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική, χρειαζόμαστε ευρωπαϊκό στρατό. Πολύ φοβάμαι ότι δύσκολα θα συνεννοηθούμε με όλους αυτούς που διύλιζαν το κείμενο της Συνθήκης Ευρωπαϊκού Συντάγματος προκειμένου να αποδείξουν ότι η Ευρώπη παραδόθηκε ηθελημένα, θεσμοθετημένα και σιδηροδέσμια στον υπερατλαντικό σύμμαχο. Την προσεχή φορά που δεν θα υπάρχουν τέτοιες αναφορές θα καταψηφίσουν το κείμενο γιατί θεσπίζει αυτόνομο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό στρατό και πάει λέγοντας…
Ας μιλήσουμε όμως για το νεοφιλελευθερισμό. Ποιος αρνείται ότι ένα σημαντικό τμήμα του γαλλικού "όχι" είναι έκφραση της αγωνίας αυτών που δεν έχουν εργασία και αυτών που βλέπουν συνεχώς μειούμενη την αγοραστική τους δύναμη; Τεχνηέντως αλλά συστηματικά ένα τμήμα του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ενίσχυσε τα φοβικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων και άφησε να γιγαντωθεί ο μπαμπούλας του Πολωνού υδραυλικού. Εάν μιλούσαν για τις αναγκαίες πολιτικές ενίσχυσης της εργασίας στην Ευρώπη, για τα τεράστια προβλήματα των ασφαλιστικών συστημάτων, για τις περιφερειακές πολιτικές και όλα τα συναφή, θα τους κατανοούσα. Αλλά τότε όφειλαν να μιλήσουν και για τις απαραίτητες συμμαχίες και να μας εξηγήσουν γιατί τότε που οι ίδιοι (μην ξεχνάμε ότι ο Λοράν Φαμπιούς υπήρξε ο αρχιτέκτονας του Μάαστριχτ) πλειοψηφούσαν στη Ευρώπη άφησαν το όραμα του Ζακ Ντελόρ για μια κοινωνική Ευρώπη να καταρρεύσει.
Σοβαρή κρίση διέρχεται και η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας αριστερά. Την κρίση του κοινωνικού κράτους και των δυνάμεων της εργασίας δεν την καρπώνεται η αριστερά ως διεύρυνση του κύκλου εμπιστοσύνης των πολιτών. Ο λόγος είναι απλός, αυτή η αριστερά υφίσταται ως δύναμη διαμαρτυρίας και όχι ως εν δυνάμει διευθυντικός και μεταρρυθμιστικός παράγοντας της κοινωνίας. Δεν υπάρχει όμως λόγος ύπαρξης πολιτικού κόμματος όταν δεν στοχεύει στην εξουσία. Ισχυρίζομαι ότι η αριστερά έχασε τον πολιτικό της λόγο γιατί νιώθει αδύναμη να αναμετρηθεί με τα προβλήματα της αγοράς. Και εννοώ την αδυναμία της να προτείνει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πολιτικής διεύθυνσης και μεταρρυθμίσεων που να επανατοποθετεί την αγορά από τη θέση της επικυριαρχίας στη θέση ενός από τους πολλούς παράγοντες που συνθέτουν μια κοινωνία. Επί της ουσίας πρόκειται για μια βαθύτατη φιλοσοφική διαφορά ανάμεσα στη μεταρρυθμιστική αριστερά, στην οποία εντάσσω προφανώς και τη σοσιαλδημοκρατία, και την αριστερά των ρήξεων. Ζούμε σε εποχή ενός νέου καταμερισμού εργασίας. Η γνώση, ως στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας, διαχέεται σε ένα πλήθος επαγγελμάτων, ενώ νέες οικονομικές δυνάμεις αναδεικνύονται στο προσκήνιο απειλώντας τις παλιές ισορροπίες. Η μεταρρυθμιστική αριστερά έχει ένα πολύ δύσκολο έργο, αλλά και τη δυνατότητα να καθορίσει σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις. Η αριστερά των ρήξεων έχει την πολυτέλεια της εξασφάλισης ενός περιθωριακού χώρου, μια που καμιά κοινωνία δεν είναι τέλεια και πάντα θα υπάρχει χώρος για κριτική, και πέραν αυτού ουδέν.
Είναι χαρακτηριστικά δύο πρόσφατα παραδείγματα από τον ελληνικό χώρο. Για έναν προσεκτικό παρατηρητή, το κύριο ζήτημα που ανέδειξε η συμφωνία εθελουσίας εξόδου στον ΟΤΕ είναι τα όρια λειτουργίας ενός προτύπου οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος που αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Το δεύτερο αφορά το κρουστικό τμήμα της ομιλίας του προέδρου του ΣΥΝ, για τις πολιτικές του ΣΕΒ, στη Βουλή, κατά τη συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης. Έξω από τη Βουλή όμως το σύνολο σχεδόν των πολιτικών και συνδικαλιστικών στελεχών του ΣΥΝ αντιτίθεται σθεναρά στην, όποιας μορφής, αξιολόγηση των ΑΕΙ γιατί τα παραδίδει στο έλεος της αγοράς. Πιστεύω ότι αυτό είναι σύμπτωμα της απώλειας επαφής με μια πλούσια παράδοση που είχε η αριστερά στον τομέα της διασύνδεσης εκπαίδευσης - έρευνας με την παραγωγή. Το πρόβλημα δεν είναι η αξιολόγηση αλλά το περιεχόμενό της και οι δράσεις που την ακολουθούν. Αν και αυτό το έχουμε εξηγήσει, και στα όργανα του ΣΥΝ και από της στήλες της Αυγής, μεταφέροντας την εμπειρία του ερευνητικού συστήματος της χώρας που αξιολογείται συστηματικά την τελευταία δεκαετία, ο ΣΥΝ προτιμά να χαρίζει τις εντυπώσεις στη Νέα Δημοκρατία. Και τούτο διότι πέραν της ενίσχυσης των πολιτικών έρευνας και ανάπτυξης, η μόνη εναλλακτική λύση είναι η επιστροφή στα χωριά μας. Και δεν αστειεύομαι καθόλου λέγοντας ότι αυτό είναι μια λύση, αρκεί να πετάξουμε τα κινητά, τους υπολογιστές, τις τηλεοράσεις, τα αυτοκίνητα, τα κλιματιστικά και όλα όσα χαρακτηρίζουν τον τεχνολογικό πολιτισμό. Αλλιώς οφείλουμε να αναμετρηθούμε, όσο κι αν δεν μας αρέσει, με το τρίπτυχο ανάπτυξη, απασχόληση, ανταγωνισμός.
Εν κατακλείδι, η Συνθήκη Ευρωπαϊκού Συντάγματος έθεσε επί τάπητος όλο το πλέγμα προβλημάτων ενοποίησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και σε κίνηση το σύνολο των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεών του. Επ’ αυτών των προβλημάτων θα αναμετρηθούμε και πάνω σε αυτά θα γίνουν οι νέες συνθέσεις. Κανείς δεν αποκλείεται και κανείς δεν είναι δεδομένος. Παλιούς φίλους θα χάσουμε και νέους θα συναντήσουμε. Σημασία έχει να πάμε τα πράγματα λιγάκι πιο μπροστά από εκεί που τα βρήκαμε. Σήμερα δυστυχώς είμαστε λιγάκι πιο πίσω από την 29η Μαϊου 2005.
Ο Δημήτρης Λουκάς είναι ερευνητής στον Δημόκριτο
Πώς όμως θα οικοδομήσουμε μια ενιαία και αποτελεσματική στρατηγική πολιτικής παρέμβασης των δυνάμεων του κριτικού "όχι" και του κριτικού "ναι" στο χώρο της αριστεράς; Πρώτα απ’ όλα οφείλουμε να συνεννοηθούμε. Το πολιτικό όραμα για μια κοινωνική Ευρώπη ηττήθηκε στα μέσα της παρελθούσας δεκαετίας. Και ηττήθηκε κάτω από τον εκκωφαντικό θόρυβο της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού και της προσπάθειας να οικοδομηθεί μια κοινωνία χωρίς οικονομία της αγοράς. Όσοι λοιπόν διέσχισαν έναν απέραντο ωκεανό ιστορικής αποτυχίας χωρίς να διδαχτούν το παραμικρό οφείλουν να είναι προσεκτικοί. Διότι είναι διαφορετικό πράγμα η αγωνία για την οικοδόμηση μιας πιο κοινωνικής Ευρώπης από την εμμονή να αποδείξεις ότι αφού απέτυχε το δικό σου εγχείρημα κανείς άλλος δεν μπορεί να οικοδομήσει κάτι αντίστοιχο. Και για να είμαι πιο σαφής, με χωρίζει χάσμα πολιτικό τεράστιο από όσους, συμπαθείς και σεβαστοί ως προσωπικότητες, επιφυλάσσουν θέση στρατηγικού συνομιλητή σε ένα κόμμα, όπως το ΚΚΕ, το οποίο καλεί τους λαούς να δώσουν ισχυρά χτυπήματα "στο οικοδόμημα της Ε.Ε., μέχρι να γκρεμιστεί".
Οφείλουμε να προσδιορίσουμε τα όρια των αποδεκτών συμβιβασμών προκειμένου να διατηρήσουμε ανοικτή την προοπτική διαμόρφωσης ενιαίου πολιτικού ευρωπαϊκού χώρου, με ισχυρό κράτος πρόνοιας και κοινωνική οικονομία της αγοράς. Εκτιμώ ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, πέρα από αυτόν του αυξημένου πολιτικού βολονταρισμού, σε μια ήπειρο με τέτοια πολλαπλότητα, συγκρούσεων, γλωσσών, ιστοριών, νοοτροπιών, παιδείας, επιπέδων ανάπτυξης, δημοσιονομικών συστημάτων και μέχρι πρότινος νομισμάτων. Η νέα σύνθεση μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, μέσω επίπονων συνθέσεων και σταδιακής υπέρβασης των εθνικών κρατών. Στην κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαμε χοντρικά να προσδιορίσουμε τρεις κύριους άξονες δράσης για την προσεχή δεκαετία:
1. Παγιοποίηση του χώρου ειρήνης στην Ευρώπη, με ιδιαίτερη έμφαση στην επίλυση των προβλημάτων της Βαλκανικής χερσονήσου.
2. Ενιαία δημοσιονομική πολιτική, με κύριο στόχο την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ευρωπαίων πολιτών και μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων με σύγκλιση προς τα άνω.
3. Ανάδειξη της πολυπολιτισμικής προσωπικότητας της Ευρώπης και του πλούτου των εθνικών και τοπικών παραδόσεων που τη συνθέτουν.
Η πρόσφατη εμπειρία έδειξε ότι η δυνατότητα συμφωνιών στο πλέγμα προβλημάτων που συνθέτουν την πρώτη ενότητα είναι μικρή. Η μαζική ένταξη των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ δημιουργεί σοβαρά προβλήματα κοινωνικού και οικονομικού συντονισμού, σε ένα χώρο με νηπιακή ακόμα πολιτική ενοποίηση. Ποιος μπορούσε όμως να αναλάβει το ρίσκο περιθωριοποίησης αυτών των χωρών όταν οι γειτονιές τους, και όχι πάντα με την ευθύνη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, φλέγονταν; Πώς θα συνεννοηθούμε για την επίλυση του Κυπριακού όταν οι υπέρμαχοι του "όχι" στο νησί δεν μας εξηγούν τι ακριβώς θέλουν; Διότι αν πρόκειται για το αίτημα πλήρους αποστρατικοποίησης του νησιού και αναδιαρθρώσεως του διοικητικού σχήματος, προκειμένου να καταστεί συμβατό με κράτος μέλος της Ε.Ε., κανείς εχέφρων άνθρωπος στον κόσμο δεν θα αρνηθεί το δίκαιο του αιτήματος. Αν όμως πρόκειται για την κρυφή ελπίδα να ρίξουμε τους Τουρκοκύπριους στη θάλασσα ή να τους καταστήσουμε οιονεί οικονομικούς σκλάβους, τότε θα βρούμε πολλούς, και πρώην συμμάχους, απέναντι μας. Πώς θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου και της μεγάλης Αλβανίας έξω από το πλαίσιο μιας ενιαίας Ευρώπης; Και, βεβαίως, για να γίνει αυτό απαιτείται κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική, χρειαζόμαστε ευρωπαϊκό στρατό. Πολύ φοβάμαι ότι δύσκολα θα συνεννοηθούμε με όλους αυτούς που διύλιζαν το κείμενο της Συνθήκης Ευρωπαϊκού Συντάγματος προκειμένου να αποδείξουν ότι η Ευρώπη παραδόθηκε ηθελημένα, θεσμοθετημένα και σιδηροδέσμια στον υπερατλαντικό σύμμαχο. Την προσεχή φορά που δεν θα υπάρχουν τέτοιες αναφορές θα καταψηφίσουν το κείμενο γιατί θεσπίζει αυτόνομο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό στρατό και πάει λέγοντας…
Ας μιλήσουμε όμως για το νεοφιλελευθερισμό. Ποιος αρνείται ότι ένα σημαντικό τμήμα του γαλλικού "όχι" είναι έκφραση της αγωνίας αυτών που δεν έχουν εργασία και αυτών που βλέπουν συνεχώς μειούμενη την αγοραστική τους δύναμη; Τεχνηέντως αλλά συστηματικά ένα τμήμα του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ενίσχυσε τα φοβικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων και άφησε να γιγαντωθεί ο μπαμπούλας του Πολωνού υδραυλικού. Εάν μιλούσαν για τις αναγκαίες πολιτικές ενίσχυσης της εργασίας στην Ευρώπη, για τα τεράστια προβλήματα των ασφαλιστικών συστημάτων, για τις περιφερειακές πολιτικές και όλα τα συναφή, θα τους κατανοούσα. Αλλά τότε όφειλαν να μιλήσουν και για τις απαραίτητες συμμαχίες και να μας εξηγήσουν γιατί τότε που οι ίδιοι (μην ξεχνάμε ότι ο Λοράν Φαμπιούς υπήρξε ο αρχιτέκτονας του Μάαστριχτ) πλειοψηφούσαν στη Ευρώπη άφησαν το όραμα του Ζακ Ντελόρ για μια κοινωνική Ευρώπη να καταρρεύσει.
Σοβαρή κρίση διέρχεται και η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας αριστερά. Την κρίση του κοινωνικού κράτους και των δυνάμεων της εργασίας δεν την καρπώνεται η αριστερά ως διεύρυνση του κύκλου εμπιστοσύνης των πολιτών. Ο λόγος είναι απλός, αυτή η αριστερά υφίσταται ως δύναμη διαμαρτυρίας και όχι ως εν δυνάμει διευθυντικός και μεταρρυθμιστικός παράγοντας της κοινωνίας. Δεν υπάρχει όμως λόγος ύπαρξης πολιτικού κόμματος όταν δεν στοχεύει στην εξουσία. Ισχυρίζομαι ότι η αριστερά έχασε τον πολιτικό της λόγο γιατί νιώθει αδύναμη να αναμετρηθεί με τα προβλήματα της αγοράς. Και εννοώ την αδυναμία της να προτείνει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πολιτικής διεύθυνσης και μεταρρυθμίσεων που να επανατοποθετεί την αγορά από τη θέση της επικυριαρχίας στη θέση ενός από τους πολλούς παράγοντες που συνθέτουν μια κοινωνία. Επί της ουσίας πρόκειται για μια βαθύτατη φιλοσοφική διαφορά ανάμεσα στη μεταρρυθμιστική αριστερά, στην οποία εντάσσω προφανώς και τη σοσιαλδημοκρατία, και την αριστερά των ρήξεων. Ζούμε σε εποχή ενός νέου καταμερισμού εργασίας. Η γνώση, ως στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας, διαχέεται σε ένα πλήθος επαγγελμάτων, ενώ νέες οικονομικές δυνάμεις αναδεικνύονται στο προσκήνιο απειλώντας τις παλιές ισορροπίες. Η μεταρρυθμιστική αριστερά έχει ένα πολύ δύσκολο έργο, αλλά και τη δυνατότητα να καθορίσει σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις. Η αριστερά των ρήξεων έχει την πολυτέλεια της εξασφάλισης ενός περιθωριακού χώρου, μια που καμιά κοινωνία δεν είναι τέλεια και πάντα θα υπάρχει χώρος για κριτική, και πέραν αυτού ουδέν.
Είναι χαρακτηριστικά δύο πρόσφατα παραδείγματα από τον ελληνικό χώρο. Για έναν προσεκτικό παρατηρητή, το κύριο ζήτημα που ανέδειξε η συμφωνία εθελουσίας εξόδου στον ΟΤΕ είναι τα όρια λειτουργίας ενός προτύπου οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος που αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Το δεύτερο αφορά το κρουστικό τμήμα της ομιλίας του προέδρου του ΣΥΝ, για τις πολιτικές του ΣΕΒ, στη Βουλή, κατά τη συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης. Έξω από τη Βουλή όμως το σύνολο σχεδόν των πολιτικών και συνδικαλιστικών στελεχών του ΣΥΝ αντιτίθεται σθεναρά στην, όποιας μορφής, αξιολόγηση των ΑΕΙ γιατί τα παραδίδει στο έλεος της αγοράς. Πιστεύω ότι αυτό είναι σύμπτωμα της απώλειας επαφής με μια πλούσια παράδοση που είχε η αριστερά στον τομέα της διασύνδεσης εκπαίδευσης - έρευνας με την παραγωγή. Το πρόβλημα δεν είναι η αξιολόγηση αλλά το περιεχόμενό της και οι δράσεις που την ακολουθούν. Αν και αυτό το έχουμε εξηγήσει, και στα όργανα του ΣΥΝ και από της στήλες της Αυγής, μεταφέροντας την εμπειρία του ερευνητικού συστήματος της χώρας που αξιολογείται συστηματικά την τελευταία δεκαετία, ο ΣΥΝ προτιμά να χαρίζει τις εντυπώσεις στη Νέα Δημοκρατία. Και τούτο διότι πέραν της ενίσχυσης των πολιτικών έρευνας και ανάπτυξης, η μόνη εναλλακτική λύση είναι η επιστροφή στα χωριά μας. Και δεν αστειεύομαι καθόλου λέγοντας ότι αυτό είναι μια λύση, αρκεί να πετάξουμε τα κινητά, τους υπολογιστές, τις τηλεοράσεις, τα αυτοκίνητα, τα κλιματιστικά και όλα όσα χαρακτηρίζουν τον τεχνολογικό πολιτισμό. Αλλιώς οφείλουμε να αναμετρηθούμε, όσο κι αν δεν μας αρέσει, με το τρίπτυχο ανάπτυξη, απασχόληση, ανταγωνισμός.
Εν κατακλείδι, η Συνθήκη Ευρωπαϊκού Συντάγματος έθεσε επί τάπητος όλο το πλέγμα προβλημάτων ενοποίησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και σε κίνηση το σύνολο των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεών του. Επ’ αυτών των προβλημάτων θα αναμετρηθούμε και πάνω σε αυτά θα γίνουν οι νέες συνθέσεις. Κανείς δεν αποκλείεται και κανείς δεν είναι δεδομένος. Παλιούς φίλους θα χάσουμε και νέους θα συναντήσουμε. Σημασία έχει να πάμε τα πράγματα λιγάκι πιο μπροστά από εκεί που τα βρήκαμε. Σήμερα δυστυχώς είμαστε λιγάκι πιο πίσω από την 29η Μαϊου 2005.
Ο Δημήτρης Λουκάς είναι ερευνητής στον Δημόκριτο