Eπιστροφή στη διπλή σύγχυση
Πλήγματα στην ικανότητα της Eλλάδας να ανταποκριθεί δυναμικά στις νέες προκλήσεις
Γιάννης Βούλγαρης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2005-10-01
H κυβέρνηση επαναλαμβάνει ότι είναι υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, αλλά χωρίς να θέτει σαφείς στόχους επίλυσης των διαφορών. Στο Κυπριακό, πέρα από τις συνήθεις διπλωματικές κουβέντες, επικρατεί η ίδια σύγχυση
1. Κοινωνία και κυβέρνηση πορεύονται στο νέο τοπίο των ευρωπαϊκών εξελίξεων και των ελληνοτουρκικών σχέσεων με μπούσουλα τη σύγχυση. Οι έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν αύξηση του «ευρωσκεπτικισμού» και της αντίθεσης στην ένταξη της Τουρκίας. Το γεγονός συμβαδίζει με το γενικότερο κλίμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά δεν παύει να έχει ιδιαίτερες συνέπειες σε κάθε χώρα. Νέο στοιχείο για εμάς είναι η σύγχυση που προκαλεί επιπροσθέτως η ίδια η κυβέρνηση. Ως γνωστόν, πέρα από την οικονομία, ο αντιμεταρρυθμιστικός της ζήλος συνεπήρε και την εξωτερική πολιτική, η οποία είχε απτά αποτελέσματα: την αναβάθμιση της Ελλάδας στην Ευρώπη, την ένταξη της Κύπρου και την κατάστρωση «οδικού χάρτη» επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία αρχίζοντας από την υφαλοκρηπίδα. Έναντι αυτής της πολιτικής, η κυβέρνηση της N.Δ. προτείνει το κενό. Επαναλαμβάνει ότι είναι υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, αλλά χωρίς να θέτει σαφείς στόχους επίλυσης των διαφορών. Στο Κυπριακό, πέρα από τις συνήθεις διπλωματικές κουβέντες, επικρατεί η ίδια σύγχυση, με μόνη θετική ένδειξη το γεγονός ότι αρνείται να ακολουθήσει στα τυφλά τον Παπαδόπουλο.
Αυτή η διπλή σύγχυση κοινωνίας και κυβέρνησης δεν προαγγέλλει ασφαλώς κάτι καλό. Και δεν εννοώ στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», αλλά στη γενικότερη ικανότητα της Ελλάδας να ανταποκριθεί δυναμικά στις νέες προκλήσεις. Προφανώς, αυτή η ικανότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ένας όμως σημαντικότατος είναι οι συλλογικές παραστάσεις, το επικρατούν εννοιολογικό πλαίσιο με το οποίο οι πολίτες κατανοούν και ερμηνεύουν τις εξελίξεις, αξιοδοτούν και συναισθάνονται τα γεγονότα, τις συμπεριφορές, τις επιλογές ή τις δυνατότητες. Των ίδιων και της χώρας. Πόσο δυναμικό είναι αυτό το πλαίσιο; Πόσο συνέχει την κοινωνία (πέρα από τις εσωτερικές ταξικές, πολιτικές και ιδεολογικές αντιθέσεις) έτσι ώστε να εξασφαλίζει μια συντονισμένη κίνηση των επιμέρους τμημάτων της; Στην Ελλάδα, για ευεξήγητους λόγους, καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση αυτού του πλαισίου ασκούσε και ασκεί η γενικότερη αντίληψη που οι πολίτες είχαν για τη σχέση της χώρας με τον έξω Κόσμο. Πέρα από την αυθύπαρκτη σημασία τους, τα «εθνικά θέματα» ήταν πάντα προνομιακός χώρος όπου διοχετεύονταν οι εσωτερικές εντάσεις και δυσαρέσκειες, ασκούνταν οι κάθε είδους δημαγωγοί, λειτουργούσαν ως άλλοθι για τις παντοειδείς υστερήσεις.
2. Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ πίσω στον χρόνο. Αρκεί να θυμηθούμε τις μεγάλες δυσκολίες, την ανασφάλεια και τις αντιφάσεις, με τις οποίες η Ελλάδα κινήθηκε στον μεταδιπολικό κόσμο στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ήταν ακριβώς το άθροισμα της σύγχυσης των πολιτικών - πολιτισμικών εφοδίων της κοινωνίας και της αντιφατικότητας των κυβερνητικών επιλογών. H κοινωνία ζούσε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 την κρίση της ώς τότε ηγεμονικής αριστερής - λαϊκιστικής κουλτούρας και του εννοιολογικού πλαισίου που εκείνη είχε παραγάγει. Στο κενό που άφηνε δεν αναδύθηκε κάποια νέα ηγεμονική κουλούρα, αλλά μια σύγχυση, μια παλινδρόμηση ανάμεσα σε δύο πολιτικούς - πολιτισμικού πόλους. Από τη μια, το νέο κλίμα του μεταδιπολικού φιλελευθερισμού και του θριαμβεύοντος καπιταλισμού. Από την άλλη, τα εθνικιστικά - λαϊκιστικά στερεότυπα που αναζωπυρώθηκαν λόγω της γεωπολιτικής αναταραχής των Βαλκανίων και της μαζικής εισόδου μεταναστών. Όμως, ούτε το ένα ούτε το άλλο εννοιολογικό πλαίσιο μπορούσε να γίνει ηγεμονικό. Πράγματι, παρά τις ευνοϊκές διεθνείς συνθήκες, στην Ελλάδα φάνηκε άλλη μία φορά ότι ιδίως ο οικονομικός φιλελευθερισμός έχει ισχνές κοινωνικές - ταξικές βάσεις ώστε να ηγεμονεύσει πολιτικά και πολιτισμικά. Απλώς επέτεινε ή απενοχοποιούσε τις ακραίες ατομιστικές συμπεριφορές καταναλωτισμού και ιδιωτείας.
H «βαθιά Ελλάδα»
Εξάλλου, η ανάδυση μιας συντηρητικής «βαθιάς Ελλάδας», με έντονα αντιδυτικά και αντιεκσυγχρονιστικά χρώματα, δεν μπορούσε επίσης να επιβάλλει μια κυρίαρχη ιδεολογική κατεύθυνση, πόσο μάλλον να γίνει ηγεμονική. Δεν εξέφραζε τα δυναμικά κοινωνικά στρώματα, συναντούσε ισχυρές αντιστάσεις στον χώρο των διανοουμένων, κυρίως όμως υπέσκαπτε την προσπάθεια της χώρας να παρακολουθήσει την ευρωπαϊκή ενοποίηση, που την ίδια εποχή καθιερώθηκε ως εθνικός στόχος. Στο πολιτικό - πολιτισμικό επίπεδο δημιουργήθηκε έτσι ένας αχταρμάς, καθώς η κοινωνία και η πολιτική ηγεσία παλινδρομούσαν ανάμεσα στις αντίθετες προοπτικές χωρίς να μπορούν προφανώς να συντεθούν σε έναν συνεκτικό προσανατολισμό. Ο βραχύς βίος της κυβέρνησης της N.Δ. 1990 - 1993 δεν ήταν άσχετος με αυτό. Όπως και ο εκτροχιασμός της χώρας που αντί να γίνει πρέσβειρα της Ευρώπης στα Βαλκάνια υποβαθμίστηκε σε βαλκάνιο, προβληματικό μέλος στην Ευρώπη.
Ευτυχώς όμως η Ελλάδα είχε τις δυνάμεις να επανακάμψει. Δύο παράγοντες υπήρξαν καθοριστικοί. H μεγάλη ελκτικότητα που είχε καθ’ όλη την περίοδο η Ευρωπαϊκή Ένωση. Άλλη μία φορά στην ιστορία του νέου ελληνισμού, το «κυνήγι» να προλάβουμε την αναπτυγμένη «Δύση» και ο «εισαγόμενος» εκσυγχρονισμός επέβαλαν βαθμιαία τις δικές τους αναγκαιότητες.
Αποφασιστικότητα
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η αποφασιστικότητα της πολιτικής ηγεσίας να πορευτεί αυτό τον δρόμο πάση θυσία. Στην Ελλάδα, η (με αυτή την έννοια) ισχυρή ηγεσία στάθηκε συχνά κατ’ εξοχήν η δύναμη που περιόριζε τις μεταπτώσεις, τις παλινωδίες και τους μετεωρισμούς μιας αποπροσανατολισμένης κοινωνίας σε περιόδους ταχύτατων αλλαγών. H διακυβέρνηση Σημίτη, ιδίως στο γύρισμα της δεκαετίας, κατάφερε να διαμορφώσει μια εθνική στρατηγική που συγκέντρωνε σε ενιαία προοπτική την πλειοψηφία των κοινωνικών δυνάμεων, αναδεικνύοντας σε κυρίαρχο εννοιολογικό πλαίσιο τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό της χώρας. Με όρια ωστόσο, καθ’ όσον δεν μπόρεσε να καταδυθεί στα βαθύτερα στρώματα της συλλογικής αυτογνωσίας και να στηριχθεί σε μια σταθερή στον χρόνο ταξική συμμαχία λαϊκών και δυναμικών μεσαίων στρωμάτων. Επιπλέον, δυσφημίστηκε από την παρακμή της μακροχρόνιας ΠΑΣΟΚικής εξουσίας και τη δημαγωγία των αντιπάλων.
Ανασφάλεια και μειωμένες προσδοκίες
3. Σήμερα έχουν εκλείψει τόσο η ελκτικότητα της E.E. όσο και η διαύγεια της ηγεσίας. H Ευρωπαϊκή Ένωση έχει περιέλθει σε κρίση και ακινησία που θα διαρκέσει για κάποια χρόνια. Παρά την άνοδο του «ευρωσκεπτικισμού», η ευρωπαϊκή προοπτική δεν αμφισβητείται, αλλά οι εκσυγχρονιστικές ωθήσεις που εκπέμπει είναι ισχνές και αδύναμες. Από την άλλη, η κυβέρνηση της N.Δ. πελαγοδρομεί σε ένα κενό εξωτερικής πολιτικής, υποσκάπτοντας το κεκτημένο συλλογικό εννοιολογικό πλαίσιο που με κόπο διαμορφώθηκε στα πρόσφατα χρόνια. Οι επιπτώσεις θα είναι πολλαπλασιαστικές γιατί όπως είπαμε, η εξωτερική πολιτική και τα «εθνικά θέματα» ασκούν καθοριστική επίδραση στις γενικότερες συλλογικές παραστάσεις της κοινωνίας μας. H ταχεία φθορά της «νέας διακυβέρνησης» η οποία αρχικά διαφημίστηκε σαν «νέο 1981», ήδη φαίνεται να αφήνει την κοινωνία χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς, χωρίς πίστη, ούτε στις δημόσιες ούτε στις ιδιωτικές δυνάμεις της. Ένα μείγμα ξέπνοης αποδοχής της ευρωπαϊκής προοπτικής, καθησυχαστικού εγκλεισμού στον οικογενειακό ή στενό κοινωνικό κύκλο και αναπληρωτικής επένδυσης στο εθνικό - κοινοτιστικό πλαίσιο. Ένα μείγμα ανασφάλειας και μειωμένων προσδοκιών.
H εικόνα συμπληρώνεται από την αδυναμία της αντιπολίτευσης να πείσει. H ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πρέπει να έχει πειστεί πλέον ότι οι μεγάλες πολιτικές παρατάξεις δεν ανασυγκροτούνται «από τα κάτω», σε κενό κεντρικού πολιτικού λόγου. Όσο πιο ισχυρός είναι ο λόγος των «πάνω» τόσο πιο δημοκρατικά οργανώνονται οι «κάτω». Τα ευνοϊκά σχόλια που απέσπασε η παρέμβαση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ στη Θεσσαλονίκη, έδειξαν τι περιμένουν οι πολίτες από την αντιπολίτευση.
1. Κοινωνία και κυβέρνηση πορεύονται στο νέο τοπίο των ευρωπαϊκών εξελίξεων και των ελληνοτουρκικών σχέσεων με μπούσουλα τη σύγχυση. Οι έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν αύξηση του «ευρωσκεπτικισμού» και της αντίθεσης στην ένταξη της Τουρκίας. Το γεγονός συμβαδίζει με το γενικότερο κλίμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά δεν παύει να έχει ιδιαίτερες συνέπειες σε κάθε χώρα. Νέο στοιχείο για εμάς είναι η σύγχυση που προκαλεί επιπροσθέτως η ίδια η κυβέρνηση. Ως γνωστόν, πέρα από την οικονομία, ο αντιμεταρρυθμιστικός της ζήλος συνεπήρε και την εξωτερική πολιτική, η οποία είχε απτά αποτελέσματα: την αναβάθμιση της Ελλάδας στην Ευρώπη, την ένταξη της Κύπρου και την κατάστρωση «οδικού χάρτη» επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία αρχίζοντας από την υφαλοκρηπίδα. Έναντι αυτής της πολιτικής, η κυβέρνηση της N.Δ. προτείνει το κενό. Επαναλαμβάνει ότι είναι υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, αλλά χωρίς να θέτει σαφείς στόχους επίλυσης των διαφορών. Στο Κυπριακό, πέρα από τις συνήθεις διπλωματικές κουβέντες, επικρατεί η ίδια σύγχυση, με μόνη θετική ένδειξη το γεγονός ότι αρνείται να ακολουθήσει στα τυφλά τον Παπαδόπουλο.
Αυτή η διπλή σύγχυση κοινωνίας και κυβέρνησης δεν προαγγέλλει ασφαλώς κάτι καλό. Και δεν εννοώ στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», αλλά στη γενικότερη ικανότητα της Ελλάδας να ανταποκριθεί δυναμικά στις νέες προκλήσεις. Προφανώς, αυτή η ικανότητα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ένας όμως σημαντικότατος είναι οι συλλογικές παραστάσεις, το επικρατούν εννοιολογικό πλαίσιο με το οποίο οι πολίτες κατανοούν και ερμηνεύουν τις εξελίξεις, αξιοδοτούν και συναισθάνονται τα γεγονότα, τις συμπεριφορές, τις επιλογές ή τις δυνατότητες. Των ίδιων και της χώρας. Πόσο δυναμικό είναι αυτό το πλαίσιο; Πόσο συνέχει την κοινωνία (πέρα από τις εσωτερικές ταξικές, πολιτικές και ιδεολογικές αντιθέσεις) έτσι ώστε να εξασφαλίζει μια συντονισμένη κίνηση των επιμέρους τμημάτων της; Στην Ελλάδα, για ευεξήγητους λόγους, καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση αυτού του πλαισίου ασκούσε και ασκεί η γενικότερη αντίληψη που οι πολίτες είχαν για τη σχέση της χώρας με τον έξω Κόσμο. Πέρα από την αυθύπαρκτη σημασία τους, τα «εθνικά θέματα» ήταν πάντα προνομιακός χώρος όπου διοχετεύονταν οι εσωτερικές εντάσεις και δυσαρέσκειες, ασκούνταν οι κάθε είδους δημαγωγοί, λειτουργούσαν ως άλλοθι για τις παντοειδείς υστερήσεις.
2. Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ πίσω στον χρόνο. Αρκεί να θυμηθούμε τις μεγάλες δυσκολίες, την ανασφάλεια και τις αντιφάσεις, με τις οποίες η Ελλάδα κινήθηκε στον μεταδιπολικό κόσμο στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ήταν ακριβώς το άθροισμα της σύγχυσης των πολιτικών - πολιτισμικών εφοδίων της κοινωνίας και της αντιφατικότητας των κυβερνητικών επιλογών. H κοινωνία ζούσε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 την κρίση της ώς τότε ηγεμονικής αριστερής - λαϊκιστικής κουλτούρας και του εννοιολογικού πλαισίου που εκείνη είχε παραγάγει. Στο κενό που άφηνε δεν αναδύθηκε κάποια νέα ηγεμονική κουλούρα, αλλά μια σύγχυση, μια παλινδρόμηση ανάμεσα σε δύο πολιτικούς - πολιτισμικού πόλους. Από τη μια, το νέο κλίμα του μεταδιπολικού φιλελευθερισμού και του θριαμβεύοντος καπιταλισμού. Από την άλλη, τα εθνικιστικά - λαϊκιστικά στερεότυπα που αναζωπυρώθηκαν λόγω της γεωπολιτικής αναταραχής των Βαλκανίων και της μαζικής εισόδου μεταναστών. Όμως, ούτε το ένα ούτε το άλλο εννοιολογικό πλαίσιο μπορούσε να γίνει ηγεμονικό. Πράγματι, παρά τις ευνοϊκές διεθνείς συνθήκες, στην Ελλάδα φάνηκε άλλη μία φορά ότι ιδίως ο οικονομικός φιλελευθερισμός έχει ισχνές κοινωνικές - ταξικές βάσεις ώστε να ηγεμονεύσει πολιτικά και πολιτισμικά. Απλώς επέτεινε ή απενοχοποιούσε τις ακραίες ατομιστικές συμπεριφορές καταναλωτισμού και ιδιωτείας.
H «βαθιά Ελλάδα»
Εξάλλου, η ανάδυση μιας συντηρητικής «βαθιάς Ελλάδας», με έντονα αντιδυτικά και αντιεκσυγχρονιστικά χρώματα, δεν μπορούσε επίσης να επιβάλλει μια κυρίαρχη ιδεολογική κατεύθυνση, πόσο μάλλον να γίνει ηγεμονική. Δεν εξέφραζε τα δυναμικά κοινωνικά στρώματα, συναντούσε ισχυρές αντιστάσεις στον χώρο των διανοουμένων, κυρίως όμως υπέσκαπτε την προσπάθεια της χώρας να παρακολουθήσει την ευρωπαϊκή ενοποίηση, που την ίδια εποχή καθιερώθηκε ως εθνικός στόχος. Στο πολιτικό - πολιτισμικό επίπεδο δημιουργήθηκε έτσι ένας αχταρμάς, καθώς η κοινωνία και η πολιτική ηγεσία παλινδρομούσαν ανάμεσα στις αντίθετες προοπτικές χωρίς να μπορούν προφανώς να συντεθούν σε έναν συνεκτικό προσανατολισμό. Ο βραχύς βίος της κυβέρνησης της N.Δ. 1990 - 1993 δεν ήταν άσχετος με αυτό. Όπως και ο εκτροχιασμός της χώρας που αντί να γίνει πρέσβειρα της Ευρώπης στα Βαλκάνια υποβαθμίστηκε σε βαλκάνιο, προβληματικό μέλος στην Ευρώπη.
Ευτυχώς όμως η Ελλάδα είχε τις δυνάμεις να επανακάμψει. Δύο παράγοντες υπήρξαν καθοριστικοί. H μεγάλη ελκτικότητα που είχε καθ’ όλη την περίοδο η Ευρωπαϊκή Ένωση. Άλλη μία φορά στην ιστορία του νέου ελληνισμού, το «κυνήγι» να προλάβουμε την αναπτυγμένη «Δύση» και ο «εισαγόμενος» εκσυγχρονισμός επέβαλαν βαθμιαία τις δικές τους αναγκαιότητες.
Αποφασιστικότητα
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η αποφασιστικότητα της πολιτικής ηγεσίας να πορευτεί αυτό τον δρόμο πάση θυσία. Στην Ελλάδα, η (με αυτή την έννοια) ισχυρή ηγεσία στάθηκε συχνά κατ’ εξοχήν η δύναμη που περιόριζε τις μεταπτώσεις, τις παλινωδίες και τους μετεωρισμούς μιας αποπροσανατολισμένης κοινωνίας σε περιόδους ταχύτατων αλλαγών. H διακυβέρνηση Σημίτη, ιδίως στο γύρισμα της δεκαετίας, κατάφερε να διαμορφώσει μια εθνική στρατηγική που συγκέντρωνε σε ενιαία προοπτική την πλειοψηφία των κοινωνικών δυνάμεων, αναδεικνύοντας σε κυρίαρχο εννοιολογικό πλαίσιο τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό της χώρας. Με όρια ωστόσο, καθ’ όσον δεν μπόρεσε να καταδυθεί στα βαθύτερα στρώματα της συλλογικής αυτογνωσίας και να στηριχθεί σε μια σταθερή στον χρόνο ταξική συμμαχία λαϊκών και δυναμικών μεσαίων στρωμάτων. Επιπλέον, δυσφημίστηκε από την παρακμή της μακροχρόνιας ΠΑΣΟΚικής εξουσίας και τη δημαγωγία των αντιπάλων.
Ανασφάλεια και μειωμένες προσδοκίες
3. Σήμερα έχουν εκλείψει τόσο η ελκτικότητα της E.E. όσο και η διαύγεια της ηγεσίας. H Ευρωπαϊκή Ένωση έχει περιέλθει σε κρίση και ακινησία που θα διαρκέσει για κάποια χρόνια. Παρά την άνοδο του «ευρωσκεπτικισμού», η ευρωπαϊκή προοπτική δεν αμφισβητείται, αλλά οι εκσυγχρονιστικές ωθήσεις που εκπέμπει είναι ισχνές και αδύναμες. Από την άλλη, η κυβέρνηση της N.Δ. πελαγοδρομεί σε ένα κενό εξωτερικής πολιτικής, υποσκάπτοντας το κεκτημένο συλλογικό εννοιολογικό πλαίσιο που με κόπο διαμορφώθηκε στα πρόσφατα χρόνια. Οι επιπτώσεις θα είναι πολλαπλασιαστικές γιατί όπως είπαμε, η εξωτερική πολιτική και τα «εθνικά θέματα» ασκούν καθοριστική επίδραση στις γενικότερες συλλογικές παραστάσεις της κοινωνίας μας. H ταχεία φθορά της «νέας διακυβέρνησης» η οποία αρχικά διαφημίστηκε σαν «νέο 1981», ήδη φαίνεται να αφήνει την κοινωνία χωρίς σταθερά σημεία αναφοράς, χωρίς πίστη, ούτε στις δημόσιες ούτε στις ιδιωτικές δυνάμεις της. Ένα μείγμα ξέπνοης αποδοχής της ευρωπαϊκής προοπτικής, καθησυχαστικού εγκλεισμού στον οικογενειακό ή στενό κοινωνικό κύκλο και αναπληρωτικής επένδυσης στο εθνικό - κοινοτιστικό πλαίσιο. Ένα μείγμα ανασφάλειας και μειωμένων προσδοκιών.
H εικόνα συμπληρώνεται από την αδυναμία της αντιπολίτευσης να πείσει. H ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πρέπει να έχει πειστεί πλέον ότι οι μεγάλες πολιτικές παρατάξεις δεν ανασυγκροτούνται «από τα κάτω», σε κενό κεντρικού πολιτικού λόγου. Όσο πιο ισχυρός είναι ο λόγος των «πάνω» τόσο πιο δημοκρατικά οργανώνονται οι «κάτω». Τα ευνοϊκά σχόλια που απέσπασε η παρέμβαση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ στη Θεσσαλονίκη, έδειξαν τι περιμένουν οι πολίτες από την αντιπολίτευση.