Άμεση ή έμμεση εκλογή κομματικού αρχηγού;
Βασιλική Γεωργιάδου, Μεταρρύθμιση, Δημοσιευμένο: 2015-07-24
Είναι αλήθεια ότι όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας των κομματικών θεσμών στην Ελλάδα, οι παραδοξότητες έχουν γίνει κανόνας: η ΝΔ, επί παραδείγματι, διοργάνωσε το πρώτο της συνέδριο πέντε ολόκληρα χρόνια μετά την ίδρυσή της· αλλά και το ΠΑΣΟΚ χρειάστηκε δέκα χρόνια για να κάνει το πρώτο του συνέδριο, ενώ ακόμη και σήμερα η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, το περίφημο «Συμβόλαιο με το Λαό» του Ανδρέα Παπανδρεου, το πιο cult πολιτικό κείμενο της δεκαετίας του ’80, παραμένει σε ισχύ παρότι ουδέποτε έχει εφαρμοστεί. Στις παραδοξότητες της κομματικής λειτουργίας ανήκει και το γεγονός ότι από το 2007 ξεκίνησε μια διαδικασία, στο ΠΑΣΟΚ αρχικά, που στη συνέχεια βρήκε μιμητές και στη ΝΔ, άμεσης εκλογής του κομματικού αρχηγού όχι μόνο από την οργανωμένη βάση του κόμματος, αλλά από οποιονδήποτε που έστω στιγμιαία προσδιορίζεται ως φίλος ή μέλος του κόμματος, στο οποίο λαμβάνει χώρα μια δημοψηφισματική διαδικασία εκλογής του επικεφαλής του.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή μιας τέτοιας διαδικασίας άμεσης εκλογής του αρχηγού από τα μέλη και τους φίλους του κόμματος ήταν «καλοί καγαθοί»: με δεδομένη την απαξίωση των κομμάτων και την οργανωτική τους καχεξία, η συμμετοχικότητα και το άνοιγμά τους στην κοινωνία θα μπορούσε –υποτίθεται- να επενεργήσει θετικά περιορίζοντας την εσωκομματική κρίση και την πτώση της πολιτικής εμπιστοσύνης. Επί πολλά χρόνια, στα κόμματα διαφέντευε ο αρχηγός-ιδρυτής (η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ) ή και ορισμένα πολιτικά τζάκια (η περίπτωση της ΝΔ). Το κόμμα είτε ήταν του ιδρυτή που το έλεγχε απόλυτα ή βρισκόταν στα χέρια φατριών που έριζαν για την επικράτησή τους. Έτσι, η μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα ενός περισσότερο συμμετοχικού κόμματος θα έπρεπε να σηματοδοτηθεί από μια τομή και αυτή δεν ήταν άλλη από την άμεση εκλογή του αρχηγού του κόμματος από ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, αυξανόταν η νομιμοποίηση του αρχηγού, ο οποίος όμως παράλληλα αυτονομείτο από το κόμμα, καθώς στο αξίωμά του αναδείχθηκε όχι από τα κομματικά όργανα αλλά από ένα σώμα εκλεκτόρων που ήταν ευρύτερο της κομματικής βάσης.
Στην πολιτική δεν υπάρχουν κρυμμένοι άσοι στο μανίκι. Αν τα πράγματα για την οργανωτική ανανέωση των κομμάτων και την ανάκαμψη της πολιτικής εμπιστοσύνης ήταν τόσο απλά, τον δρόμο θα τον είχαν ακολουθήσει και πολλοί άλλοι. Όχι ότι εμείς είχαμε την πατέντα σε αυτές τις δημοψηφισματικές διδικασίες: επί παραδείγματι o Βάλτερ Βελτρόνι είχε εκλεγεί αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος στην Ιταλία τον Οκτώβριο του 2007 στο πλαίσιο μιας ανοικτής προκριματικής εκλογής στην οποία συμμετείχαν τρία εκατομμύρια ψηφοφόροι. Άλλα όμως κόμματα, παρά την οργανωτική τους υποχώρηση, δεν εγκαταλείπουν τις αυστηρές καταστατικές διαδικασίες εκλογής αρχηγού από τα ανώτερα όργανα του κόμματος (βλ. την περίπτωση του SPD), με τρόπο ώστε να τεκμαίρεται η δημοκρατική νομιμοποίηση και άρα να είναι δυνατή η λογοδοσία και ο έλεγχος εκλεγομένων και εκλεκτόρων.
H Νέα Δημοκρατία βρίσκεται σήμερα σε ένα τέτοιο σταυροδρόμι: θα ακολουθήσει την πατέντα της ανοιχτής αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας, την οποία εφάρμοσε για πρώτη φορά στη διάρκεια της τελευταίας εκλογής αρχηγού της το 2009, από την οποία εξελέγη από την κομματική βάση ο Α. Σαμαράς; ‘Η θα επιστρέψει στην πεπατημένη της εκλογής αρχηγού από την κοινοβουλευτική της ομάδα ή, έστω, από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, όπως εκείνο από το οποίο είχε εκλεγεί ο Κώστας Καραμανλής το 1997;
Τα δεδομένα έχουν αλλάξει πια κατά πολύ και η κατάσταση της χώρας σήμερα πρέπει να οδηγήσει σε αναστοχασμό τα κομματικά επιτελεία. Σε προηγούμενες συγκυρίες ενδεχομένως να υπήρχε ο χρόνος, η διάθεση και τα μέσα, ώστε η ανάδειξη ενός προσώπου στη θέση του κομματικού αρχηγού να συνοδεύεται από την εκχώρηση προς αυτό ενός πακέτου υποστήριξης που έστω κατά τι υπερέβαινε τα όρια του κόμματος στο οποίο είχε εκλεγεί επικεφαλής: ο Γιώργος Παπανδρέου κουβαλούσε την υποστήριξη των φίλων (του) μέσα στο ΠΑΣΟΚ και ο Αντώνης Σαμαράς εκείνων των αδρανών ή και νέων μέλων που προσέτρεξαν να ανανεώσουν ή να κάνουν την εγγραφή τους στη ΝΔ προκειμένου να υποστηρίξουν έναν κατά δήλωσή του δεξιό αρχηγό που ήθελε να μετατοπίσει το κόμμα του δεξιότερα στον πολιτικό άξονα. Κρίνοντας εκ των υστέρων το φορτίο εξωτερικής νομιμοποίησης των Παπανδρέου και Σαμαρά, να επισημάνουμε για μεν τον πρώτο ότι αυτό δεν εμπόδισε την πρόωρη πτώση του και για τον δεύτερο ότι ο αναπροσανατολισμός της ΝΔ από τον κεντροδεξιό στον δεξιό και ακροδεξιό χώρο που επήλθε με την αυξημένη νομιμοποίηση του συγκεκριμένου αρχηγού της λειτούργησε καταστροφικά όσον αφορά τον ιδεολογικό εγκλωβισμό της και τις συνεπαγόμενες ευρείες εκλογικές της απώλειες.
Οι εποχές αρχηγών με δημοψηφισματική προίκα ώστε να μπορούν να επιβληθούν στο οργανωμένο κόμμα τους, μοιάζουν σαν ιστορίες από μια άλλη εποχή. Η νομιμοποίηση, των αρχηγών, των βουλευτών, των στελεχών, κρίνεται πια κάθε στιγμή από την αρχή. Όταν η χώρα (υπο-)λειτουργεί ευρισκόμενη σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, ανήκει στα πολιτικά παράδοξα η ύπαρξη μιας φιγούρας αναβαθμισμένου από φίλους του αρχηγού. Τώρα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε ένα πολιτικό προσωπικό που βρίσκεται σε διαρκή αξιολόγηση για την υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα των ενεργειών και αποφάσεών του, είναι το κυρίως ζητούμενο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη γείωσή του στην πολιτική πραγματικότητα. Η πολιτική με επίκεντρο πρόσωπα με δημοψηφισματική νομιμοποίηση πρέπει να ξαναδώσει τη θέση της στην πολιτική με επίκεντρο πολιτικούς ρόλους και καθήκοντα που απορρέουν από τους ρόλους αυτούς. ‘Η, για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, ο επικεφαλής-αρχηγός που διαφεντεύει στο κόμμα πρέπει να ξαναδώσει τη θέση του στον επικεφαλής-λειτουργό· σε αυτόν δηλαδή που υπηρετεί το δημόσιο λειτούργημα που του έχει ανατεθεί, ο οποίος έχει μια σαφή εντολή στο πλαίσιο της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης και δεν φαντασιώνεται ρόλο πολιτικού ταγού, αναμορφωτή ή καθοδηγητή. Τα κόμματα έχουν ανάγκη να γειωθούν στην πραγματικότητα και οι επικεφαλής τους να ανταποκριθούν σε μια όσο το δυνατόν σαφέστερη δημοκρατική εντολή στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής τάξης αντί να επιδιώκουν την απογείωσή τους σε ένα ασαφές σύμπαν καισαριστικών επιδιώξεων και βοναπαρτικών πολιτικών συνεπειών.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή μιας τέτοιας διαδικασίας άμεσης εκλογής του αρχηγού από τα μέλη και τους φίλους του κόμματος ήταν «καλοί καγαθοί»: με δεδομένη την απαξίωση των κομμάτων και την οργανωτική τους καχεξία, η συμμετοχικότητα και το άνοιγμά τους στην κοινωνία θα μπορούσε –υποτίθεται- να επενεργήσει θετικά περιορίζοντας την εσωκομματική κρίση και την πτώση της πολιτικής εμπιστοσύνης. Επί πολλά χρόνια, στα κόμματα διαφέντευε ο αρχηγός-ιδρυτής (η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ) ή και ορισμένα πολιτικά τζάκια (η περίπτωση της ΝΔ). Το κόμμα είτε ήταν του ιδρυτή που το έλεγχε απόλυτα ή βρισκόταν στα χέρια φατριών που έριζαν για την επικράτησή τους. Έτσι, η μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα ενός περισσότερο συμμετοχικού κόμματος θα έπρεπε να σηματοδοτηθεί από μια τομή και αυτή δεν ήταν άλλη από την άμεση εκλογή του αρχηγού του κόμματος από ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα. Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, αυξανόταν η νομιμοποίηση του αρχηγού, ο οποίος όμως παράλληλα αυτονομείτο από το κόμμα, καθώς στο αξίωμά του αναδείχθηκε όχι από τα κομματικά όργανα αλλά από ένα σώμα εκλεκτόρων που ήταν ευρύτερο της κομματικής βάσης.
Στην πολιτική δεν υπάρχουν κρυμμένοι άσοι στο μανίκι. Αν τα πράγματα για την οργανωτική ανανέωση των κομμάτων και την ανάκαμψη της πολιτικής εμπιστοσύνης ήταν τόσο απλά, τον δρόμο θα τον είχαν ακολουθήσει και πολλοί άλλοι. Όχι ότι εμείς είχαμε την πατέντα σε αυτές τις δημοψηφισματικές διδικασίες: επί παραδείγματι o Βάλτερ Βελτρόνι είχε εκλεγεί αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος στην Ιταλία τον Οκτώβριο του 2007 στο πλαίσιο μιας ανοικτής προκριματικής εκλογής στην οποία συμμετείχαν τρία εκατομμύρια ψηφοφόροι. Άλλα όμως κόμματα, παρά την οργανωτική τους υποχώρηση, δεν εγκαταλείπουν τις αυστηρές καταστατικές διαδικασίες εκλογής αρχηγού από τα ανώτερα όργανα του κόμματος (βλ. την περίπτωση του SPD), με τρόπο ώστε να τεκμαίρεται η δημοκρατική νομιμοποίηση και άρα να είναι δυνατή η λογοδοσία και ο έλεγχος εκλεγομένων και εκλεκτόρων.
H Νέα Δημοκρατία βρίσκεται σήμερα σε ένα τέτοιο σταυροδρόμι: θα ακολουθήσει την πατέντα της ανοιχτής αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας, την οποία εφάρμοσε για πρώτη φορά στη διάρκεια της τελευταίας εκλογής αρχηγού της το 2009, από την οποία εξελέγη από την κομματική βάση ο Α. Σαμαράς; ‘Η θα επιστρέψει στην πεπατημένη της εκλογής αρχηγού από την κοινοβουλευτική της ομάδα ή, έστω, από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, όπως εκείνο από το οποίο είχε εκλεγεί ο Κώστας Καραμανλής το 1997;
Τα δεδομένα έχουν αλλάξει πια κατά πολύ και η κατάσταση της χώρας σήμερα πρέπει να οδηγήσει σε αναστοχασμό τα κομματικά επιτελεία. Σε προηγούμενες συγκυρίες ενδεχομένως να υπήρχε ο χρόνος, η διάθεση και τα μέσα, ώστε η ανάδειξη ενός προσώπου στη θέση του κομματικού αρχηγού να συνοδεύεται από την εκχώρηση προς αυτό ενός πακέτου υποστήριξης που έστω κατά τι υπερέβαινε τα όρια του κόμματος στο οποίο είχε εκλεγεί επικεφαλής: ο Γιώργος Παπανδρέου κουβαλούσε την υποστήριξη των φίλων (του) μέσα στο ΠΑΣΟΚ και ο Αντώνης Σαμαράς εκείνων των αδρανών ή και νέων μέλων που προσέτρεξαν να ανανεώσουν ή να κάνουν την εγγραφή τους στη ΝΔ προκειμένου να υποστηρίξουν έναν κατά δήλωσή του δεξιό αρχηγό που ήθελε να μετατοπίσει το κόμμα του δεξιότερα στον πολιτικό άξονα. Κρίνοντας εκ των υστέρων το φορτίο εξωτερικής νομιμοποίησης των Παπανδρέου και Σαμαρά, να επισημάνουμε για μεν τον πρώτο ότι αυτό δεν εμπόδισε την πρόωρη πτώση του και για τον δεύτερο ότι ο αναπροσανατολισμός της ΝΔ από τον κεντροδεξιό στον δεξιό και ακροδεξιό χώρο που επήλθε με την αυξημένη νομιμοποίηση του συγκεκριμένου αρχηγού της λειτούργησε καταστροφικά όσον αφορά τον ιδεολογικό εγκλωβισμό της και τις συνεπαγόμενες ευρείες εκλογικές της απώλειες.
Οι εποχές αρχηγών με δημοψηφισματική προίκα ώστε να μπορούν να επιβληθούν στο οργανωμένο κόμμα τους, μοιάζουν σαν ιστορίες από μια άλλη εποχή. Η νομιμοποίηση, των αρχηγών, των βουλευτών, των στελεχών, κρίνεται πια κάθε στιγμή από την αρχή. Όταν η χώρα (υπο-)λειτουργεί ευρισκόμενη σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, ανήκει στα πολιτικά παράδοξα η ύπαρξη μιας φιγούρας αναβαθμισμένου από φίλους του αρχηγού. Τώρα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε ένα πολιτικό προσωπικό που βρίσκεται σε διαρκή αξιολόγηση για την υπευθυνότητα και αποτελεσματικότητα των ενεργειών και αποφάσεών του, είναι το κυρίως ζητούμενο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη γείωσή του στην πολιτική πραγματικότητα. Η πολιτική με επίκεντρο πρόσωπα με δημοψηφισματική νομιμοποίηση πρέπει να ξαναδώσει τη θέση της στην πολιτική με επίκεντρο πολιτικούς ρόλους και καθήκοντα που απορρέουν από τους ρόλους αυτούς. ‘Η, για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, ο επικεφαλής-αρχηγός που διαφεντεύει στο κόμμα πρέπει να ξαναδώσει τη θέση του στον επικεφαλής-λειτουργό· σε αυτόν δηλαδή που υπηρετεί το δημόσιο λειτούργημα που του έχει ανατεθεί, ο οποίος έχει μια σαφή εντολή στο πλαίσιο της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης και δεν φαντασιώνεται ρόλο πολιτικού ταγού, αναμορφωτή ή καθοδηγητή. Τα κόμματα έχουν ανάγκη να γειωθούν στην πραγματικότητα και οι επικεφαλής τους να ανταποκριθούν σε μια όσο το δυνατόν σαφέστερη δημοκρατική εντολή στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής τάξης αντί να επιδιώκουν την απογείωσή τους σε ένα ασαφές σύμπαν καισαριστικών επιδιώξεων και βοναπαρτικών πολιτικών συνεπειών.