Το δίλημμα του Πανούση
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2015-11-14
Σε μια από τις πρώτες συνεντεύξεις του, ως υπουργός Προ-Πο, ο Γιάννης Πανούσης είχε πει πως «δεν υπάρχει αριστερή και δεξιά Αστυνομία». Σε κάποιες γειτονιές του ΣΥΡΙΖΑ, η δήλωση εξελήφθη ως προσβολή. Ως casus belli. Και για την ανοιχτή κήρυξη του πολέμου δόθηκαν γρήγορα χίλιες αφορμές: Να αποβάλει η Αστυνομία τους καταληψίες των Προπυλαίων; Ή η παρέμβασή της αποτελεί παραβίαση τού (ήδη παραβιασμένου) πανεπιστημιακού ασύλου; Να προστατευθεί η Βουλή από τους Ρουβίκωνες; Ή μήπως οι Ρουβίκωνες είναι πιο «δικοί μας» από τους αστυνομικούς που μας φυλάνε; Και ούτω καθ’ εξής.
Ο Πρωθυπουργός, σ’ εκείνον τον πρώτο κύκλο των συγκρούσεων, είχε δώσει με θεαματικό τρόπο τη στήριξή του στον υπουργό του. Αλλά ο κύκλος των συγκρούσεων διευρυνόταν και ο Πανούσης, ενώ πίσω από την πλάτη του συγκεντρώνονταν υπογραφές για την απομάκρυνσή του από την κυβέρνηση, επανήλθε με μία ακόμη συνέντευξη, στην οποία το ερώτημα που έθετε ήταν ακόμη πιο προκλητικό. Το θέμα δεν ήταν πια αν υπάρχει ή δεν υπάρχει αριστερή και δεξιά Αστυνομία, αριστερή και δεξιά πολιτική για τη δημόσια τάξη. Το θέμα που έθετε ήταν τι είναι και τι δεν είναι αριστερή διακυβέρνηση, γενικότερα. Οχι ως περιεχόμενο, αλλά ως μέθοδος, ως τρόπος και ήθος.
«Υπενθυμίζω» - είχε πει στο «Βήμα» - «ότι το Σύνταγμα και οι νόμοι στηρίζουν την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία και όχι τη λαϊκή δημοκρατία. Εχουμε αλλαγή κυβέρνησης, όχι αλλαγή πολιτεύματος». Και είχε συστήσει στον Αλέξη Τσίπρα «να φτιάξει πρώτα το κράτος και μετά την Αριστερά». Δηλαδή, «πρώτα να εμπεδώσει τη δημοκρατία και μετά να δώσει το αριστερό χρώμα στην κυβέρνησή του».
Εδώ βρισκόμαστε, λοιπόν. Πέρα από τις σκοτεινές όψεις και τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες της εν εξελίξει «Πανουσιάδας», και ανεξάρτητα από την τελική της έκβαση, εκείνο το ερώτημα του Πανούση - τι είναι και τι δεν είναι αριστερό, όταν η Αριστερά ασκεί την κυβερνητική εξουσία; - επιστρέφει.
Το δίλημμα - αν υπάρχει δίλημμα - θα μπορούσε να τεθεί κάπως έτσι: μπορεί η Αριστερά να υιοθετήσει το ορφανό αίτημα του δημοκρατικού, προοδευτικού εκσυγχρονισμού των θεσμών και του κράτους και να γίνει ο φορέας του; Μπορεί να αποκαταστήσει τα ελλείποντα ή ατροφικά θεσμικά αντίβαρα της ίδιας της εξουσίας της και να σεβαστεί στην πράξη την ανεξαρτησία των άλλων εξουσιών; Μπορεί να απαλλάξει το κράτος από τα πελατειακά δίκτυα που εξασφαλίζουν την άλωσή του από το κόμμα που κάθε φορά κυβερνά; Μπορεί να αποκαταστήσει τη χαμένη αυτοτέλεια της Δημόσιας Διοίκησης και να άρει την πολιτική της πατρωνία, που αποτελεί τη ρίζα όλων των κακών που τη δέρνουν; Μπορεί να τολμήσει να αποδώσει σε θεσμούς, όπως το ΕΣΡ για παράδειγμα, την εξουσία που ποτέ δεν τους δόθηκε, στερώντας από τον εαυτό της μέρισμα στην εξουσία αυτή;
Ή, μήπως, μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει απλώς να φροντίσει να κάνει δικά της αυτά που ώς τώρα ήταν των άλλων, ώστε να τα θέσει στην υπηρεσία των δικών της πολιτικών επιδιώξεων; Ή μήπως πρέπει να επιδιώξει να καπελώσει υπό την εξουσία της και ό,τι θεσμικά τής εκφεύγει, ώστε η εξουσία αυτή να είναι πλήρης, ταγμένη στους ιερούς της σκοπούς (ή απλώς στην αναπαραγωγή της);
Το πολιτικό σίριαλ που πυροδότησαν οι καταγγελίες του πρώην υπουργού και οι διάλογοι της φυλακής που διέρρευσαν μοιάζουν με περιπλάνηση σε σκοτεινό δωμάτιο με έναν φακό που κρατά κάποιος άλλος. Φωτίζει ό,τι θέλει. Βλέπεις μόνον ό,τι φωτίζει. Τα υπόλοιπα μένουν σκοτεινά. Η έκβαση της υπόθεσης παραμένει απρόβλεπτη, οι λεπτομέρειές της μας διαφεύγουν, ο βίος, η πολιτεία και οι προθέσεις του πρωταγωνιστή της μπορεί να αμφισβητούνται. Αλλά το δίλημμα που έμμεσα θέτει η υπόθεση η ίδια και άμεσα διατύπωσε, σε χρόνο ανύποπτο, ο Πανούσης - τι είναι και τι δεν είναι αριστερή διακυβέρνηση; - παραμένει ενδιαφέρον. Και ας ελπίσουμε ότι δεν έχει ήδη, οριστικά, απαντηθεί.
Ο Πρωθυπουργός, σ’ εκείνον τον πρώτο κύκλο των συγκρούσεων, είχε δώσει με θεαματικό τρόπο τη στήριξή του στον υπουργό του. Αλλά ο κύκλος των συγκρούσεων διευρυνόταν και ο Πανούσης, ενώ πίσω από την πλάτη του συγκεντρώνονταν υπογραφές για την απομάκρυνσή του από την κυβέρνηση, επανήλθε με μία ακόμη συνέντευξη, στην οποία το ερώτημα που έθετε ήταν ακόμη πιο προκλητικό. Το θέμα δεν ήταν πια αν υπάρχει ή δεν υπάρχει αριστερή και δεξιά Αστυνομία, αριστερή και δεξιά πολιτική για τη δημόσια τάξη. Το θέμα που έθετε ήταν τι είναι και τι δεν είναι αριστερή διακυβέρνηση, γενικότερα. Οχι ως περιεχόμενο, αλλά ως μέθοδος, ως τρόπος και ήθος.
«Υπενθυμίζω» - είχε πει στο «Βήμα» - «ότι το Σύνταγμα και οι νόμοι στηρίζουν την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, τη λαϊκή κυριαρχία και όχι τη λαϊκή δημοκρατία. Εχουμε αλλαγή κυβέρνησης, όχι αλλαγή πολιτεύματος». Και είχε συστήσει στον Αλέξη Τσίπρα «να φτιάξει πρώτα το κράτος και μετά την Αριστερά». Δηλαδή, «πρώτα να εμπεδώσει τη δημοκρατία και μετά να δώσει το αριστερό χρώμα στην κυβέρνησή του».
Εδώ βρισκόμαστε, λοιπόν. Πέρα από τις σκοτεινές όψεις και τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες της εν εξελίξει «Πανουσιάδας», και ανεξάρτητα από την τελική της έκβαση, εκείνο το ερώτημα του Πανούση - τι είναι και τι δεν είναι αριστερό, όταν η Αριστερά ασκεί την κυβερνητική εξουσία; - επιστρέφει.
Το δίλημμα - αν υπάρχει δίλημμα - θα μπορούσε να τεθεί κάπως έτσι: μπορεί η Αριστερά να υιοθετήσει το ορφανό αίτημα του δημοκρατικού, προοδευτικού εκσυγχρονισμού των θεσμών και του κράτους και να γίνει ο φορέας του; Μπορεί να αποκαταστήσει τα ελλείποντα ή ατροφικά θεσμικά αντίβαρα της ίδιας της εξουσίας της και να σεβαστεί στην πράξη την ανεξαρτησία των άλλων εξουσιών; Μπορεί να απαλλάξει το κράτος από τα πελατειακά δίκτυα που εξασφαλίζουν την άλωσή του από το κόμμα που κάθε φορά κυβερνά; Μπορεί να αποκαταστήσει τη χαμένη αυτοτέλεια της Δημόσιας Διοίκησης και να άρει την πολιτική της πατρωνία, που αποτελεί τη ρίζα όλων των κακών που τη δέρνουν; Μπορεί να τολμήσει να αποδώσει σε θεσμούς, όπως το ΕΣΡ για παράδειγμα, την εξουσία που ποτέ δεν τους δόθηκε, στερώντας από τον εαυτό της μέρισμα στην εξουσία αυτή;
Ή, μήπως, μια κυβέρνηση της Αριστεράς πρέπει απλώς να φροντίσει να κάνει δικά της αυτά που ώς τώρα ήταν των άλλων, ώστε να τα θέσει στην υπηρεσία των δικών της πολιτικών επιδιώξεων; Ή μήπως πρέπει να επιδιώξει να καπελώσει υπό την εξουσία της και ό,τι θεσμικά τής εκφεύγει, ώστε η εξουσία αυτή να είναι πλήρης, ταγμένη στους ιερούς της σκοπούς (ή απλώς στην αναπαραγωγή της);
Το πολιτικό σίριαλ που πυροδότησαν οι καταγγελίες του πρώην υπουργού και οι διάλογοι της φυλακής που διέρρευσαν μοιάζουν με περιπλάνηση σε σκοτεινό δωμάτιο με έναν φακό που κρατά κάποιος άλλος. Φωτίζει ό,τι θέλει. Βλέπεις μόνον ό,τι φωτίζει. Τα υπόλοιπα μένουν σκοτεινά. Η έκβαση της υπόθεσης παραμένει απρόβλεπτη, οι λεπτομέρειές της μας διαφεύγουν, ο βίος, η πολιτεία και οι προθέσεις του πρωταγωνιστή της μπορεί να αμφισβητούνται. Αλλά το δίλημμα που έμμεσα θέτει η υπόθεση η ίδια και άμεσα διατύπωσε, σε χρόνο ανύποπτο, ο Πανούσης - τι είναι και τι δεν είναι αριστερή διακυβέρνηση; - παραμένει ενδιαφέρον. Και ας ελπίσουμε ότι δεν έχει ήδη, οριστικά, απαντηθεί.