Το τέλος της μεταπολίτευσης;
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2016-01-16
Από τότε που άρχισε η κρίση, ακούγεται ολοένα και πιο συχνά η άποψη ότι η μεταπολίτευση έκλεισε τον κύκλο της. Κι όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, το αν θα συμφωνήσουμε ή όχι εξαρτάται από το τι σημαίνει μεταπολίτευση, δηλαδή από το νόημα που αποδίδουμε σε όσα συνέβησαν τα τελευταία σαράντα χρόνια.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στα γεγονότα. Γιατί η μεταπολίτευση είναι κυρίως ένας τρόπος τού σκέπτεσθαι ή μια περιρρέουσα ιδεολογική ατμόσφαιρα, η οποία δύσκολα συνοψίζεται, αλλά όλοι ξέρουμε ότι ανέτρεψε αυτή που προηγήθηκε, κι αν πιστέψουμε τους προάγγελους του θανάτου της, θα αποδειχθεί διαφορετική από εκείνη που έπεται.
Μιλώντας γενικά -δυστυχώς, άλλη επιλογή δεν υπάρχει- το «πνεύμα της μεταπολίτευσης» έχει να κάνει πρωτίστως με τις τύχες της Αριστεράς. Η οποία, για να διατυπώσω επιγραμματικά τη θέση που θα υποστηρίξω, και κέρδισε και έχασε. Δεν αποκλείεται μάλιστα να έχασε περισσότερα από αυτά που κέρδισε.
Για να αρχίσουμε από το θετικό σκέλος, η Ελλάδα της μεταπολίτευσης αποδέχθηκε την ηθική ηγεμονία της Αριστεράς και μέχρι ενός σημείου το ιδεολογικό της προβάδισμα, χωρίς όμως να της δώσει το ανάλογο πολιτικό αντίκρισμα.
Σε ποσοστά ψήφων ο Συνασπισμός και το ΚΚΕ κυμάνθηκαν λίγο πάνω από το 10%, αλλά, με τη συγκατάθεση ή την ανοχή σχεδόν όλων, ανέλαβαν τον ρόλο του αδιάφθορου εισαγγελέα που καταγγέλλει τους ενόχους ενσαρκώνοντας μια σειρά από εμβληματικές αρετές: καθαρά χέρια, ανιδιοτέλεια, κοινωνική δικαιοσύνη και, πάνω απ’ όλα, αντίσταση και αυτοθυσία, όπως μαρτυρούν οι εκατόμβες των αριστερών αγωνιστών.
Για να καταλάβουμε τι σημαίνει ηθική ηγεμονία της Αριστεράς, ας αναλογιστούμε το εξής παράδοξο αλλά γνωστό σε όλους: κανείς δεν διστάζει σήμερα να πει ότι είναι αριστερός, ακόμα και κάποιοι που προσφάτως είδαν φως και μπήκαν. Στον συντηρητικό χώρο όμως, όποιος δηλώσει σκέτα «δεξιός» θεωρείται ακραίος.
Για να αποκτηθεί όμως αυτό το ηθικό πλεονέκτημα, έπρεπε να καταβληθεί ένα βαρύ τίμημα: για τους αριστερούς, ο ανατρεπτικός λόγος τους έγινε αυτονόητα ορθός. Θα μου πείτε ότι το ίδιο ίσχυε και στο παρελθόν. Η ηρωική γενιά της αντίστασης και του εμφυλίου δεν διακρίθηκε για τις επιδόσεις της στον κριτικό αναστοχασμό.
Μόνο που τότε η ιδεολογική ακαμψία ήταν η μόνη παρηγοριά των κατατρεγμένων που πλήρωσαν τα πιστεύω τους με τη ζωή τους. Στη μεταπολίτευση όμως, η απόλυτη βεβαιότητα μεταλλάχθηκε σε εύκολη, οκνηρή σκέψη. Και ταυτόχρονα, καταπιεστικά μισαλλόδοξη, εφόσον οι αριστεροί αναγόρευσαν εαυτούς κατ’ αποκλειστικότητα φορείς της αρετής ή όργανα της ιστορικής αναγκαιότητας (ΚΚΕ).
Ετσι, όσοι διαφωνούσαν ή έστω αμφέβαλλαν αποκηρύχθηκαν επειδή υποτίθεται ότι πέρασαν στην αντίπερα όχθη, ενώ, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, με την άνοδο του Σημίτη και μέχρι την έλευση της κρίσης, σε μια ατμόσφαιρα αυτάρεσκης πλειοδοσίας, οι ενδοαριστερές συζητήσεις και αντιδικίες περιστρέφονταν κυρίως γύρω από το ερώτημα «ποιος είναι πιο αριστερός από ποιον».
Τα συμφραζόμενα άλλαξαν το 2009. Η αναπόφευκτη και επώδυνη συνέπεια της κρίσης, δηλαδή η μείωση της αγοραστικής δύναμης ενός λαού που είχε συνηθίσει στην ανέμελη καλοπέραση, σε συνδυασμό με τις νεοφιλελεύθερες παρωπίδες των δανειστών και τη μικροπολιτική ΠΑΣΟΚ - Ν.Δ., έστρωσαν το κόκκινο χαλί που οδήγησε στο Μαξίμου τον Αλέξη Τσίπρα.
Ο οποίος, για να κερδίσει την εξουσία, χρησιμοποίησε τη μεταπολιτευτική ρητορική που είχε ήδη διαμορφωθεί όταν οι αριστεροί πίστευαν πως είχαν δίκιο από χέρι και ότι όποιος διαφωνούσε ήταν ή δεξιός ή πουλημένος ή ηλίθιος.
Σ’ αυτή την επιδεικτική αριστεροσύνη ήρθε κι έδεσε ο λαϊκισμός της οργής που απεκδύεται την πολιτική για να την εισπράξει πολιτικά. Η συνάρθρωσή τους έδωσε τον τόνο: καταγγελτικός λόγος, βασισμένος σε μανιχαϊκές και απλουστευτικές αναλύσεις, μαχητική αμετροέπεια, ταύτιση του πραγματικού με το φαντασιακό, βολονταρισμός, εύκολα λόγια και υποσχέσεις προς όλους για όλα.
Και το απείρως χειρότερο, μετατροπή της εξουσίας σε αυτοσκοπό. Κοντολογίς, η αποθέωση μιας αφηρημένης ανατρεπτικότητας που συνοδεύεται από το επιχείρημα ότι μπορεί μεν να φαίνεται ότι δεχόμαστε αυτά που καυτηριάζαμε -από μνημόνια μέχρι διορισμούς ημετέρων- αλλά δεν είναι έτσι· εμείς, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, έχουμε καλό σκοπό: το κάνουμε για να πετύχουμε τον αυτονόητα ορθό απώτερο στόχο μας.
Ομως το «πρώτη φορά Αριστερά» σημαίνει επίσης ότι για πρώτη φορά θα κριθεί στην πράξη η μεταπολιτευτική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, μπορεί μεν να ενισχύθηκε από τη λαϊκιστική εκμετάλλευση της γενικευμένης δυσαρέσκειας, αλλά είχε ήδη παγιωθεί όταν το κυρίως ζητούμενο ήταν να φαίνεσαι πιο αριστερός από τους άλλους μέσα σε ένα μικρό κόμμα που κανείς δεν διανοήθηκε καν ότι μια μέρα θα κυβερνούσε.
Γιατί τότε ήταν σαν να παίζεις πόκερ με σπίρτα, όχι με λεφτά. Διασκεδαστικό και ανέξοδο όταν βρίσκεσαι μονίμως στην αντιπολίτευση. Ζόρικο όταν καλείσαι να κυβερνήσεις.
«Υποτιμήσαμε τις δυσκολίες» λένε σήμερα. Ή, όπως το έθεσε ένας υπουργός, «γίναμε σοφότεροι». Επικοινωνιακή διαχείριση του προβλήματος; Φυσικά.
Η οποία όμως έχει εισέλθει στην επικράτεια του παραλόγου. Ενα κυβερνών κόμμα επικαλείται ως ελαφρυντικό το γεγονός ότι αληθεύει αυτό που του καταλόγιζαν οι αντίπαλοί του κι εκείνο όχι μόνο το αρνιόταν προεκλογικά, αλλά το παρουσίαζε ως αποδεικτικό στοιχείο της εθελοδουλείας τους, για να κερδίσει τις εκλογές.