Το «ηθικό πλεονέκτημα»
Γιατί η επανάληψη των παλαιοκομματικών τεχνασμάτων της ρουσφετολογίας δεν είναι αριστερή πολιτική
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2016-01-23
«Δηλαδή, ο Ομπάμα θα έπρεπε να κρατήσει στο γραφείο του τους ανθρώπους του Μπους; Ή ο Ολάντ τούς επιτελείς του Σαρκοζί;»
Η ρητορική αυτή ερώτηση ήταν το κεντρικό επιχείρημα στην απάντηση που έδωσε η κυβέρνηση μετά τον μεγάλο (και απολύτως δικαιολογημένο) θόρυβο που προκλήθηκε για τον διορισμό, ως μετακλητών υπαλλήλων σε θέσεις ευθύνης του Δημοσίου, ανθρώπων που μόνο προσόν είχαν τις αγωνιστικές τους περγαμηνές, τις υπηρεσίες τους στο κόμμα ή τον βαθμό συγγένειας με κάποιο νεόκοπο στέλεχος. Κι αφού δεν βρήκε τίποτε καλύτερο να αντιτάξει στις ενστάσεις, υποθέτω ότι και ο συντάκτης του «μη εγγράφου» θα πρέπει να συνειδητοποιεί ότι υπερασπίζεται κάτι μη υπερασπίσιμο.
Γιατί, φυσικά, το γραφείο του Πρωθυπουργού πρέπει να στελεχώνεται με πρόσωπα της επιλογής και της εμπιστοσύνης του (και θα κριθεί, βεβαίως, ο Πρωθυπουργός εάν δίνει την εμπιστοσύνη του σε στελέχη με κατάρτιση και εμπειρία, ικανά να του προσφέρουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, ή απλώς σε «εμπίστους»). Αλλά γιατί θα πρέπει όλη η κορυφή της διοικητικής πυραμίδας να αποτελείται από τέτοια «πρόσωπα εμπιστοσύνης»; Γιατί πρέπει στις ανώτερες υπηρεσιακές θέσεις, ακριβώς κάτω από τη βαθμίδα του υπουργού, να βρίσκουμε μόνο συμβούλους, ειδικούς και γενικούς γραμματείς που είναι πολιτικά διορισμένοι; Και γιατί όλες οι θέσεις ευθύνης στον ευρύτατο δημόσιο τομέα - σύμβουλοι υπουργών, επιθεωρητές μέσης εκπαίδευσης, διοικητές νοσοκομείων ή διευθυντές υπηρεσιών και οργανισμών - θα πρέπει να προκύπτουν από την «κομματική επετηρίδα»;
Αν η απάντηση είναι απλώς ότι «έτσι γινόταν πάντα», θα έλεγε κανείς ότι το «πάντα» θα έπρεπε να έχει ημερομηνία λήξης τη χρεοκοπία της χώρας - μια χρεοκοπία που, σε αντίθεση με άλλες χώρες και κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως σε μια φούσκα δημόσιου δανεισμού και δημόσιων δαπανών. Αν η απάντηση είναι ότι «έτσι πρέπει να γίνεται», σημαίνει ότι αυτός που απαντά δεν έχει καταλάβει τίποτε για τις πραγματικές αιτίες της χρεοκοπίας μας. Κι αν τέλος η απάντηση είναι πως δικαιούνται επιτέλους και οι μακρινοί απόγονοι των κατατρεγμένων αγωνιστών της Αριστεράς να γευθούν εξουσία, τότε μπορεί να ακούσουμε ευκρινώς κόκαλα ένδοξων νεκρών να τρίζουν.
«Οσοι ανακινούν θέμα διορισμών το κάνουν εκ του πονηρού» ακούω να λένε. «Θέλουν να αναιρέσουν το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς». Αλλά μπορεί απλώς να θέλουν να προχωρήσει η αποκομματικοποίηση της διοίκησης, να αποδομηθεί αυτή η «κορυφή του πελατειακού κράτους» (κατά τη διατύπωση του Δ. Σωτηρέλη). Και μπορεί να απογοητεύονται που μια νέα κυβέρνηση, άμαθη πιστεύαμε στα παλιά κόλπα, αποδεικνύεται τόσο καλός μαθητής του πατροπαράδοτου κομματισμού. Μα και αυτό το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» σηκώνει συζήτηση.
Δικαιώνει, στ’ αλήθεια, το φωτοστέφανο των αλλοτινών αγώνων μιας άλλης γενιάς τον βίο και την πολιτεία όσων σήμερα κυβερνούν στο όνομά τους; Και αντίστροφα οι πρακτικές εκείνων που σήμερα πολιτεύονται και κυβερνούν στο όνομα της Αριστεράς θα ήταν ποτέ δυνατόν να αναιρέσουν το «ηθικό πλεονέκτημα» εκείνων που κέρδισαν τον σεβασμό των αντιπάλων τους με την ανιδιοτελή τους αφοσίωση σε μια υπόθεση - χωρίς ποτέ οι ίδιοι να φέρουν τους αγώνες τους ως παράσημο ή να απαιτούν να εκλαμβάνεται η αυτοθυσία τους ως επιχείρημα πολιτικό που δικαιώνει τις απόψεις τους;
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι προφανής. Μα ζούμε ένα πολιτικό παράδοξο αυτά τα χρόνια. Ενα κόμμα της Αριστεράς κατέκτησε για πρώτη φορά μιαν εκλογική νίκη τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε επίπεδο αξιών και ιδεών (όπως όλες οι σχετικές δημοσκοπήσεις βεβαιώνουν) πιο «δεξιά» παρά ποτέ. Κέρδισε τη νίκη αυτή ως «αντιμνημονιακά» πολυσυλλεκτική και όχι ως αριστερή δύναμη. Την κέρδισε χρησιμοποιώντας μεθόδους μάλλον ασύμβατες με την αριστερή παράδοση (θα φανταζόσασταν ποτέ αριστερό πολιτικό ανεβασμένο στο τρακτέρ α λα Χατζηγάκης να δίνει υποσχέσεις που δεν θα μπορέσει να τηρήσει;). Μα, τώρα που έγινε ό,τι έγινε, είναι υποχρεωτικό να ασκεί την εξουσία με τρόπο τόσο αταίριαστο με την παράδοση της Αριστεράς - με τη διαιώνιση ενός τρόπου διοίκησης που η Αριστερά στις καλύτερες ημέρες της με τόση συνέπεια κατήγγελλε;
Η ρητορική αυτή ερώτηση ήταν το κεντρικό επιχείρημα στην απάντηση που έδωσε η κυβέρνηση μετά τον μεγάλο (και απολύτως δικαιολογημένο) θόρυβο που προκλήθηκε για τον διορισμό, ως μετακλητών υπαλλήλων σε θέσεις ευθύνης του Δημοσίου, ανθρώπων που μόνο προσόν είχαν τις αγωνιστικές τους περγαμηνές, τις υπηρεσίες τους στο κόμμα ή τον βαθμό συγγένειας με κάποιο νεόκοπο στέλεχος. Κι αφού δεν βρήκε τίποτε καλύτερο να αντιτάξει στις ενστάσεις, υποθέτω ότι και ο συντάκτης του «μη εγγράφου» θα πρέπει να συνειδητοποιεί ότι υπερασπίζεται κάτι μη υπερασπίσιμο.
Γιατί, φυσικά, το γραφείο του Πρωθυπουργού πρέπει να στελεχώνεται με πρόσωπα της επιλογής και της εμπιστοσύνης του (και θα κριθεί, βεβαίως, ο Πρωθυπουργός εάν δίνει την εμπιστοσύνη του σε στελέχη με κατάρτιση και εμπειρία, ικανά να του προσφέρουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, ή απλώς σε «εμπίστους»). Αλλά γιατί θα πρέπει όλη η κορυφή της διοικητικής πυραμίδας να αποτελείται από τέτοια «πρόσωπα εμπιστοσύνης»; Γιατί πρέπει στις ανώτερες υπηρεσιακές θέσεις, ακριβώς κάτω από τη βαθμίδα του υπουργού, να βρίσκουμε μόνο συμβούλους, ειδικούς και γενικούς γραμματείς που είναι πολιτικά διορισμένοι; Και γιατί όλες οι θέσεις ευθύνης στον ευρύτατο δημόσιο τομέα - σύμβουλοι υπουργών, επιθεωρητές μέσης εκπαίδευσης, διοικητές νοσοκομείων ή διευθυντές υπηρεσιών και οργανισμών - θα πρέπει να προκύπτουν από την «κομματική επετηρίδα»;
Αν η απάντηση είναι απλώς ότι «έτσι γινόταν πάντα», θα έλεγε κανείς ότι το «πάντα» θα έπρεπε να έχει ημερομηνία λήξης τη χρεοκοπία της χώρας - μια χρεοκοπία που, σε αντίθεση με άλλες χώρες και κατά παγκόσμια πρωτοτυπία, στην Ελλάδα οφείλεται κυρίως σε μια φούσκα δημόσιου δανεισμού και δημόσιων δαπανών. Αν η απάντηση είναι ότι «έτσι πρέπει να γίνεται», σημαίνει ότι αυτός που απαντά δεν έχει καταλάβει τίποτε για τις πραγματικές αιτίες της χρεοκοπίας μας. Κι αν τέλος η απάντηση είναι πως δικαιούνται επιτέλους και οι μακρινοί απόγονοι των κατατρεγμένων αγωνιστών της Αριστεράς να γευθούν εξουσία, τότε μπορεί να ακούσουμε ευκρινώς κόκαλα ένδοξων νεκρών να τρίζουν.
«Οσοι ανακινούν θέμα διορισμών το κάνουν εκ του πονηρού» ακούω να λένε. «Θέλουν να αναιρέσουν το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς». Αλλά μπορεί απλώς να θέλουν να προχωρήσει η αποκομματικοποίηση της διοίκησης, να αποδομηθεί αυτή η «κορυφή του πελατειακού κράτους» (κατά τη διατύπωση του Δ. Σωτηρέλη). Και μπορεί να απογοητεύονται που μια νέα κυβέρνηση, άμαθη πιστεύαμε στα παλιά κόλπα, αποδεικνύεται τόσο καλός μαθητής του πατροπαράδοτου κομματισμού. Μα και αυτό το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» σηκώνει συζήτηση.
Δικαιώνει, στ’ αλήθεια, το φωτοστέφανο των αλλοτινών αγώνων μιας άλλης γενιάς τον βίο και την πολιτεία όσων σήμερα κυβερνούν στο όνομά τους; Και αντίστροφα οι πρακτικές εκείνων που σήμερα πολιτεύονται και κυβερνούν στο όνομα της Αριστεράς θα ήταν ποτέ δυνατόν να αναιρέσουν το «ηθικό πλεονέκτημα» εκείνων που κέρδισαν τον σεβασμό των αντιπάλων τους με την ανιδιοτελή τους αφοσίωση σε μια υπόθεση - χωρίς ποτέ οι ίδιοι να φέρουν τους αγώνες τους ως παράσημο ή να απαιτούν να εκλαμβάνεται η αυτοθυσία τους ως επιχείρημα πολιτικό που δικαιώνει τις απόψεις τους;
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι προφανής. Μα ζούμε ένα πολιτικό παράδοξο αυτά τα χρόνια. Ενα κόμμα της Αριστεράς κατέκτησε για πρώτη φορά μιαν εκλογική νίκη τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε επίπεδο αξιών και ιδεών (όπως όλες οι σχετικές δημοσκοπήσεις βεβαιώνουν) πιο «δεξιά» παρά ποτέ. Κέρδισε τη νίκη αυτή ως «αντιμνημονιακά» πολυσυλλεκτική και όχι ως αριστερή δύναμη. Την κέρδισε χρησιμοποιώντας μεθόδους μάλλον ασύμβατες με την αριστερή παράδοση (θα φανταζόσασταν ποτέ αριστερό πολιτικό ανεβασμένο στο τρακτέρ α λα Χατζηγάκης να δίνει υποσχέσεις που δεν θα μπορέσει να τηρήσει;). Μα, τώρα που έγινε ό,τι έγινε, είναι υποχρεωτικό να ασκεί την εξουσία με τρόπο τόσο αταίριαστο με την παράδοση της Αριστεράς - με τη διαιώνιση ενός τρόπου διοίκησης που η Αριστερά στις καλύτερες ημέρες της με τόση συνέπεια κατήγγελλε;