Πολιτικό deja vu
Παύλος Τσίμας, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2016-04-02
Αναγγέλθηκε ως καταιγίδα που θα έσχιζε το καταπέτασμα του ναού της διαπλοκής. Προέκυψε ψιλή βροχή, με κάτι αστραπόβροντα κοινοβουλευτικά καβγαδάκια εκεί λίγο πριν βγει ο Αυγερινός. Μας έταξαν οκτώ βαρείς φακέλους με ονόματα και διευθύνσεις. Λάβαμε δεκατρείς ρώγες από περσινά ξινά σταφύλια, κάτι ψηφισμένες τροπολογίες, δημοσιευμένες ήδη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καταγεγραμμένες στο τεφτέρι της Ζωής - και μάλιστα δίχως τα ονόματα των ευεργετηθέντων. Και στο τέλος, απ’ όλη αυτή την υπερδιαφημισμένη ως τιτανoμαχία στα μαρμαρένια αλώνια της αλήθειας κοινοβουλευτική διαδικασία της περασμένης Τρίτης δεν έμειναν παρά μερικές σταγόνες αίμα από τη θυσία της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και μια ακαταμάχητη αίσθηση déjà vu.
Κι αν είχε κάποια χρησιμότητα και κάποια αξία αυτό το - κατά Κουτσούμπα - «τσίρκο», ήταν να μας βοηθήσει να μετρήσουμε την απόσταση που διήνυσε το πολιτικό μας σύστημα μέσα σε επτά μήνες, για να βρεθεί ξανά πίσω, στο πρώτο τετραγωνάκι του παιχνιδιού.
Για ένα σύντομο καλοκαίρι, μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου, το ελληνικό πολιτικό σύστημα έμοιαζε να φορά αίφνης την ευρωπαϊκή του φορεσιά. Από την επομένη του δημοψηφίσματος μέχρι τις ταραχώδεις, μεταμεσονύκτιες ψηφοφορίες για την έγκριση του νέου Μνημονίου - με τις υγείες μας -, οι πολιτικές ηγεσίες στη μεγάλη πλειοψηφία τους έδειξαν προ του άμεσου και φοβερού κινδύνου μια ικανότητα συνδιαλλαγής, συμβιβασμού και συναίνεσης. Και οι πιο αισιόδοξοι πανηγυρίσαμε πως, έστω και αργά, έστω και κατόπιν εορτής σχεδόν, και τα δικά μας πολιτικά κόμματα έδειξαν ικανά να κάνουν ό,τι εξαρχής είχαν κάνει τα πολιτικά κόμματα στις άλλες, ομοιοπαθείς χώρες του Μνημονίου: Χωρίς να σβήσουν τα φώτα του πολιτικού ανταγωνισμού, χωρίς να πάψουν οι αντιπολιτεύσεις να αντιπολιτεύονται τις κυβερνήσεις που κυβερνούν, να μην αντιπολιτεύονται πάντως το αυτονόητο. Να μη θεωρούν την απειλή χρεοκοπίας της χώρας τους «παραμύθι χωρίς δράκο», να μην εμποδίζουν την αναπόφευκτη δημοσιονομική διόρθωση και - ακόμη κι αν διαφωνούν, και με το δίκιο τους, με τη «συνταγή» του Μνημονίου - να αποδέχονται την ανάγκη να εφαρμοστεί όσο γίνεται πιο γρήγορα και λιγότερο επώδυνα. Και να μη διακοπεί η δύσκολη αυτή οικονομική άσκηση από τον εκλογικό κύκλο.
Ετσι έκαναν οι Ιρλανδοί, οι Πορτογάλοι και πιο πρόσφατα οι αδελφοί Κύπριοι. Κάπως έτσι η Πορτογαλία, για παράδειγμα, εφάρμοσε το ίδιο πάνω - κάτω Μνημόνιο υπό την ίδια ακριβώς τρόικα μέσα σε τρία μόλις χρόνια, έχασε μόλις το 4% του ΑΕΠ της (εμείς το 26%) και είχε άνοδο ανεργίας κατά 4,5 μονάδες (εμείς 15). Κάπως έτσι τα κατάφερε και η Κύπρος, με τη συναινετική πολιτική της κουλτούρα, που από χθες είναι εκτός Μνημονίου μολονότι ξεκίνησε με πολύ χειρότερους όρους απ’ ό,τι εμείς, μ’ ένα βαρύ κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων.
Χαρήκαμε, λοιπόν, μέσα στη μαυρίλα του περασμένου καλοκαιριού πως τουλάχιστον το πάθημα είχε γίνει μάθημα και πως το τέμπο της πολιτικής μας ζωής είχε αλλάξει οριστικά. Αλλά αποδείχθηκε υπερβολικά αισιόδοξη η προσδοκία αυτή. Το κλίμα, οι τόνοι της συζήτησης της περασμένης Τρίτης επιβεβαίωσαν ότι η εποχή της συναίνεσης είχε τελειώσει πολύ πριν μπει η άνοιξη και ότι ο πειρασμός της αέναης ανακύκλησης του εκλογικού τροχού είναι ακαταμάχητος. Και το παράδοξο δεν ήταν η πολεμική κραυγή για εκλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη που έφερε άρωμα κάλπης, ξανά, πάνω από τη χώρα. Ηταν η πολιτική πρωτοβουλία της κυβέρνησης και ο μεθοδευμένα πολωτικός λόγος του ίδιου του Πρωθυπουργού που έφεραν ξανά το φάντασμα της κάλπης πάνω από την ημιτελή και ασθμαίνουσα και αενάως αναβαλλόμενη δημοσιονομική απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας. Μωραίνει Κύριος;
Κι αν είχε κάποια χρησιμότητα και κάποια αξία αυτό το - κατά Κουτσούμπα - «τσίρκο», ήταν να μας βοηθήσει να μετρήσουμε την απόσταση που διήνυσε το πολιτικό μας σύστημα μέσα σε επτά μήνες, για να βρεθεί ξανά πίσω, στο πρώτο τετραγωνάκι του παιχνιδιού.
Για ένα σύντομο καλοκαίρι, μεταξύ Ιουλίου και Αυγούστου, το ελληνικό πολιτικό σύστημα έμοιαζε να φορά αίφνης την ευρωπαϊκή του φορεσιά. Από την επομένη του δημοψηφίσματος μέχρι τις ταραχώδεις, μεταμεσονύκτιες ψηφοφορίες για την έγκριση του νέου Μνημονίου - με τις υγείες μας -, οι πολιτικές ηγεσίες στη μεγάλη πλειοψηφία τους έδειξαν προ του άμεσου και φοβερού κινδύνου μια ικανότητα συνδιαλλαγής, συμβιβασμού και συναίνεσης. Και οι πιο αισιόδοξοι πανηγυρίσαμε πως, έστω και αργά, έστω και κατόπιν εορτής σχεδόν, και τα δικά μας πολιτικά κόμματα έδειξαν ικανά να κάνουν ό,τι εξαρχής είχαν κάνει τα πολιτικά κόμματα στις άλλες, ομοιοπαθείς χώρες του Μνημονίου: Χωρίς να σβήσουν τα φώτα του πολιτικού ανταγωνισμού, χωρίς να πάψουν οι αντιπολιτεύσεις να αντιπολιτεύονται τις κυβερνήσεις που κυβερνούν, να μην αντιπολιτεύονται πάντως το αυτονόητο. Να μη θεωρούν την απειλή χρεοκοπίας της χώρας τους «παραμύθι χωρίς δράκο», να μην εμποδίζουν την αναπόφευκτη δημοσιονομική διόρθωση και - ακόμη κι αν διαφωνούν, και με το δίκιο τους, με τη «συνταγή» του Μνημονίου - να αποδέχονται την ανάγκη να εφαρμοστεί όσο γίνεται πιο γρήγορα και λιγότερο επώδυνα. Και να μη διακοπεί η δύσκολη αυτή οικονομική άσκηση από τον εκλογικό κύκλο.
Ετσι έκαναν οι Ιρλανδοί, οι Πορτογάλοι και πιο πρόσφατα οι αδελφοί Κύπριοι. Κάπως έτσι η Πορτογαλία, για παράδειγμα, εφάρμοσε το ίδιο πάνω - κάτω Μνημόνιο υπό την ίδια ακριβώς τρόικα μέσα σε τρία μόλις χρόνια, έχασε μόλις το 4% του ΑΕΠ της (εμείς το 26%) και είχε άνοδο ανεργίας κατά 4,5 μονάδες (εμείς 15). Κάπως έτσι τα κατάφερε και η Κύπρος, με τη συναινετική πολιτική της κουλτούρα, που από χθες είναι εκτός Μνημονίου μολονότι ξεκίνησε με πολύ χειρότερους όρους απ’ ό,τι εμείς, μ’ ένα βαρύ κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων.
Χαρήκαμε, λοιπόν, μέσα στη μαυρίλα του περασμένου καλοκαιριού πως τουλάχιστον το πάθημα είχε γίνει μάθημα και πως το τέμπο της πολιτικής μας ζωής είχε αλλάξει οριστικά. Αλλά αποδείχθηκε υπερβολικά αισιόδοξη η προσδοκία αυτή. Το κλίμα, οι τόνοι της συζήτησης της περασμένης Τρίτης επιβεβαίωσαν ότι η εποχή της συναίνεσης είχε τελειώσει πολύ πριν μπει η άνοιξη και ότι ο πειρασμός της αέναης ανακύκλησης του εκλογικού τροχού είναι ακαταμάχητος. Και το παράδοξο δεν ήταν η πολεμική κραυγή για εκλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη που έφερε άρωμα κάλπης, ξανά, πάνω από τη χώρα. Ηταν η πολιτική πρωτοβουλία της κυβέρνησης και ο μεθοδευμένα πολωτικός λόγος του ίδιου του Πρωθυπουργού που έφεραν ξανά το φάντασμα της κάλπης πάνω από την ημιτελή και ασθμαίνουσα και αενάως αναβαλλόμενη δημοσιονομική απελευθέρωση της ελληνικής οικονομίας. Μωραίνει Κύριος;