Ασπόνδυλα
Μιχάλης Τσιντσίνης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2016-04-11
Ο Ρόναλντ Ρίγκαν - που στα νιάτα του είχε υπάρξει μέλος των Δημοκρατικών - έλεγε ότι δεν άφησε αυτός τους Δημοκρατικούς. Οι Δημοκρατικοί τον άφησαν. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να ισχυριστεί και ο Θοδωρής Δρίτσας. Δεν έπαψε εκείνος να είναι νομιμόφρων συριζαίος. Ο ΣΥΡΙΖΑ έπαψε να είναι ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα υλοποιεί ως κυβέρνηση τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που δαιμονοποιούσε ως αντιπολίτευση.
Κι όμως. Με τον Δρίτσα και τον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι συμβαίνει κάτι πιο σύνθετο. Κάτι πιο βαθύ από αυτό που περιγράφεται από τους Αριστερούς ως «μετάλλαξη» και από τους συμπαθούντες ως «ωρίμαση».
Το παράδειγμα του λιμανιού είναι χαρακτηριστικό, χωρίς να είναι το μόνο. Ο Δρίτσας καταγγέλλει επανειλημμένως την πολιτική που καλείται να εφαρμόσει, χωρίς να τίθεται θέμα παραμονής του στην κυβέρνηση. Ακόμη και ο Σπίρτζης, που σταδιοδρομεί ως απόφυση του συστήματος του Μαξίμου, μηρυκάζει ακόμη το αντιπολιτευτικό ρεπερτόριο της Κουμουνδούρου κατά των ιδιωτικοποιήσεων.
Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να εξηγήσει κανείς αυτές τις παραδοξότητες: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπαψε ποτέ να είναι ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας που υπογράφει με παράτες τη σύμβαση παραχώρησης του λιμανιού στην COSCO δεν διαφωνεί με τον Δρίτσα. Γι’ αυτό δεν τον αποπέμπει. Προσπερνά την αντίφαση, γιατί η ιδιωτικοποίηση δεν είναι γι’ αυτόν συνειδητή πολιτική επιλογή. Είναι σκέτος τακτικισμός.
Πρόκειται για μια λογική εγγεγραμμένη στο λογισμικό της Αριστεράς. Η λογική που λέει ότι οι συνθηκολογήσεις συγχωρούνται γιατί είναι πρόσκαιρες - μέχρι να ωριμάσουν νομοτελειακά οι συνθήκες και να μας δικαιώσει η Ιστορία.
Αν κάτι συστηματικά καταφέρνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι να διαψεύδει όσους βιάζονται κάθε φορά να χαιρετίσουν τη «σοσιαλδημοκρατικοποίησή» του ή τον εξευρωπαϊσμό του. Δεν συμβαίνει μόνο στους εγχώριους απολογητές του, που περίμεναν ένα νέο ΠΑΣΟΚ το οποίο τάχα θα αυτοεκσυγχρονιζόταν κυβερνώντας. Συμβαίνει και στους Ευρωπαίους, που ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να αφομοιώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στο ευρωπαϊκό υπόδειγμα. Και τώρα; Τώρα παρακολουθούν σοκαρισμένοι μια κυβέρνηση που, λίγες ημέρες μετά τα χαριεντίσματά της με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, επιχειρούσε να προβοκάρει τους δανειστές επιστρατεύοντας μια υποκλοπή. Δηλαδή ό,τι ακριβώς είχε κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τους εγχώριους πολιτικούς του αντιπάλους χρησιμοποιώντας το «Χαϊκάλης-γκέιτ» πριν από την προεδρική εκλογή.
Τα κρούσματα υποτροπής του ΣΥΡΙΖΑ στους τρόπους του προμνημονιακού εαυτού του είναι τόσo πολλά που μπορεί κανείς να πει ότι δεν πρόκειται στ’ αλήθεια για υποτροπές. Στην πραγματικότητα ο Δρίτσας δεν αντιστρατεύεται τους σκοπούς του πολιτικού οργανισμού στον οποίο ανήκει. Γιατί ανήκει σ’ έναν οργανισμό προγραμματικά ασπόνδυλο. Eνα γιγαντιαίο μαλάκιο που προσαρμόζεται σε ό,τι χρειάζεται - αριστερό ή δεξιό, νεοφιλελεύθερο ή ανελεύθερο - για να διατηρήσει κάθε φορά την εξουσία του. Την εξουσία για την εξουσία.
Κι όμως. Με τον Δρίτσα και τον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι συμβαίνει κάτι πιο σύνθετο. Κάτι πιο βαθύ από αυτό που περιγράφεται από τους Αριστερούς ως «μετάλλαξη» και από τους συμπαθούντες ως «ωρίμαση».
Το παράδειγμα του λιμανιού είναι χαρακτηριστικό, χωρίς να είναι το μόνο. Ο Δρίτσας καταγγέλλει επανειλημμένως την πολιτική που καλείται να εφαρμόσει, χωρίς να τίθεται θέμα παραμονής του στην κυβέρνηση. Ακόμη και ο Σπίρτζης, που σταδιοδρομεί ως απόφυση του συστήματος του Μαξίμου, μηρυκάζει ακόμη το αντιπολιτευτικό ρεπερτόριο της Κουμουνδούρου κατά των ιδιωτικοποιήσεων.
Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να εξηγήσει κανείς αυτές τις παραδοξότητες: ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπαψε ποτέ να είναι ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας που υπογράφει με παράτες τη σύμβαση παραχώρησης του λιμανιού στην COSCO δεν διαφωνεί με τον Δρίτσα. Γι’ αυτό δεν τον αποπέμπει. Προσπερνά την αντίφαση, γιατί η ιδιωτικοποίηση δεν είναι γι’ αυτόν συνειδητή πολιτική επιλογή. Είναι σκέτος τακτικισμός.
Πρόκειται για μια λογική εγγεγραμμένη στο λογισμικό της Αριστεράς. Η λογική που λέει ότι οι συνθηκολογήσεις συγχωρούνται γιατί είναι πρόσκαιρες - μέχρι να ωριμάσουν νομοτελειακά οι συνθήκες και να μας δικαιώσει η Ιστορία.
Αν κάτι συστηματικά καταφέρνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι να διαψεύδει όσους βιάζονται κάθε φορά να χαιρετίσουν τη «σοσιαλδημοκρατικοποίησή» του ή τον εξευρωπαϊσμό του. Δεν συμβαίνει μόνο στους εγχώριους απολογητές του, που περίμεναν ένα νέο ΠΑΣΟΚ το οποίο τάχα θα αυτοεκσυγχρονιζόταν κυβερνώντας. Συμβαίνει και στους Ευρωπαίους, που ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να αφομοιώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στο ευρωπαϊκό υπόδειγμα. Και τώρα; Τώρα παρακολουθούν σοκαρισμένοι μια κυβέρνηση που, λίγες ημέρες μετά τα χαριεντίσματά της με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, επιχειρούσε να προβοκάρει τους δανειστές επιστρατεύοντας μια υποκλοπή. Δηλαδή ό,τι ακριβώς είχε κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τους εγχώριους πολιτικούς του αντιπάλους χρησιμοποιώντας το «Χαϊκάλης-γκέιτ» πριν από την προεδρική εκλογή.
Τα κρούσματα υποτροπής του ΣΥΡΙΖΑ στους τρόπους του προμνημονιακού εαυτού του είναι τόσo πολλά που μπορεί κανείς να πει ότι δεν πρόκειται στ’ αλήθεια για υποτροπές. Στην πραγματικότητα ο Δρίτσας δεν αντιστρατεύεται τους σκοπούς του πολιτικού οργανισμού στον οποίο ανήκει. Γιατί ανήκει σ’ έναν οργανισμό προγραμματικά ασπόνδυλο. Eνα γιγαντιαίο μαλάκιο που προσαρμόζεται σε ό,τι χρειάζεται - αριστερό ή δεξιό, νεοφιλελεύθερο ή ανελεύθερο - για να διατηρήσει κάθε φορά την εξουσία του. Την εξουσία για την εξουσία.