Οι πρόσφυγες, οι μετανάστες και εγώ
Ξενοφών Γιαταγάνας, Έθνος, Δημοσιευμένο: 2016-04-28
Ποτέ δεν φαντάστηκα καν ότι θα μπορούσα να αποκτήσω ρατσιστικά αντανακλαστικά. Οχι κοσμοθεωρητικά, ούτε συνειδητά, αλλά συγκυριακά και βιωματικά. Γεννήθηκα τέλη της δεκαετίας του ’40 στην οδό Φυλής, τότε μεσοαστική και σήμερα κακόφημη γειτονιά, όπου πέρασα τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Υστερα μετακομίσαμε στη Φωκίωνος Νέγρη, όπου έζησα μέχρι να τελειώσω τη Νομική, πριν φύγω για το Παρίσι και μετά για τις Βρυξέλλες. Από το 2009 ζω και πάλι στη Φωκίωνος Νέγρη. Το τρίγωνο Βικτώρια, Πεδίον του Αρεως, Φωκίωνος Νέγρη υπήρξε το επίκεντρο όλης της νεανικής μου ζωής, ο τόπος που έπαιξα στην αρχή γκαζάκια και ποδοσφαιράκι, μετά πρέφα και μπιλιάρδο, που πρωτοβγήκα ραντεβού, που πρωτοερωτεύτηκα, και πιθανότατα θα γίνει και ο τόπος της τελευταίας μου κατοικίας πριν εγκαταλείψω τον μάταιο τούτο κόσμο. Το έκανα από επιλογή και όχι από ανάγκη.
Και η μακαρίτισσα η μάνα μου έμεινε στην ίδια γειτονιά, είχε εκεί τις φίλες της, βγαίνανε τα απογεύματα για καφέ ή παγωτό στον πεζόδρομο, όταν της πρότεινα το ’80 να μετακομίσει στην Πλάκα, μου είπε να το κάνω αν ήθελα να πεθάνει! Στα σύντομα, αλλά πολυάριθμα ταξίδια μου, πάντα έμενα στο διαμέρισμα της οδού Επτανήσου, έκανα περιπάτους στα παλιά λημέρια με την ίδια πάντα ηδονή και την ίδια απόλαυση. Και οι πρώτες μεταναστευτικές ροές της δεκαετίας του ’90 μου φαίνονταν ευεργετικές για την πόλη, της έδιναν μια κοσμοπολίτικη χροιά, ανανέωναν ηλικιακά τον πληθυσμό, υπόσχονταν ένα καλύτερο μέλλον για όλους. Υστερα, ήρθε η κρίση: η πλατεία Βικτωρίας και οι γύρω δρόμοι έγιναν αδιάβατοι από σμήνη εξαθλιωμένων προσφύγων και μεταναστών, το Πεδίον του Αρεως γέμισε με αυτοσχέδιους καταυλισμούς χωρίς υποδομές, η περιφέρεια το εγκατέλειψε στην τύχη του λίγο καιρό μετά την ανάπλασή του, τίποτα δεν θυμίζει τον υπέροχο περίπατο των νεανικών μου χρόνων.
Το Γκριν Παρκ, όπου καθόμαστε ακόμα και προ πενταετίας με τον φίλο μου τον Κώστα, που μένει δίπλα, έχει γίνει κουφάρι μουντζουρωμένο από αλλόκοτα συνθήματα αναρχικών οργανώσεων, προχτές μαχαιρώθηκαν μου είπε, η πολυκατοικία του συγκάλεσε συνέλευση για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα ασφάλειας των κατοίκων. Δίπλα, στην πρώην ΑΣΟΕΕ και στο ΕΜΠ ανθεί το παραεμπόριο λαθραίων προϊόντων και τσιγάρων, ναρκωτικών ουσιών πάσης φύσεως, ακόμα και ηρωίνης, όπως μαρτυρούν οι διάσπαρτες σύριγγες στους δρόμους. Η Φωκίωνος Νέγρη ευτυχώς ανθίσταται ακόμα, αλλά μέχρι πότε; Οι παράδρομοι παρουσιάζουν όμως σχεδόν το ίδιο θέαμα και οι πάγκοι έχουν ήδη αρχίσει να καταλαμβάνονται από αστέγους και μετανάστες που έφτασαν έως εδώ ελκυόμενοι από τη γοητεία ενός σπάνιου, έντονα πράσινου και σκιερού αστικού περιβάλλοντος, το οποίο όμως ούτε σέβονται, ούτε καν απολαμβάνουν. Η όαση των παιδικών μου χρόνων δεν υπάρχει πια. Χωρίς να το θέλω, κοιτάζω τους νέους έποικους της γειτονιάς με καχυποψία, μερικές φορές με εχθρότητα. Αμέσως συγκρατούμαι, αλλά το συναίσθημα υπάρχει. Και αν εγώ αισθάνομαι έτσι, διερωτώμαι τι γίνεται με πολλούς άλλους που δεν διαθέτουν, ίσως, ανάλογες ιδεολογικές αναστολές. Η πολιτεία οφείλει να ασχοληθεί και να περιορίσει τα φαινόμενα, φροντίζοντας κυρίως για τη στέγαση των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων σε αξιοπρεπή καταλύματα με ελάχιστες προδιαγραφές υγιεινής και σίτισης. Για το καλό όλων μας, μεταναστών και γηγενών. Αλλιώς, όλοι θα πληρώσουμε ακριβά τη μέχρι σήμερα σχεδόν πλήρη απουσία της.
Και η μακαρίτισσα η μάνα μου έμεινε στην ίδια γειτονιά, είχε εκεί τις φίλες της, βγαίνανε τα απογεύματα για καφέ ή παγωτό στον πεζόδρομο, όταν της πρότεινα το ’80 να μετακομίσει στην Πλάκα, μου είπε να το κάνω αν ήθελα να πεθάνει! Στα σύντομα, αλλά πολυάριθμα ταξίδια μου, πάντα έμενα στο διαμέρισμα της οδού Επτανήσου, έκανα περιπάτους στα παλιά λημέρια με την ίδια πάντα ηδονή και την ίδια απόλαυση. Και οι πρώτες μεταναστευτικές ροές της δεκαετίας του ’90 μου φαίνονταν ευεργετικές για την πόλη, της έδιναν μια κοσμοπολίτικη χροιά, ανανέωναν ηλικιακά τον πληθυσμό, υπόσχονταν ένα καλύτερο μέλλον για όλους. Υστερα, ήρθε η κρίση: η πλατεία Βικτωρίας και οι γύρω δρόμοι έγιναν αδιάβατοι από σμήνη εξαθλιωμένων προσφύγων και μεταναστών, το Πεδίον του Αρεως γέμισε με αυτοσχέδιους καταυλισμούς χωρίς υποδομές, η περιφέρεια το εγκατέλειψε στην τύχη του λίγο καιρό μετά την ανάπλασή του, τίποτα δεν θυμίζει τον υπέροχο περίπατο των νεανικών μου χρόνων.
Το Γκριν Παρκ, όπου καθόμαστε ακόμα και προ πενταετίας με τον φίλο μου τον Κώστα, που μένει δίπλα, έχει γίνει κουφάρι μουντζουρωμένο από αλλόκοτα συνθήματα αναρχικών οργανώσεων, προχτές μαχαιρώθηκαν μου είπε, η πολυκατοικία του συγκάλεσε συνέλευση για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα ασφάλειας των κατοίκων. Δίπλα, στην πρώην ΑΣΟΕΕ και στο ΕΜΠ ανθεί το παραεμπόριο λαθραίων προϊόντων και τσιγάρων, ναρκωτικών ουσιών πάσης φύσεως, ακόμα και ηρωίνης, όπως μαρτυρούν οι διάσπαρτες σύριγγες στους δρόμους. Η Φωκίωνος Νέγρη ευτυχώς ανθίσταται ακόμα, αλλά μέχρι πότε; Οι παράδρομοι παρουσιάζουν όμως σχεδόν το ίδιο θέαμα και οι πάγκοι έχουν ήδη αρχίσει να καταλαμβάνονται από αστέγους και μετανάστες που έφτασαν έως εδώ ελκυόμενοι από τη γοητεία ενός σπάνιου, έντονα πράσινου και σκιερού αστικού περιβάλλοντος, το οποίο όμως ούτε σέβονται, ούτε καν απολαμβάνουν. Η όαση των παιδικών μου χρόνων δεν υπάρχει πια. Χωρίς να το θέλω, κοιτάζω τους νέους έποικους της γειτονιάς με καχυποψία, μερικές φορές με εχθρότητα. Αμέσως συγκρατούμαι, αλλά το συναίσθημα υπάρχει. Και αν εγώ αισθάνομαι έτσι, διερωτώμαι τι γίνεται με πολλούς άλλους που δεν διαθέτουν, ίσως, ανάλογες ιδεολογικές αναστολές. Η πολιτεία οφείλει να ασχοληθεί και να περιορίσει τα φαινόμενα, φροντίζοντας κυρίως για τη στέγαση των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων σε αξιοπρεπή καταλύματα με ελάχιστες προδιαγραφές υγιεινής και σίτισης. Για το καλό όλων μας, μεταναστών και γηγενών. Αλλιώς, όλοι θα πληρώσουμε ακριβά τη μέχρι σήμερα σχεδόν πλήρη απουσία της.