Κλαυθμός και οδυρμός για τις μεταρρυθμίσεις...
Κώστας Καλλίτσης, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2016-05-22
Στο νέο υπερταμείο θα υπαχθούν και οι ΔΕΚΟ και περίπου 70.000 ακίνητα του Δημοσίου, θα διοικείται από 5μελές συμβούλιο (τρία της Ελλάδας, δύο των θεσμών), θα αποφασίζει με πλειοψηφία 4 επί των 5, θα έχει διάρκεια ζωής 99 χρόνια. Γιατί (στα αλήθεια!..) κάποιοι ενοχλούνται; Διότι δημιουργούνται προϋποθέσεις για επαγγελματική διαχείριση των ΔΕΚΟ, ώστε να μην μπορεί η κάθε κυβέρνηση να διορίζει τα δικά της παιδιά, να μοιράζει τις δουλειές σε «πελάτες» της, να τους παραχωρεί τα κτίρια έναντι συμβολικού τιμήματος κ.λπ. Να μην μπορεί, με δυο λόγια, να μεταχειρίζεται τη δημόσια περιουσία ως λάφυρο. Το πολιτικό προσωπικό χάνει το «βάζο με το μέλι» – γι’ αυτό ένα μέρος του οδύρεται.
Οι κραυγές «ξένοι στη διοίκηση του Ταμείου!» επιδιώκουν να συγκαλύψουν την κοινωνική-οικονομική ουσία της διαχείρισης που θα ασκείται. Και η ουσία είναι ότι επαγγελματική διαχείριση της δημόσιας περιουσίας μπορεί: (α) Να την προστατεύσει από τα τρωκτικά που έμαθαν να πλουτίζουν λεηλατώντας την. (β) Να δημιουργήσει νέο πλούτο, πολλώ μάλλον που το 50% των εσόδων του Ταμείου θα επανεπενδύονται. (γ) Ετσι, το υπερταμείο θα λειτουργήσει, πράγματι, ως εγγύηση προς τους δανειστές, προκειμένου να μπορέσει η χώρα να διεκδικήσει τη μεγαλύτερη δυνατή ελάφρυνση χρέους. Ποιον, αλήθεια, βλάπτει αυτό;..
Ας είμαστε ειλικρινείς. Εθνική ντροπή δεν είναι η δημιουργία του Ταμείου. Είναι η άθλια διαχείριση που μας οδήγησε στο σημερινό κατάντημα. Είναι και οι κραυγές για «αποικία», «ξεπούλημα» ή ότι «κάποιοι θα κάτσουν στο σκαμνί» – απειλές για «Γουδί», που αυτή τη φορά εκστομίζονται από συντηρητικούς πολιτικούς. Ας ηρεμήσουν: Τα δύο ξένης επιλογής μέλη της διοίκησης του Ταμείου από μόνα τους δεν μπορούν να αποφασίζουν, θα απαιτείται πλειοψηφία 4 στους 5. Ως εκ τούτου, άδικα ανησυχούν, οι ξένοι δεν θα μπορέσουν να μας πάρουν τον ΟΣΕ και να τον μεταφέρουν στο Βερολίνο...
Αν το Ταμείο μπορεί να αποτελέσει μια ιστορικής σημασίας τομή (υπό την προϋπόθεση σταθερής πολιτικής βούλησης...) η δεύτερη απόφαση, για τα «κόκκινα» δάνεια, μπορεί να γίνει η θρυαλλίδα για την αποδόμηση ενός παρασιτικού κατεστημένου, που έμαθε να ευημερεί μέσα στο τέλμα της διαπλοκής και, γι’ αυτό, υπονομεύει κάθε υγιή επιχειρηματική προσπάθεια.
Το θέμα δεν είναι τα στεγαστικά δάνεια – ουδείς θέλει να πάρει τα σπίτια, ούτε οι τράπεζες να τα βγάλουν στο σφυρί, γιατί αν το κάνουν θα καταρρεύσουν οι τιμές και μαζί θα καταρρεύσει η δική τους κεφαλαιακή επάρκεια. Το πραγματικό θέμα είναι τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια. Υπάρχουν επιχειρήσεις που έχουν οριστικά τελειώσει. Υπάρχουν όμως πολλές άλλες, που έπεσαν έξω αλλά μπορούν να γίνουν κερδοφόρες ύστερα από γενναία αναδιάρθρωση και είσοδο φρέσκων κεφαλαίων. Αν αυτό δεν συμβεί, όλες αυτές οι επιχειρήσεις θα σέρνονται, θα μολύνουν και άλλες, θα συνεχιστεί η καταστροφή θέσεων εργασίας και, σε μερικούς μήνες, θα καταστεί αναγκαία νέα κεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Υπάρχουν καλές επιχειρήσεις με αφοσιωμένους μάνατζερ, που απλώς έπεσαν έξω – συμβαίνουν και χρεοκοπίες, δεν είναι αμαρτία ούτε ελληνικό φαινόμενο. Ωστόσο, το μέγεθος του ελληνικού προβλήματος «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων παραπέμπει σε ένα άρρωστο επιχειρηματικό μοντέλο, υπερδανεισμού και μετατροπής των δανείων σε ατομικό πλούτο. Με υπερτιμολογήσεις που πλούτιζαν τον επιχειρηματία και τσάκιζαν τις επιχειρήσεις από τη γέννησή τους, με λεηλασίες επιχειρήσεων που καλύπτονταν με συνεχή υπερδανεισμό, η χώρα γέμισε με πλούσιους επιχειρηματίες μεν, με επιχειρήσεις που είτε ασθμαίνουν για να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους είτε έχουν χρεοκοπήσει ουσιαστικά ή και τυπικά, δε.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος εκκρεμεί εδώ και τρία χρόνια. Η συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ πεισματικά αρνιόταν να το αγγίξει. Τώρα δημιουργείται το πλαίσιο να παρακαμφθεί η «απροθυμία» τραπεζών να θίξουν τους «πελάτες» τους, και να ξεκινήσει άμεσα η αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων, είτε συναινούν είτε (με λίγους μήνες δικαστική καθυστέρηση...) όχι οι ιδιοκτήτες τους. Η διαχείριση των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων (εφόσον γίνει με διαφάνεια και όχι με νοοτροπία «αρπαχτής»...) μπορεί να διευκολύνει την ανάδυση μιας νέας υγιούς επιχειρηματικότητας, να αποτελέσει το πρώτο σκαλοπάτι για προσέλκυση ξένων ιδιωτικών μακροπρόθεσμων κεφαλαίων που τόσο ανάγκη έχει μια οικονομία με χρόνια αρνητική αποταμίευση, να υποχρεώσει σταδιακά την ανεργία σε αναδίπλωση. Ισως, σε ορίζοντα δύο-τριών ετών, αν ο παρασιτισμός δεν καταφέρει να ανατρέψει τις διαδικασίες, να έχει αλλάξει ριζικά η ίδια η εικόνα της ελληνικής επιχειρηματικότητας.
Αυτές οι δύο μεταρρυθμίσεις, μαζί με τη σύσταση της ανεξάρτητης αρχής δημοσίων εσόδων και τη (μνημονιακή) δέσμευση για ριζικές αλλαγές στο κράτος και στη Δικαιοσύνη, εφόσον υλοποιηθούν, θα αλλάξουν ριζικά τη ζωή και την επιχειρηματική δράση στη χώρα. Η αντιπολίτευση θα ήταν χρήσιμο να τις ψηφίσει και να απαιτήσει τη συνεπή εφαρμογή τους. Οχι να συμπαραταχθεί με το παρασιτικό κατεστημένο, σκοπίμως ως εκπρόσωπός του είτε αφελώς, ως ένας «χρήσιμος ηλίθιος».