Η εθνική μας σχιζοφρένεια με την Ευρώπη
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2016-12-03
Πριν από μερικά χρόνια επισκέφτηκα για πρώτη φορά την πανέμορφη πόλη της Κέρκυρας, με τη Σπιανάδα, το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου, τα παλιά αρχοντικά, τις εκκλησίες.
Τριγυρνώντας όμως στα σοκάκια της, εκεί όπου οι ντόπιοι ήταν περισσότεροι από τους τουρίστες, το μάτι μου έπεσε πάνω σε κάτι που με ξάφνιασε. Ηταν μια ταμπέλα με την επιγραφή «Ηλεκτρολόγος εκπαιδευθείς στην Ευρώπη». Στην αρχή ο πλεονασμός μού φάνηκε αστείος.
Αν ο συγκεκριμένος ηλεκτρολόγος είχε εκπαιδευτεί γενικά στο εξωτερικό, ή ας πούμε στη Γερμανία, θα το καταλάβαινα. Η Ελλάδα όμως είναι στην Ευρώπη. Ουδείς το αμφισβητεί. Συνεπώς όχι μόνο αυτός αλλά και οι υπόλοιποι ηλεκτρολόγοι ανά την επικράτεια έχουν εκπαιδευτεί στην Ευρώπη.
Φυσικά δεν πρόκειται για πλεονασμό. Η μικρή τούτη φράση –πόσα σημαντικά μπορούν να μας πουν τα μικρά και ασήμαντα αν ξέρουμε πώς να τα διαβάσουμε!– ανέσυρε στην επιφάνεια ένα από τα ιδρυτικά προβλήματα της νεοελληνικής ιδεολογίας: ότι στα μάτια μας η Ευρώπη, εκτός από την κανονική γεωγραφική έννοια, έχει και μία επιπλέον διάσταση.
Μια διάσταση πολιτιστική με ιδεολογικές απολήξεις. Η Ευρώπη είναι κάτι στο οποίο δεν είμαστε απολύτως σίγουροι ότι ανήκουμε, ενώ όχι μόνο θα θέλαμε να ανήκουμε, αλλά πιστεύουμε επίσης ότι χωρίς εμάς η Ευρώπη δεν θα υπήρχε.
Τον εκπαιδευθέντα στην Ευρώπη Κερκυραίο ηλεκτρολόγο τον θυμήθηκα όταν διάβασα πρόσφατα τη συνέντευξη του Γεράσιμου Μοσχονά με θέμα μια δημοσκόπηση για το πώς οι Ελληνες αντιμετωπίζουν τα σημερινά δεινά. (Τη συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όσους θέλουν όντως να προβληματιστούν.)
Η δημοσκόπηση, μεταξύ άλλων, δείχνει ότι ολοένα και περισσότεροι Ελληνες απορρίπτουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τα μέτρα που έχουν επιβάλει, αλλά ταυτόχρονα δεν θέλουν να φύγουμε χτυπώντας την πόρτα πίσω μας.
Αυτό το φιλοευρωπαϊκό ρεύμα, παρατηρεί ο Γ. Μοσχονάς, για πολλούς ιστορικούς λόγους έχει βαθιές ρίζες στην Ελλάδα. Πώς εξηγείται η προφανής ανακολουθία ή, ακριβέστερα, αμφιθυμία;
Αν ανατρέξουμε στην Ιστορία θα διαπιστώσουμε ότι η αμφιθυμία μας χρονολογείται από τον 18ο αιώνα, όταν δύο ιδεολογικά ρεύματα συνδυάστηκαν –με τρόπο προβληματικό, όπως θα δούμε– για να αποκτήσουν στη συνέχεια τη στερεότητα του εθνικού μας αυτονόητου.
Σύμφωνα με το πρώτο, εκτός από ορθόδοξοι χριστιανοί ή Ρωμιοί, όπως πιστεύαμε μέχρι τότε, είμαστε πάνω απ’ όλα Ελληνες, δηλαδή ομοούσιοι απόγονοι και κληρονόμοι των ευκλεών αρχαίων Ελλήνων.
Και σύμφωνα με το δεύτερο, για να απαλλαγούμε από τη δουλεία, οφείλουμε να εισαγάγουμε από τη Δύση τα λεγόμενα «φώτα». Ηταν η πρώτη απόπειρα εκσυγχρονισμού.
Τον 19ο αιώνα ο εκσυγχρονισμός έγινε της μόδας. Οι βραδυπορούντες λαοί της Ευρώπης προσπάθησαν να φέρουν από έξω θεσμούς και πρακτικές που στις προηγμένες χώρες λειτουργούσαν ήδη από καιρό ως ιμάντες της νεωτερικότητας.
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οι Ρωμιοί. Με την εξής διαφορά όμως: ενώ οι άλλοι «υπανάπτυκτοι» έχτισαν το δικό τους κράτος επικαλούμενοι την πρόοδο της Δύσης ως παράδειγμα προς μίμηση, εμείς το είδαμε κάπως διαφορετικά.
Εφόσον η περιβόητη «συνέχεια του Ελληνισμού» μάς δίνει τη δυνατότητα να ενταχθούμε σε ένα «Εμείς», που περιλαμβάνει τόσο τους αρχαίους Ελληνες όσο και τους Νεοέλληνες, έχουμε το δικαίωμα να ισχυριστούμε ότι οι Ευρωπαίοι, από τους οποίους θα παίρναμε τα «φώτα», είχαν «φωτιστεί» από εμάς.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κοραής, ο κατ’ εξοχήν εισαγωγέας των φώτων από τη Δύση, ήταν εκείνος που πρωτοείπε ότι αν δεν υπήρχαν οι Ελληνες, οι Ευρωπαίοι θα έτρωγαν ακόμη βελανίδια.
Παραδείγματα της εν λόγω στρεβλής λογικής υπάρχουν πολλά: η άποψη ότι στην αρχαία Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε η δημοκρατία είναι ορθή. Αυτό είπε ο Ομπάμα, και εισέπραξε θερμό χειροκρότημα από τους ακροατές του επειδή έκριναν ότι ο έπαινος δεν είχε παραλήπτες μόνο τον Κλεισθένη και τον Περικλή αλλά και αυτούς που είχαν προσέλθει στο Ιδρυμα Νιάρχος.
Ας θυμηθούμε κάποια άλλα κρούσματα: το γεγονός ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες γεννήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα σημαίνει για πολλούς, ακόμα κι εκείνους που πηγαίνουν στο γήπεδο για να βρίσουν και να πλακωθούν, ότι το ευ αγωνίζεσθαι είναι στο αίμα μας.
Ή διεκδικούμε –συμπεριλαμβανομένων των γονέων που δεν θέλουν τα προσφυγόπουλα στο ίδιο σχολείο με τα παιδιά τους– την ιδιότητα του πιο φιλόξενου λαού στον κόσμο επειδή ο Ξένιος Ζευς ήταν δικός μας θεός.
Για να σοβαρευτούμε, το πρόβλημά μας θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής: στην ανάδειξη και εδραίωση των αξιών που επιβάλλει η (δυτική) νεωτερικότητα είμαστε και πρωτοπόροι και ουραγοί. Πρωτοπόροι επειδή υποτίθεται ότι φωτίσαμε τη Δύση, και ουραγοί επειδή την ίδια στιγμή προσπαθούμε να της μοιάσουμε.
Αυτή είναι η εθνική μας σχιζοφρένεια απέναντι στη Δύση. Μια σχιζοφρένεια που κατά κανόνα διαβάζεται με όρους ψυχολογικών μεταπτώσεων: αγάπη/μίσος, ταύτιση/αποστασιοποίηση και, κυρίως, αίσθημα ανωτερότητας και συνάμα κατωτερότητας.
Δεν είναι όμως θέμα ψυχισμού, δηλαδή «έτσι είμαστε εμείς οι Ελληνες».
Η εθνική μας σχιζοφρένεια αποτελεί το ορατό σύμπτωμα μιας αντιφατικής και συμπλεγματικής ιδεολογίας: από τη μια η επίκληση των αρχαίων ημών προγόνων μάς βοήθησε να κατασκευάσουμε την απολύτως απαραίτητη νεοελληνική εθνική ταυτότητα, ενώ από την άλλη, σαν τους εκ βαθέων κραδασμούς ενός ακόμα ενεργού γεωλογικού ρήγματος, η αγωνιώδης προσπάθεια να μιμηθούμε εκείνους που υποτίθεται ότι φωτίσαμε γεννάει ανασφάλειες και γελοίους κομπασμούς που υπεραναπληρώνουν αισθήματα μειονεξίας.
Γενικά, δημιουργεί μια νοσηρή ατμόσφαιρα η οποία δεν ευνοεί την απαιτούμενη αυτογνωσία για να σκεφτούμε ψύχραιμα πώς θα βγούμε από τον λάκκο.