Τα απόνερα της διαβούλευσης
Τάσος Παππάς, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2010-01-10
Από πολλές πλευρές εκφράζεται η άποψη ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει υποκατασταθεί από μηχανισμούς εξουσίας χωρίς καμία νομιμοποίηση, στεγανοποιημένους και αδιαφανείς, που εκμεταλλεύονται την απίσχνανση των μεγάλων αφηγήσεων για να σταθεροποιήσουν και να διευρύνουν την επιρροή τους.
Κατατίθενται προς απόδειξη τα θηριώδη ποσοστά αποχής στις εκλογές, η συρρίκνωση των κομμάτων και των συνδικάτων, η απαξίωση των κοινοβουλευτικών θεσμών και η ενίσχυση της δύναμης των ελίτ του χρήματος, των μέσων ενημέρωσης και των ειδικών. Εχουμε να κάνουμε δηλαδή με «φιλελεύθερες ολιγαρχίες», όπως χαρακτήρισε τα σύγχρονα μοντέλα διακυβέρνησης πριν από χρόνια ο Κ. Καστοριάδης, αν και ο προσδιορισμός «φιλελεύθερες» μπορεί να θεωρηθεί ευφημισμός για τα σημερινά δεδομένα.
Η πρόταση-αντίδοτο για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση είναι, σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις, η δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που θα ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των ανθρώπων, δίνοντας νόημα και ουσία στην ιδιότητα του πολίτη με το σκεπτικό ότι «από τη στιγμή που οι μάζες αρχίζουν να διαβουλεύονται, να ενεργούν, να συμμετέχουν και να συνεισφέρουν, παύουν να είναι μάζες και γίνονται πολίτες» (Μ. Μπάρμπερ, «Ισχυρή Δημοκρατία», εκδόσεις «Παπαζήσης»).
Υποστηρίζεται ακόμη ότι η διαβούλευση, εκτός από τη δυνατότητα που προσφέρει στον πολίτη να έχει γνώμη για τα θέματα που τον αφορούν και επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή του, αμφισβητεί την αυθεντία των συμβούλων που πλαισιώνουν την εξουσία και υπονομεύει την αριστοκρατική αντίληψη που αντιλαμβάνεται «την πολιτική ως μια τεχνογνωσία, ως μια τεχνική η οποία απαιτεί έναν τύπο δεξιότητας, ο οποίος είναι ακριβώς εκείνος του ειδήμονα» (Αλέν Ρενό, «Το τέλος της αυθεντίας», εκδόσεις «Πόλις»).
Οπως συμβαίνει πάντοτε, οι θεωρίες δοκιμάζονται στην πράξη και όπως έχει παρατηρηθεί, συχνά θριαμβεύει ο νόμος των ακούσιων συνεπειών. Αυτή την περίοδο στη Γαλλία διεξάγεται ένας εκτεταμένος ηλεκτρονικός διάλογος με επιλογή της δεξιάς κυβέρνησης με το ερώτημα «Τι σημαίνει να είσαι Γάλλος;».
Η πρωτοβουλία κατηγορείται ότι ενεργοποιεί τα κλειστοφοβικά σύνδρομα μερίδων του πληθυσμού και ευνοεί την εκδήλωση διχαστικών αντιδράσεων, επιτρέποντας στην ακροδεξιά να παίζει με τις ανασφάλειες τμημάτων της κοινωνίας και να στοχοποιεί τους αποσυνάγωγους για όλα τα δεινά που πλήττουν τη χώρα. Η αντιπολίτευση κάνει λόγο για «ένα φόρουμ ρατσισμού στην πιο πρωτόγονη μορφή ξενοφοβίας» και το έγκυρο περιοδικό «Nouvel Observateur» υπογραμμίζει ότι «η δημόσια διαβούλευση δεν είναι παρά ένα κοκτέιλ αμφιλεγόμενων απόψεων, για να μην πούμε ρατσιστικών». Αυτά συμβαίνουν, όμως, στη Γαλλία...
Παρόμοια κρούσματα είχαμε και στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση έβαλε στη διαβούλευση το νομοσχέδιο για τους μετανάστες και αμέσως πλημμύρισε η σχετική ιστοσελίδα με επιθετικά μηνύματα υπερσυντηρητικών αποχρώσεων. Κατά την εκτίμηση των εμπνευστών της διαδικασίας πρόκειται για οργανωμένη κίνηση. Η καθηγήτρια του Παντείου Β. Γεωργιάδου, που μελετά την ευρωπαϊκή και εγχώρια εξωσυστημική δεξιά, σημειώνει ότι από τη δεκαετία του ’90 η ακροδεξιά χρησιμοποιεί πιο δυναμικά απ’ οποιαδήποτε άλλη συσσωμάτωση το συγκεκριμένο μέσο, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις ιδεολογικές αναφορές της (μεταναστευτικό, φυλετικό, εθνική ομοιογένεια, ισλαμοφοβία, ευρωσκεπτικισμός κ.ά).
Ακόμη είναι πολύ νωρίς να καταλήξουμε σε συμπεράσματα, ωστόσο μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό συμβαίνει γιατί το Διαδίκτυο τη βοηθάει να έρθει σε επαφή με ανθρώπους που έχουν τις ίδιες απόψεις και να συντονίσει τη δράση τους, της εξασφαλίζει ανωνυμία προστατεύοντάς την από το δημόσιο στιγματισμό, της δίνει την ευκαιρία με το δημαγωγικό ακτιβισμό της να ψαρέψει στα θολά νερά, απευθυνόμενη σε ευρύτερα ακροατήρια, που δεν μπορεί να το κάνει με τα δικά της όργανα ή γιατί δεν έχει πρόσβαση στα καθιερωμένα ΜΜΕ, βγάζοντάς την έτσι από το περιθώριο.
Τα νέα μέσα επικοινωνίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για καλό και για κακό: δίνουν υπόσταση στις αδέσποτες φωνές, προσφέρουν βήμα και στις πιο εικονοκλαστικές ιδέες νοθεύοντας τις συναινετικές καθεστωτικές σούπες, γίνονται μοχλοί κινητοποίησης για προοδευτικές ανατροπές, αλλά και ιμάντες για τη διάδοση σκοταδιστικών απόψεων, για τη χειραγώγηση και τον εκμαυλισμό συνειδήσεων. Ο αφορισμός και η αποθέωσή τους είναι εξίσου επιπόλαιες προσεγγίσεις.
Κατατίθενται προς απόδειξη τα θηριώδη ποσοστά αποχής στις εκλογές, η συρρίκνωση των κομμάτων και των συνδικάτων, η απαξίωση των κοινοβουλευτικών θεσμών και η ενίσχυση της δύναμης των ελίτ του χρήματος, των μέσων ενημέρωσης και των ειδικών. Εχουμε να κάνουμε δηλαδή με «φιλελεύθερες ολιγαρχίες», όπως χαρακτήρισε τα σύγχρονα μοντέλα διακυβέρνησης πριν από χρόνια ο Κ. Καστοριάδης, αν και ο προσδιορισμός «φιλελεύθερες» μπορεί να θεωρηθεί ευφημισμός για τα σημερινά δεδομένα.
Η πρόταση-αντίδοτο για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση είναι, σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις, η δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που θα ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των ανθρώπων, δίνοντας νόημα και ουσία στην ιδιότητα του πολίτη με το σκεπτικό ότι «από τη στιγμή που οι μάζες αρχίζουν να διαβουλεύονται, να ενεργούν, να συμμετέχουν και να συνεισφέρουν, παύουν να είναι μάζες και γίνονται πολίτες» (Μ. Μπάρμπερ, «Ισχυρή Δημοκρατία», εκδόσεις «Παπαζήσης»).
Υποστηρίζεται ακόμη ότι η διαβούλευση, εκτός από τη δυνατότητα που προσφέρει στον πολίτη να έχει γνώμη για τα θέματα που τον αφορούν και επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή του, αμφισβητεί την αυθεντία των συμβούλων που πλαισιώνουν την εξουσία και υπονομεύει την αριστοκρατική αντίληψη που αντιλαμβάνεται «την πολιτική ως μια τεχνογνωσία, ως μια τεχνική η οποία απαιτεί έναν τύπο δεξιότητας, ο οποίος είναι ακριβώς εκείνος του ειδήμονα» (Αλέν Ρενό, «Το τέλος της αυθεντίας», εκδόσεις «Πόλις»).
Οπως συμβαίνει πάντοτε, οι θεωρίες δοκιμάζονται στην πράξη και όπως έχει παρατηρηθεί, συχνά θριαμβεύει ο νόμος των ακούσιων συνεπειών. Αυτή την περίοδο στη Γαλλία διεξάγεται ένας εκτεταμένος ηλεκτρονικός διάλογος με επιλογή της δεξιάς κυβέρνησης με το ερώτημα «Τι σημαίνει να είσαι Γάλλος;».
Η πρωτοβουλία κατηγορείται ότι ενεργοποιεί τα κλειστοφοβικά σύνδρομα μερίδων του πληθυσμού και ευνοεί την εκδήλωση διχαστικών αντιδράσεων, επιτρέποντας στην ακροδεξιά να παίζει με τις ανασφάλειες τμημάτων της κοινωνίας και να στοχοποιεί τους αποσυνάγωγους για όλα τα δεινά που πλήττουν τη χώρα. Η αντιπολίτευση κάνει λόγο για «ένα φόρουμ ρατσισμού στην πιο πρωτόγονη μορφή ξενοφοβίας» και το έγκυρο περιοδικό «Nouvel Observateur» υπογραμμίζει ότι «η δημόσια διαβούλευση δεν είναι παρά ένα κοκτέιλ αμφιλεγόμενων απόψεων, για να μην πούμε ρατσιστικών». Αυτά συμβαίνουν, όμως, στη Γαλλία...
Παρόμοια κρούσματα είχαμε και στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση έβαλε στη διαβούλευση το νομοσχέδιο για τους μετανάστες και αμέσως πλημμύρισε η σχετική ιστοσελίδα με επιθετικά μηνύματα υπερσυντηρητικών αποχρώσεων. Κατά την εκτίμηση των εμπνευστών της διαδικασίας πρόκειται για οργανωμένη κίνηση. Η καθηγήτρια του Παντείου Β. Γεωργιάδου, που μελετά την ευρωπαϊκή και εγχώρια εξωσυστημική δεξιά, σημειώνει ότι από τη δεκαετία του ’90 η ακροδεξιά χρησιμοποιεί πιο δυναμικά απ’ οποιαδήποτε άλλη συσσωμάτωση το συγκεκριμένο μέσο, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της στα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις ιδεολογικές αναφορές της (μεταναστευτικό, φυλετικό, εθνική ομοιογένεια, ισλαμοφοβία, ευρωσκεπτικισμός κ.ά).
Ακόμη είναι πολύ νωρίς να καταλήξουμε σε συμπεράσματα, ωστόσο μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό συμβαίνει γιατί το Διαδίκτυο τη βοηθάει να έρθει σε επαφή με ανθρώπους που έχουν τις ίδιες απόψεις και να συντονίσει τη δράση τους, της εξασφαλίζει ανωνυμία προστατεύοντάς την από το δημόσιο στιγματισμό, της δίνει την ευκαιρία με το δημαγωγικό ακτιβισμό της να ψαρέψει στα θολά νερά, απευθυνόμενη σε ευρύτερα ακροατήρια, που δεν μπορεί να το κάνει με τα δικά της όργανα ή γιατί δεν έχει πρόσβαση στα καθιερωμένα ΜΜΕ, βγάζοντάς την έτσι από το περιθώριο.
Τα νέα μέσα επικοινωνίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για καλό και για κακό: δίνουν υπόσταση στις αδέσποτες φωνές, προσφέρουν βήμα και στις πιο εικονοκλαστικές ιδέες νοθεύοντας τις συναινετικές καθεστωτικές σούπες, γίνονται μοχλοί κινητοποίησης για προοδευτικές ανατροπές, αλλά και ιμάντες για τη διάδοση σκοταδιστικών απόψεων, για τη χειραγώγηση και τον εκμαυλισμό συνειδήσεων. Ο αφορισμός και η αποθέωσή τους είναι εξίσου επιπόλαιες προσεγγίσεις.