Έτος αποφάσεων το 2010
Στην Ελλάδα τώρα αρχίζουμε να αισθανόμαστε την κρίση
Ελίζα Παπαδάκη, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2009-12-30
Μέσα σε κλίμα χρηματιστηριακής ευφορίας και εορταστικών αγορών, αποχαιρετά τον δυτικό κόσμο το 2009 της φοβερής οικονομικής κρίσης. Υψηλό δεκαπενταμήνου στις ευρωπαϊκές μετοχές κατέγραφαν χθες οι Financial Τimes, ενώ η κίνηση στα βρετανικά καταστήματα τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων ήταν 18,6% μεγαλύτερη από πέρυσι, σύμφωνα με την ίδια εφημερίδα, και ακόμα υψηλότερη αναμενόταν την Κυριακή (εκεί μόνον ανήμερα Χριστούγεννα και άλλες μεγάλες γιορτές είναι κλειστά τα μαγαζιά). Σε άνοδο οι μετοχές και στη Γουόλ Στριτ, παίρνοντας τη Δευτέρα επιπλέον ώθηση από τα στοιχεία για την αύξηση των αμερικανικών λιανικών πωλήσεων τον Δεκέμβριο. Στη Βρετανία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, οικονομίες που σφοδρότερα χτυπήθηκαν από την κρίση, η αισιοδοξία φαίνεται να επιστρέφει. Βάσιμα ή όχι, μένει να το δούμε.
Σ΄ εμάς μια ανάκαμψη του Χρηματιστηρίου μοιάζει μακρινή για την ώρα. Και οι διαμαρτυρίες των εμπόρων για τη μεγάλη κάμψη των αγορών φέτος ακούγονται πιστευτές. Μάλλον ψωνίσαμε λιγότερο από άλλες χρονιές τούτο τον Δεκέμβριο. Άλλωστε, έτσι έδειχναν έως τώρα τα στατιστικά στοιχεία: μείωση των εισαγωγών αγαθών 25,8% στο δεκάμηνο το ισοζύγιο πληρωμών, μείωση 10,4% στο εννεάμηνο ο όγκος των λιανικών πωλήσεων. Αλλά εμείς τώρα αρχίζουμε να αισθανόμαστε πραγματικά την κρίση, που στην υπόλοιπη Ευρώπη και τις ΗΠΑ φαίνεται σιγά σιγά να υποχωρεί. Εξαίρεση που χρειάζεται ακόμα να εξηγηθεί είναι η υψηλή εκδρομική κίνηση που καταγράφεται αυτές τις εορτές- σαν να αντιστέκεται στη γενική καταθλιπτική ατμόσφαιρα. Μπορεί να αγοράσαμε πολύ λιγότερα αυτοκίνητα φέτος, τόσα που πήραμε όμως τα τελευταία χρόνια, έχουμε ήδη άφθονα, και πολλοί από εμάς εξακολουθούμε να τα παίρνουμε και να φεύγουμε μόλις παρουσιαστεί η ευκαιρία. Αλλά για πόσον καιρό ακόμα; Και προπάντων, ποιοι ακριβώς καταφέρνουμε σήμερα να ταξιδεύουμε ανά την Ελλάδα ή και στο εξωτερικό, για ποιους μια τέτοια εκδρομή είναι άπιαστο όνειρο και πώς ίσως θα αλλάξει η αναλογία ανάμεσα στις δύο ομάδες, με πόσους από την πιο ευνοημένη να μετατοπίζονται αναγκαστικά στη δεύτερη;
Σε αυτό το τελευταίο ερώτημα καλό θα ήταν να είχαν την απάντηση οι υπεύθυνοι για τον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής στην παρούσα δύσκολη φάση που η μείωση του δημόσιου ελλείμματος είναι αδήριτη ανάγκη. Διότι μείωση ελλείμματος χωρίς αλλαγές στην κατανομή των πόρων, των εισοδημάτων και του πλούτου δεν γίνεται. Τα διαθέσιμα στοιχεία είναι περιορισμένα. Γνωρίζουμε πάντως ότι το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού στη χώρα μας πάγια έχει εξαπλάσιο εισόδημα από το φτωχότερο 20% και διπλάσιο από το μέσο επίπεδο του συνολικού πληθυσμού. Και γνωρίζουμε επίσης ότι το 2007 το μέσο διαθέσιμο εισόδημα (αφού δηλαδή πληρώθηκαν φόροι και ασφαλιστικές εισφορές) αυτού του πλουσιότερου 20% ήταν- ανά νοικοκυριό, που πολλές φορές περιλαμβάνει δύο εργαζομένους- 42.280
ευρώ (ΕΣΥΕ, έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών, 2007). Να έφτασε στο μεταξύ τις 45.000; Αυτό το ύψος εισοδήματος των πλουσιοτέρων, πάντως, και το γεγονός ότι είναι το διπλάσιο του μέσου, θα πρέπει να έχουν κατά νου όσοι ετοιμάζουν τα όπλα τους ενάντια στα επερχόμενα φορολογικά μέτρα, αλλά και ενάντια στην εισοδηματική πολιτική στο Δημόσιο.
Παράλληλα στο οικονομικό επιτελείο, άλλωστε, πρέπει να μεριμνήσουν για την ανάκαμψη παραγωγής και επενδύσεων. Και αυτή δεν μπορεί να βασιστεί στο εμπόριο, το εισαγωγικό μάλιστα, ούτε και στην οικοδομή, όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε συμφέροντα του κλάδου αυτές τις ημέρες- πηγαίνοντάς μας πίσω μερικές δεκαετίες ή λες και δεν είδαμε τις φούσκες να σκάνε από την Ισπανία μέχρι την Ιρλανδία πέρυσι, προκαλώντας βαθιά ύφεση και ανεργία. Αλλά για τον αναπροσανατολισμό της οικονομίας μας, ώστε να δημιουργεί βιώσιμες θέσεις εργασίας και εισοδήματα, συζητάμε ελάχιστα. Αν όμως με τη δημοσιονομική μας εξυγίανση ασχολούνται συνεχώς Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και κυβερνήσεις των χωρών της ευρωζώνης, εφ΄ όσον επηρεάζονται από τη δανειοληπτική μας ικανότητα και θα μας κάνουν αναλυτικές, ολοένα πιο πιεστικές υποδείξεις, τις αναπτυξιακές μας επιλογές πρέπει να τις κάνουμε οι ίδιοι. Και αυτό προϋποθέτει κινητοποίηση παραγωγικού δυναμικού, μεταρρυθμίσεις που θα την ενισχύσουν.
Στον ευρωπαϊκό Τύπο οι εκτεταμένες αναφορές στο «πρόβλημα» που συνιστά η χώρα μας συνεχίζονται. «Είμαστε όλοι Έλληνες» ήταν ο τίτλος άρθρου στη γερμανική οικονομική εφημερίδα Ηandelsblatt χθες, που παρέπεμπε στη σχετική ρήση του φιλέλληνα ποιητή Σέλεϊ περί το 1821. Η «κρίση» είναι ελληνική λέξη, κατέληγε ο αρθρογράφος Γκερντ Χέλερ. Σημαίνει απόφαση, μετέφραζε. Και ευχόταν να καταφέρουμε την αλλαγή πορείας, όχι μόνο για εμάς, αλλά για την Ευρώπη συνολικά.