Μετεκλογικές... παρατηρήσεις
Στάθης Λουκάς, Αυγή, Δημοσιευμένο: 2004-03-24
Έγραψα αυτό το κείμενο γιατί οι απαξιωτικές τοποθετήσεις περί «κουρελιών» και «ρεφόρμες» - κατά την διάρκεια των εκλογών- μου θύμιζαν παρεμφερείς εκτιμήσεις, μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου (μεσοπόλεμος) του αιώνα που αφήσαμε , που ταλαιπώρησαν συνολικά την αριστερά και προκαλούν απώθηση.
Η κριτική απέναντι στην σοσιαλδημοκρατική αριστερά, για να είναι πειστική, πρέπει να διακρίνεται από δύο στοιχεία:
• α. ποιοι είναι οι αντικειμενικοί λόγοι «κρίσης» του κοινωνικού κράτους στους οποίους οφείλεται πέρα από τους υποκειμενικούς «η εξάντληση της προωστικής ώθησης της σοσιαλδημοκρατίας».
• β. η συζήτηση, για την διάρθρωση ενός καινούργιου κοινωνικού κράτους, διατρέχει όχι μόνον εμάς - τους δήθεν εκλεκτούς – αλλά σχεδόν κάθε σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική αριστερά και όχι μόνον.
Η κρίση του, που παρατηρείται έντονη την τελευταία εικοσαετία, οφείλεται σε δύο βασικά γεγονότα , που οφείλονται βέβαια στην παρέμβαση του κεφαλαίου, που συμβήκανε τον τελευταίο τέταρτο του αιώνα που αφήσαμε πίσω μας:
• 1. Στην απορρύθμιση της διακίνησης των κεφαλαίων που αποδυνάμωσε το ρόλο του Κράτους-Έθνους σαν κύριου κέντρου μακροοικονομικής ρύθμισης και εγγύησης του κοινωνικού συμβιβασμού και κατά συνέπεια σαν μοναδικού χώρου « της πολιτικής αντιπροσώπευσης και επόμενα των δικαιωμάτων των καθηκόντων των βασικών κοινωνικών προστασιών και πολιτικών ταυτοτήτων»
- 2. Στο νέο παραγωγικό πρότυπο, η επιβολή του οποίου διευκολύνθηκε από τηνεπανάσταση της πληροφορικής , που αποδυνάμωσε την διαπραγματευτική ικανότητα των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων. Αυτό τείνει να ανατρέπει και να σπάει δοκιμασμένες κοινωνικές και μορφωτικές ισορροπίες θεσμικές δυναμικές και καθιερωμένες μορφές συλλογικής δράσης. Τείνει να αποδυναμώνει και λα τα μοντέλα οργάνωσης της πολιτικής που κυριάρχησαν τον αιώνα που αφήσαμε πίσω μας : απο το σκληρό του υπαρκτού σοσιαλισμού στο σοσιαλδημοκρατικό.
Η εργασία αβέβαιη, πια, και ευέλικτη έχασε την διαπραγματευτική της δύναμη, η δε μεγάλη βιομηχανική επιχείρηση – κάστρο του φορντικού καπιταλισμού, στο οποίο επενεργούσαν οι διάφορες μορφές «αντιπροσώπευσης της εργασίας»- έχει υποταχθεί στην επιδρομή της παγκόσμιας χρηματιστηριακής αγοράς και κατά συνέπεια δεν αποτελεί πια το στερεό βάθρο του κοινωνικού συμβιβασμού.
Η κρίση αυτή, πέρα από την δοσμένη επίθεση του νεοφιλελευθερισμού, επιτείνεται από την αδυναμία των δυνάμεων που συνέβαλαν στην οικοδόμηση του να απαντήσουν στο επίπεδο των σημερινών προκλήσεων και της αποδυνάμωσής του. Οι οποίες αντιπαρατίθενται μεταξύ μιας αδύναμης προσπάθειας «καλλωπιστικού» τύπου όπως ο λεγόμενος «τρίτος δρόμος» -που αποδέχεται τις νέες δομικές αλλαγές που επιβάλλονται από τον νεοφιλελευθερισμό προσπαθώντας μόνον να επουλώσει τις κοινωνικές συνέπειες- και μιας ανελαστικής μονοδιάστατης προσπάθειας διατήρησης των κεκτημένων. Η οποία πολλές φορές καταλήγει σε μια μαξιμαλιστική διαμαρτυρία κενή περιεχομένου μια και είναι αδύναμη να εντοπίσει τους νέους μοχλούς στους οποίους μπορεί να στηριχθεί μια νέα μεταρρυθμιστική προσπάθεια- περί αυτού πρόκειται- για την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού κράτους.
Στην νεοφιλελεύθερη αντίληψη η αγορά είναι ο υπέρτατος ρυθμιστής. Το δε μέτρο κρίσης της ποιότητας της ζωής είναι εκείνο της αποτελεσματικότητας της επιχείρησης – που ταχυδακτυλουργικά και αποπροσανατολιστικά προβάλλεται σαν αίτημα ανταγωνιστικότητας του αποδυναμωμένου Κράτους-Έθνους – και εκείνο του καταναλωτή. Ποτέ εκείνο του εργαζόμενου σαν παραγωγού ( κάτι που πρέπει να προσέξει και το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα).
Επόμενα η αντίληψη του κοινωνικού κράτους (welfare ) που συμβαδίζει με αυτές τις δεσμευτικές προϋποθέσεις και κριτήρια είναι εκείνη ενός κοινωνικού κράτους «υπολειμματικού ή συμπόνιας», που στοχεύει στην κάλυψη των αναγκών των αποκλεισμένων ή διαδοχικά αποκλειόμενων κοινωνικών στρωμάτων και προώθηση αξιών προσαρμοσμένων με αυτά τα κριτήρια και δεσμεύσεις.
Εφαπτόμενη στα όρια αυτής της λογικής, «κάλυψης των αναγκών των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων», φαίνεται να κινείται και η συλλογιστική της σημερινής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, στις διάφορες εκφράσεις της, μια και υποβαθμίζεται η οικουμενικότητα των λειτουργιών του κοινωνικού κράτους και των αξιών του (στην πράξη δεν υπάρχει στη υγεία και στην παιδεία και όχι μόνον).
Η πρόκληση σήμερα για την αριστερά είτε κομμουνιστικής είτε σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης είναι εκείνη της δημιουργίας στις σημερινές συνθήκες ενός κοινωνικού κράτους που θα στοχεύει στην «ανθρώπινη ανάπτυξη». Δηλ. ενός κοινωνικού κράτους που στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου, της αλληλεξάρτησης και των διαφόρων ορίων που εκ των πραγμάτων υπάρχουν, θα προσπαθεί εξασφαλίζει , στα πλαίσια της οικουμενικής αντίληψης, μια αξιοπρεπή ζωή για όλους και που δεν θα απευθύνεται μόνο στα πιο αδύνατα κοινωνικά στρώματα.
Για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να δοθεί απάντηση:
• α. Στην συγκεκριμένη αποδυνάμωση του Εθνικού-Κράτους, που δεν μπορεί να έλθει παρά από την Πολιτική ολοκλήρωση της Ε.Ε που πρέπει να καλύψει τα κενά της αποδυνάμωσης του ρόλου του Εθνικού –Κράτους (εξωτερική και φορολογική πολιτική, συντονισμός της οικονομική, κοινωνικής και οικολογικής πολιτικής κλπ, οδηγίες για πληροφόρηση και ρόλο των ευρωπαϊκών συνδικάτων στην περίπτωση αναδιάρθρωσης και μετατόπισης επιχειρήσεων στα πλαίσια της Ε.Ε κλπ) και να συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής παγκοσμιοποίησης. Και σύγχρονα, πέρα βέβαια από την υπεράσπιση του «εθνικού συμφέροντος» στις καινούργιες συνθήκες , στον επαναπροσδιορισμό του στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
• Β. Στον κατακερματισμό της εργασίας που προκαλεί η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου και τις αρνητικές επιπτώσεις που η αλλαγή αυτή έχει στο επίπεδο της αλληλεγγύης των εργαζομένων που χαρακτήρισε τον περασμένο αιώνα. Η αντίθεση μεταξύ εργασίας και καπιταλιστικής επιχείρησης παραμένει σαν ένα από τα μέτωπα «σύγκρουσης» αλλά δεν είναι το μοναδικό και ανατρεπτικό.
Είναι ένα από τα μέτωπα «σύγκρουσης» στα οποία διαμορφώνεται και διαφοροποιείται μια σύγχρονη πολυσύνθετη κοινωνία ( περιβαλλοντικά, κοινωνικά, ελευθεριών, πολιτισμικά). Η ίδια διατηρεί την κοινωνική της δύναμη, μια και σε μία οικονομία που παράγει όχι μόνο υλικά αγαθά αλλά «..άϋλα αγαθά, γνώσεις, ανάγκες όχι μόνο του σώματος αλλά και του πνεύματος η εργασία δημιουργεί όχι μόνο υπεραξία... δημιουργεί κοινωνία». Αν αυτή είναι, όμως σήμερα , η δύναμη της εργασίας μπορεί η εξασφάλισής της να είναι μόνο ζήτημα οικονομικής και συνδικαλιστικής διαπραγμάτευσης ή κύρια πολιτικής σαν βασικού κοινωνικού δικαιώματος; Να μέρος της πρόκλησης.
Αυτές είναι οι προκλήσεις στις οποίες μια ριζοσπαστική και συνάμα βαθιά μεταρρυθμιστική αριστερά (που στις δύσκολες στιγμές αναζητά άντληση σφρίγους στην ιστορική παράδοση του ΚΚΕεσ. Ν.Λαμπρακη ΕΔΑ –βαθιά και ριζικά μεταρρυθμιστικές - και στις κοινωνικές ομάδες και άτομα της περίσκεψης που δεν αλλοτρίωσαν ακόμα την ικανότητα περίσκεψης) πρέπει να προσπαθεί να δώσει απαντήσεις- έστω και εμβρυακές- σε συνδυασμό με την συγκεκριμένη αυστηρή και σκληρή στην ουσία κριτική της απέναντι στους κυβερνώντες.
Δεν φτάνει να διακηρύσσει κανείς ότι «θέλει ένα άλλο κόσμο» και εγώ επιθυμώ το ίδιο ( και νομίζω χιλιάδες μυριάδες άλλοι στον ελλαδικό και κοινό ευρωπαϊκό χώρο, οπωσδήποτε αυτοί που ξεκινήσαμε μαζί εδώ και 36 χρόνια, από τη χώρα του Γκράμσι), όμως σύγχρονα σκέπτομαι και αναρωτιέμαι: πως, με ποιόν, που και πότε με ποια διαδρομή που θα μου επιτρέψει να συναντήσω και τους άλλους για να σηκώσουμε μαζί το πρωτόγνωρο βαρύ φορτίο διαμόρφωσης απαντήσεων εξόδων από τις συγκεκριμένες προκλήσεις. Απαντήσεις ποιοτικά ισοδυνάμων , στις καινούργιες συνθήκες, με εκείνες των αρχών του αιώνα που αφήσαμε πίσω μας και που συνέβαλαν στην δημιουργία των μαζικών δημοκρατιών
Όμως η μη διερεύνηση μιας τέτοιας πορείας, την δεκαπενταετία των μεγάλων αλλαγών που αφήσαμε πίσω μας, γίνεται προσπάθεια- πέρα βέβαια απο την υψηλή πολιτική για «κουρέλια κλπ»- να καλυφθεί και εκείνες τις ημέρες με την προσφυγή, κάτω από διάφορες μορφές σε εκείνες τις ρίζες, μια και ήταν αναγκαία για την άντληση σφρίγους για να διατηρηθεί ο σημερινός πολιτικός σχηματισμός στο πλαίσιο της πολιτικής σκηνής. Μια και ο ριζοσπαστισμός αποκομμένος από ικανότητα αναζήτησης των δρόμων της μεταρρυθμιστικής προβολής του, στους χώρους που διαμορφώνεται η πολιτική απόφαση δεν οδηγεί πουθενά...είναι μια πορεία χωρίς όραση και καθόλου ενόραση. Εξ’ άλλου ο ριζοσπαστισμός δεν είναι απόρροια ιδεολογημάτων , αλλά πραγμάτων και καταστάσεων που είναι συνέπεια σημείων κρίσης και στην απόφαση και ικανότητα, αν βέβαια υπάρχει και φοβάμαι όχι, να αναμετρηθεί κανείς με αυτά.
Ενώ τα διάφορα κινήματα, προωθούν, το θεματικό τους αντικείμενο ή το αξιακό τους περιεχόμενο εκεί που δημιουργούν οσμώσεις, και διαδρόμους επικοινωνίας με τους χώρους της πολιτικής εκπροσώπευσης και απόφασης , αυτό δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία.
Επαναλμβανω δεν φτάνει να διακηρύσσει κανείς ότι «θέλει ένα άλλο κόσμο» και εγώ επιθυμώ το ίδιο , όμως σύγχρονα σκέπτομαι και αναρωτιέμαι : πως, με ποιόν, που και πότε.
Το κοινωνικό κράτος για το οποίον όλοι «κοπτόμαστε» ( από την αντιδραστική δεξιά μέχρι το ΚΚΕ) ήταν αποτέλεσμα, τον αιώνα που αφήσαμε πίσω μας, των αγώνων του εργατικού κινήματος και των πολιτικών στρατηγικών επιλογών συγκεκριμένων δυνάμεων της σοσιαλιστικής, σοσιαλδημοκρατικής και κομμουνιστικής ευρωπαϊκής αριστεράς. Ενώ όμως στην στρατηγική των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων, «antelitteram», αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διαδρομής της δημοκρατικής ανέλιξης προς τον σοσιαλισμό, για τα δογματικά κομμουνιστικά κόμματα καταγγέλλονταν σαν διαδικασία αποτροπής της εργατικής τάξης από την επαναστατική της προοπτική ή στην καλύτερη περίπτωση ήταν αυτόνομη «τακτική» διαδικασία φθοράς του συστήματος «στο όνομα» της επιδίωξης της αναγεννεσιακής στιγμής της επαναστατικής ανατροπής.
Αγώνας και πολιτικές επιλογές που συνέβαλαν «να δοθούν δικαιώματα στα εκατομμύρια των αποκλήρων που διάβαιναν την πόρτα του εργοστασίου και της βιομηχανικής κοινωνίας που τότε ανέτειλε και έδωσαν έτσι μορφή και ουσία στις μαζικές δημοκρατίες». Χωρίς βέβαια τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές και «το πώς και με ποιόν» οι αγώνες από μόνοι τους θα διέτρεχαν τον κίνδυνο... να οδηγήσουν πουθενά.
Όπως και τότε η πολιτική της αριστεράς (πληθυντικής) μπορεί να απαντήσει στις σημερινές προκλήσεις αν είναι σε θέσει όχι μόνο να μεταδώσει, στην κοινωνία, την σημασία ενός προγραμματικού σχεδίου αλλά και να να διαμορφώσει μια καινούργια κοινωνική και πολιτική συμμαχία που δεν θα κάμει απλή διαχείρηση της κατάστασης που υπάρχει αλλά θα την διακυβερνήσει μπολιάζοντάς την με τις αλλαγές για τις οποίες υπάρχει πιεστική ανάγκη.
Μετεκλογικές......παρατηρήσεις 1
του Σ. Λουκά
«Αυγή 24/03/04»
Έγραψα αυτό το κείμενο γιατί οι απαξιωτικές τοποθετήσεις περί «κουρελιών» και «ρεφόρμες» - κατά την διάρκεια των εκλογών- μου θύμιζαν παρεμφερείς εκτιμήσεις, μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου (μεσοπόλεμος) του αιώνα που αφήσαμε , που ταλαιπώρησαν συνολικά την αριστερά και προκαλούν απώθηση.
Η κριτική απέναντι στην σοσιαλδημοκρατική αριστερά, για να είναι πειστική, πρέπει να διακρίνεται από δύο στοιχεία:
• α. ποιοι είναι οι αντικειμενικοί λόγοι «κρίσης» του κοινωνικού κράτους στους οποίους οφείλεται πέρα από τους υποκειμενικούς «η εξάντληση της προωστικής ώθησης της σοσιαλδημοκρατίας».
• β. η συζήτηση, για την διάρθρωση ενός καινούργιου κοινωνικού κράτους, διατρέχει όχι μόνον εμάς - τους δήθεν εκλεκτούς – αλλά σχεδόν κάθε σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική αριστερά και όχι μόνον.
Η κρίση του, που παρατηρείται έντονη την τελευταία εικοσαετία, οφείλεται σε δύο βασικά γεγονότα , που οφείλονται βέβαια στην παρέμβαση του κεφαλαίου, που συμβήκανε τον τελευταίο τέταρτο του αιώνα που αφήσαμε πίσω μας:
• 1. Στην απορρύθμιση της διακίνησης των κεφαλαίων που αποδυνάμωσε το ρόλο του
Κράτους-Έθνους σαν κύριου κέντρου μακροοικονομικής ρύθμισης και εγγύησης
του κοινωνικού συμβιβασμού και κατά συνέπεια σαν μοναδικού χώρου « της
πολιτικής αντιπροσώπευσης και επόμενα των δικαιωμάτων των καθηκόντων των
βασικών κοινωνικών προστασιών και πολιτικών ταυτοτήτων»
- 2. Στο νέο παραγωγικό πρότυπο, η επιβολή του οποίου διευκολύνθηκε από την
επανάσταση της πληροφορικής , που αποδυνάμωσε την διαπραγματευτική ικανότητα
των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων. Αυτό τείνει να
ανατρέπει και να σπάει δοκιμασμένες κοινωνικές και μορφωτικές ισορροπίες θεσμικές
δυναμικές και καθιερωμένες μορφές συλλογικής δράσης. Τείνει να αποδυναμώνει και
όλα τα μοντέλα οργάνωσης της πολιτικής που κυριάρχησαν τον αιώνα που αφήσαμε πίσω
μας : απ ο το σκληρό του υπαρκτού σοσιαλισμού στο σοσιαλδημοκρατικό
Η εργασία αβέβαιη, πια, και ευέλικτη έχασε την διαπραγματευτική της δύναμη, η δε μεγάλη βιομηχανική επιχείρηση – κάστρο του φορντικού καπιταλισμού, στο οποίο επενεργούσαν οι διάφορες μορφές «αντιπροσώπευσης της εργασίας»- έχει υποταχθεί στην επιδρομή της παγκόσμιας χρηματιστηριακής αγοράς και κατά συνέπεια δεν αποτελεί πια το στερεό βάθρο του κοινωνικού συμβιβασμού.
Η κρίση αυτή, πέρα από την δοσμένη επίθεση του νεοφιλελευθερισμού, επιτείνεται από την αδυναμία των δυνάμεων που συνέβαλαν στην οικοδόμηση του να απαντήσουν στο επίπεδο των σημερινών προκλήσεων και της αποδυνάμωσής του. Οι οποίες αντιπαρατίθενται μεταξύ μιας αδύναμης προσπάθειας «καλλωπιστικού» τύπου όπως ο λεγόμενος «τρίτος δρόμος» -που αποδέχεται τις νέες δομικές αλλαγές που επιβάλλονται από τον νεοφιλελευθερισμό προσπαθώντας μόνον να επουλώσει τις κοινωνικές συνέπειες- και μιας ανελαστικής μονοδιάστατης προσπάθειας διατήρησης των κεκτημένων. Η οποία πολλές φορές καταλήγει σε μια μαξιμαλιστική διαμαρτυρία κενή περιεχομένου μια και είναι αδύναμη να εντοπίσει τους νέους μοχλούς στους οποίους μπορεί να στηριχθεί μια νέα μεταρρυθμιστική προσπάθεια- περί αυτού πρόκειται- για την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού κράτους.
Στην νεοφιλελεύθερη αντίληψη η αγορά είναι ο υπέρτατος ρυθμιστής. Το δε μέτρο κρίσης της ποιότητας της ζωής είναι εκείνο της αποτελεσματικότητας της επιχείρησης – που ταχυδακτυλουργικά και αποπροσανατολιστικά προβάλλεται σαν αίτημα ανταγωνιστικότητας του αποδυναμωμένου Κράτους-Έθνους – και εκείνο του καταναλωτή. Ποτέ εκείνο του εργαζόμενου σαν παραγωγού ( κάτι που πρέπει να προσέξει και το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα).
Επόμενα η αντίληψη του κοινωνικού κράτους (welfare ) που συμβαδίζει με αυτές τις δεσμευτικές προϋποθέσεις και κριτήρια είναι εκείνη ενός κοινωνικού κράτους «υπολειμματικού ή συμπόνιας», που στοχεύει στην κάλυψη των αναγκών των αποκλεισμένων ή διαδοχικά αποκλειόμενων κοινωνικών στρωμάτων και προώθηση αξιών προσαρμοσμένων με αυτά τα κριτήρια και δεσμεύσεις.
Εφαπτόμενη στα όρια αυτής της λογικής, «κάλυψης των αναγκών των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων», φαίνεται να κινείται και η συλλογιστική της σημερινής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, στις διάφορες εκφράσεις της, μια και υποβαθμίζεται η οικουμενικότητα των λειτουργιών του κοινωνικού κράτους και των αξιών του (στην πράξη δεν υπάρχει στη υγεία και στην παιδεία και όχι μόνον).
Η πρόκληση σήμερα για την αριστερά είτε κομμουνιστικής είτε σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης είναι εκείνη της δημιουργίας στις σημερινές συνθήκες ενός κοινωνικού κράτους που θα στοχεύει στην «ανθρώπινη ανάπτυξη». Δηλ. ενός κοινωνικού κράτους που στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου, της αλληλεξάρτησης και των διαφόρων ορίων που εκ των πραγμάτων υπάρχουν, θα προσπαθεί εξασφαλίζει , στα πλαίσια της οικουμενικής αντίληψης, μια αξιοπρεπή ζωή για όλους και που δεν θα απευθύνεται μόνο στα πιο αδύνατα κοινωνικά στρώματα.
Για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να δοθεί απάντηση:
• α. Στην συγκεκριμένη αποδυνάμωση του Εθνικού-Κράτους, που δεν μπορεί να έλθει παρά από την Πολιτική ολοκλήρωση της Ε.Ε που πρέπει να καλύψει τα κενά της αποδυνάμωσης του ρόλου του Εθνικού –Κράτους (εξωτερική και φορολογική πολιτική, συντονισμός της οικονομική, κοινωνικής και οικολογικής πολιτικής κλπ, οδηγίες για πληροφόρηση και ρόλο των ευρωπαϊκών συνδικάτων στην περίπτωση αναδιάρθρωσης και μετατόπισης επιχειρήσεων στα πλαίσια της Ε.Ε κλπ) και να συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής παγκοσμιοποίησης. Και σύγχρονα, πέρα βέβαια από την υπεράσπιση του «εθνικού συμφέροντος» στις καινούργιες συνθήκες , στον επαναπροσδιορισμό του στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
• γ. Στον κατακερματισμό της εργασίας που προκαλεί η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου και τις αρνητικές επιπτώσεις που η αλλαγή αυτή έχει στο επίπεδο της αλληλεγγύης των εργαζομένων που χαρακτήρισε τον περασμένο αιώνα. Η αντίθεση μεταξύ εργασίας και καπιταλιστικής επιχείρησης παραμένει σαν ένα από τα μέτωπα «σύγκρουσης» αλλά δεν είναι το μοναδικό και ανατρεπτικό. Είναι ένα από τα μέτωπα «σύγκρουσης» στα οποία διαμορφώνεται και διαφοροποιείται μια σύγχρονη πολυσύνθετη κοινωνία ( περιβαλλοντικά, κοινωνικά, ελευθεριών, πολιτισμικά). Η ίδια διατηρεί την κοινωνική της δύναμη, μια και σε μία οικονομία που παράγει όχι μόνο υλικά αγαθά αλλά «..άϋλα αγαθά, γνώσεις, ανάγκες όχι μόνο του σώματος αλλά και του πνεύματος η εργασία δημιουργεί όχι μόνο υπεραξία... δημιουργεί κοινωνία». Αν αυτή είναι, όμως σήμερα , η δύναμη της εργασίας μπορεί η εξασφάλισής της να είναι μόνο ζήτημα οικονομικής και συνδικαλιστικής διαπραγμάτευσης ή κύρια πολιτικής σαν βασικού κοινωνικού δικαιώματος; Να μέρος της πρόκλησης.
Αυτές είναι οι προκλήσεις στις οποίες μια ριζοσπαστική και συνάμα βαθιά μεταρρυθμιστική αριστερά (που στις δύσκολες στιγμές αναζητά άντληση σφρίγους στην ιστορική παράδοση του ΚΚΕεσ. Ν.Λαμπρακη ΕΔΑ –βαθιά και ριζικά μεταρρυθμιστικές - και στις κοινωνικές ομάδες και άτομα της περίσκεψης που δεν αλλοτρίωσαν ακόμα την ικανότητα περίσκεψης) πρέπει να προσπαθεί να δώσει απαντήσεις- έστω και εμβρυακές- σε συνδυασμό με την συγκεκριμένη αυστηρή και σκληρή στην ουσία κριτική της απέναντι στους κυβερνώντες.
Δεν φτάνει να διακηρύσσει κανείς ότι «θέλει ένα άλλο κόσμο» και εγώ επιθυμώ το ίδιο ( και νομίζω χιλιάδες μυριάδες άλλοι στον ελλαδικό και κοινό ευρωπαϊκό χώρο, οπωσδήποτε αυτοί που ξεκινήσαμε μαζί εδώ και 36 χρόνια, από τη χώρα του Γκράμσι), όμως σύγχρονα σκέπτομαι και αναρωτιέμαι: πως, με ποιόν, που και πότε με ποια διαδρομή που θα μου επιτρέψει να συναντήσω και τους άλλους για να σηκώσουμε μαζί το πρωτόγνωρο βαρύ φορτίο διαμόρφωσης απαντήσεων εξόδων από τις συγκεκριμένες προκλήσεις. Απαντήσεις ποιοτικά ισοδυνάμων , στις καινούργιες συνθήκες, με εκείνες των αρχών του αιώνα που αφήσαμε πίσω μας και που συνέβαλαν στην δημιουργία των μαζικών δημοκρατιών
Όμως η μη διερεύνηση μιας τέτοιας πορείας, την δεκαπενταετία των μεγάλων αλλαγών που αφήσαμε πίσω μας, γίνεται προσπάθεια- πέρα βέβαια απο την υψηλή πολιτική για «κουρέλια κλπ»- να καλυφθεί και εκείνες τις ημέρες με την προσφυγή, κάτω από διάφορες μορφές σε εκείνες τις ρίζες, μια και ήταν αναγκαία για την άντληση σφρίγους για να διατηρηθεί ο σημερινός πολιτικός σχηματισμός στο πλαίσιο της πολιτικής σκηνής. Μια και ο ριζοσπαστισμός αποκομμένος από ικανότητα αναζήτησης των δρόμων της μεταρρυθμιστικής προβολής του, στους χώρους που διαμορφώνεται η πολιτική απόφαση δεν οδηγεί πουθενά...είναι μια πορεία χωρίς όραση και καθόλου ενόραση. Εξ’ άλλου ο ριζοσπαστισμός δεν είναι απόρροια ιδεολογημάτων , αλλά πραγμάτων και καταστάσεων που είναι συνέπεια σημείων κρίσης και στην απόφαση και ικανότητα, αν βέβαια υπάρχει και φοβάμαι όχι, να αναμετρηθεί κανείς με αυτά.
Ενώ τα διάφορα κινήματα, προωθούν, το θεματικό τους αντικείμενο ή το αξιακό τους περιεχόμενο εκεί που δημιουργούν οσμώσεις, και διαδρόμους επικοινωνίας με τους χώρους της πολιτικής εκπροσώπευσης και απόφασης , αυτό δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία.
Επαναλμβανω δεν φτάνει να διακηρύσσει κανείς ότι «θέλει ένα άλλο κόσμο» και εγώ επιθυμώ το ίδιο , όμως σύγχρονα σκέπτομαι και αναρωτιέμαι : πως, με ποιόν, που και πότε.
Το κοινωνικό κράτος για το οποίον όλοι «κοπτόμαστε» ( από την αντιδραστική δεξιά μέχρι το ΚΚΕ) ήταν αποτέλεσμα, τον αιώνα που αφήσαμε πίσω μας, των αγώνων του εργατικού κινήματος και των πολιτικών στρατηγικών επιλογών συγκεκριμένων δυνάμεων της σοσιαλιστικής, σοσιαλδημοκρατικής και κομμουνιστικής ευρωπαϊκής αριστεράς. Ενώ όμως στην στρατηγική των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων, «antelitteram», αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διαδρομής της δημοκρατικής ανέλιξης προς τον σοσιαλισμό, για τα δογματικά κομμουνιστικά κόμματα καταγγέλλονταν σαν διαδικασία αποτροπής της εργατικής τάξης από την επαναστατική της προοπτική ή στην καλύτερη περίπτωση ήταν αυτόνομη «τακτική» διαδικασία φθοράς του συστήματος «στο όνομα» της επιδίωξης της αναγεννεσιακής στιγμής της επαναστατικής ανατροπής.
Αγώνας και πολιτικές επιλογές που συνέβαλαν «να δοθούν δικαιώματα στα εκατομμύρια των αποκλήρων που διάβαιναν την πόρτα του εργοστασίου και της βιομηχανικής κοινωνίας που τότε ανέτειλε και έδωσαν έτσι μορφή και ουσία στις μαζικές δημοκρατίες». Χωρίς βέβαια τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές και «το πώς και με ποιόν» οι αγώνες από μόνοι τους θα διέτρεχαν τον κίνδυνο... να οδηγήσουν πουθενά.
Όπως και τότε η πολιτική της αριστεράς (πληθυντικής) μπορεί να απαντήσει στις σημερινές προκλήσεις αν είναι σε θέσει όχι μόνο να μεταδώσει, στην κοινωνία, την σημασία ενός προγραμματικού σχεδίου αλλά και να να διαμορφώσει μια καινούργια κοινωνική και πολιτική συμμαχία που δεν θα κάμει απλή διαχείρηση της κατάστασης που υπάρχει αλλά θα την διακυβερνήσει μπολιάζοντάς την με τις αλλαγές για τις οποίες υπάρχει πιεστική ανάγκη.
Η κριτική απέναντι στην σοσιαλδημοκρατική αριστερά, για να είναι πειστική, πρέπει να διακρίνεται από δύο στοιχεία:
• α. ποιοι είναι οι αντικειμενικοί λόγοι «κρίσης» του κοινωνικού κράτους στους οποίους οφείλεται πέρα από τους υποκειμενικούς «η εξάντληση της προωστικής ώθησης της σοσιαλδημοκρατίας».
• β. η συζήτηση, για την διάρθρωση ενός καινούργιου κοινωνικού κράτους, διατρέχει όχι μόνον εμάς - τους δήθεν εκλεκτούς – αλλά σχεδόν κάθε σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική αριστερά και όχι μόνον.
Η κρίση του, που παρατηρείται έντονη την τελευταία εικοσαετία, οφείλεται σε δύο βασικά γεγονότα , που οφείλονται βέβαια στην παρέμβαση του κεφαλαίου, που συμβήκανε τον τελευταίο τέταρτο του αιώνα που αφήσαμε πίσω μας:
• 1. Στην απορρύθμιση της διακίνησης των κεφαλαίων που αποδυνάμωσε το ρόλο του Κράτους-Έθνους σαν κύριου κέντρου μακροοικονομικής ρύθμισης και εγγύησης του κοινωνικού συμβιβασμού και κατά συνέπεια σαν μοναδικού χώρου « της πολιτικής αντιπροσώπευσης και επόμενα των δικαιωμάτων των καθηκόντων των βασικών κοινωνικών προστασιών και πολιτικών ταυτοτήτων»
- 2. Στο νέο παραγωγικό πρότυπο, η επιβολή του οποίου διευκολύνθηκε από τηνεπανάσταση της πληροφορικής , που αποδυνάμωσε την διαπραγματευτική ικανότητα των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων. Αυτό τείνει να ανατρέπει και να σπάει δοκιμασμένες κοινωνικές και μορφωτικές ισορροπίες θεσμικές δυναμικές και καθιερωμένες μορφές συλλογικής δράσης. Τείνει να αποδυναμώνει και λα τα μοντέλα οργάνωσης της πολιτικής που κυριάρχησαν τον αιώνα που αφήσαμε πίσω μας : απο το σκληρό του υπαρκτού σοσιαλισμού στο σοσιαλδημοκρατικό.
Η εργασία αβέβαιη, πια, και ευέλικτη έχασε την διαπραγματευτική της δύναμη, η δε μεγάλη βιομηχανική επιχείρηση – κάστρο του φορντικού καπιταλισμού, στο οποίο επενεργούσαν οι διάφορες μορφές «αντιπροσώπευσης της εργασίας»- έχει υποταχθεί στην επιδρομή της παγκόσμιας χρηματιστηριακής αγοράς και κατά συνέπεια δεν αποτελεί πια το στερεό βάθρο του κοινωνικού συμβιβασμού.
Η κρίση αυτή, πέρα από την δοσμένη επίθεση του νεοφιλελευθερισμού, επιτείνεται από την αδυναμία των δυνάμεων που συνέβαλαν στην οικοδόμηση του να απαντήσουν στο επίπεδο των σημερινών προκλήσεων και της αποδυνάμωσής του. Οι οποίες αντιπαρατίθενται μεταξύ μιας αδύναμης προσπάθειας «καλλωπιστικού» τύπου όπως ο λεγόμενος «τρίτος δρόμος» -που αποδέχεται τις νέες δομικές αλλαγές που επιβάλλονται από τον νεοφιλελευθερισμό προσπαθώντας μόνον να επουλώσει τις κοινωνικές συνέπειες- και μιας ανελαστικής μονοδιάστατης προσπάθειας διατήρησης των κεκτημένων. Η οποία πολλές φορές καταλήγει σε μια μαξιμαλιστική διαμαρτυρία κενή περιεχομένου μια και είναι αδύναμη να εντοπίσει τους νέους μοχλούς στους οποίους μπορεί να στηριχθεί μια νέα μεταρρυθμιστική προσπάθεια- περί αυτού πρόκειται- για την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού κράτους.
Στην νεοφιλελεύθερη αντίληψη η αγορά είναι ο υπέρτατος ρυθμιστής. Το δε μέτρο κρίσης της ποιότητας της ζωής είναι εκείνο της αποτελεσματικότητας της επιχείρησης – που ταχυδακτυλουργικά και αποπροσανατολιστικά προβάλλεται σαν αίτημα ανταγωνιστικότητας του αποδυναμωμένου Κράτους-Έθνους – και εκείνο του καταναλωτή. Ποτέ εκείνο του εργαζόμενου σαν παραγωγού ( κάτι που πρέπει να προσέξει και το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα).
Επόμενα η αντίληψη του κοινωνικού κράτους (welfare ) που συμβαδίζει με αυτές τις δεσμευτικές προϋποθέσεις και κριτήρια είναι εκείνη ενός κοινωνικού κράτους «υπολειμματικού ή συμπόνιας», που στοχεύει στην κάλυψη των αναγκών των αποκλεισμένων ή διαδοχικά αποκλειόμενων κοινωνικών στρωμάτων και προώθηση αξιών προσαρμοσμένων με αυτά τα κριτήρια και δεσμεύσεις.
Εφαπτόμενη στα όρια αυτής της λογικής, «κάλυψης των αναγκών των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων», φαίνεται να κινείται και η συλλογιστική της σημερινής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, στις διάφορες εκφράσεις της, μια και υποβαθμίζεται η οικουμενικότητα των λειτουργιών του κοινωνικού κράτους και των αξιών του (στην πράξη δεν υπάρχει στη υγεία και στην παιδεία και όχι μόνον).
Η πρόκληση σήμερα για την αριστερά είτε κομμουνιστικής είτε σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης είναι εκείνη της δημιουργίας στις σημερινές συνθήκες ενός κοινωνικού κράτους που θα στοχεύει στην «ανθρώπινη ανάπτυξη». Δηλ. ενός κοινωνικού κράτους που στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου, της αλληλεξάρτησης και των διαφόρων ορίων που εκ των πραγμάτων υπάρχουν, θα προσπαθεί εξασφαλίζει , στα πλαίσια της οικουμενικής αντίληψης, μια αξιοπρεπή ζωή για όλους και που δεν θα απευθύνεται μόνο στα πιο αδύνατα κοινωνικά στρώματα.
Για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να δοθεί απάντηση:
• α. Στην συγκεκριμένη αποδυνάμωση του Εθνικού-Κράτους, που δεν μπορεί να έλθει παρά από την Πολιτική ολοκλήρωση της Ε.Ε που πρέπει να καλύψει τα κενά της αποδυνάμωσης του ρόλου του Εθνικού –Κράτους (εξωτερική και φορολογική πολιτική, συντονισμός της οικονομική, κοινωνικής και οικολογικής πολιτικής κλπ, οδηγίες για πληροφόρηση και ρόλο των ευρωπαϊκών συνδικάτων στην περίπτωση αναδιάρθρωσης και μετατόπισης επιχειρήσεων στα πλαίσια της Ε.Ε κλπ) και να συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής παγκοσμιοποίησης. Και σύγχρονα, πέρα βέβαια από την υπεράσπιση του «εθνικού συμφέροντος» στις καινούργιες συνθήκες , στον επαναπροσδιορισμό του στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
• Β. Στον κατακερματισμό της εργασίας που προκαλεί η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου και τις αρνητικές επιπτώσεις που η αλλαγή αυτή έχει στο επίπεδο της αλληλεγγύης των εργαζομένων που χαρακτήρισε τον περασμένο αιώνα. Η αντίθεση μεταξύ εργασίας και καπιταλιστικής επιχείρησης παραμένει σαν ένα από τα μέτωπα «σύγκρουσης» αλλά δεν είναι το μοναδικό και ανατρεπτικό.
Είναι ένα από τα μέτωπα «σύγκρουσης» στα οποία διαμορφώνεται και διαφοροποιείται μια σύγχρονη πολυσύνθετη κοινωνία ( περιβαλλοντικά, κοινωνικά, ελευθεριών, πολιτισμικά). Η ίδια διατηρεί την κοινωνική της δύναμη, μια και σε μία οικονομία που παράγει όχι μόνο υλικά αγαθά αλλά «..άϋλα αγαθά, γνώσεις, ανάγκες όχι μόνο του σώματος αλλά και του πνεύματος η εργασία δημιουργεί όχι μόνο υπεραξία... δημιουργεί κοινωνία». Αν αυτή είναι, όμως σήμερα , η δύναμη της εργασίας μπορεί η εξασφάλισής της να είναι μόνο ζήτημα οικονομικής και συνδικαλιστικής διαπραγμάτευσης ή κύρια πολιτικής σαν βασικού κοινωνικού δικαιώματος; Να μέρος της πρόκλησης.
Αυτές είναι οι προκλήσεις στις οποίες μια ριζοσπαστική και συνάμα βαθιά μεταρρυθμιστική αριστερά (που στις δύσκολες στιγμές αναζητά άντληση σφρίγους στην ιστορική παράδοση του ΚΚΕεσ. Ν.Λαμπρακη ΕΔΑ –βαθιά και ριζικά μεταρρυθμιστικές - και στις κοινωνικές ομάδες και άτομα της περίσκεψης που δεν αλλοτρίωσαν ακόμα την ικανότητα περίσκεψης) πρέπει να προσπαθεί να δώσει απαντήσεις- έστω και εμβρυακές- σε συνδυασμό με την συγκεκριμένη αυστηρή και σκληρή στην ουσία κριτική της απέναντι στους κυβερνώντες.
Δεν φτάνει να διακηρύσσει κανείς ότι «θέλει ένα άλλο κόσμο» και εγώ επιθυμώ το ίδιο ( και νομίζω χιλιάδες μυριάδες άλλοι στον ελλαδικό και κοινό ευρωπαϊκό χώρο, οπωσδήποτε αυτοί που ξεκινήσαμε μαζί εδώ και 36 χρόνια, από τη χώρα του Γκράμσι), όμως σύγχρονα σκέπτομαι και αναρωτιέμαι: πως, με ποιόν, που και πότε με ποια διαδρομή που θα μου επιτρέψει να συναντήσω και τους άλλους για να σηκώσουμε μαζί το πρωτόγνωρο βαρύ φορτίο διαμόρφωσης απαντήσεων εξόδων από τις συγκεκριμένες προκλήσεις. Απαντήσεις ποιοτικά ισοδυνάμων , στις καινούργιες συνθήκες, με εκείνες των αρχών του αιώνα που αφήσαμε πίσω μας και που συνέβαλαν στην δημιουργία των μαζικών δημοκρατιών
Όμως η μη διερεύνηση μιας τέτοιας πορείας, την δεκαπενταετία των μεγάλων αλλαγών που αφήσαμε πίσω μας, γίνεται προσπάθεια- πέρα βέβαια απο την υψηλή πολιτική για «κουρέλια κλπ»- να καλυφθεί και εκείνες τις ημέρες με την προσφυγή, κάτω από διάφορες μορφές σε εκείνες τις ρίζες, μια και ήταν αναγκαία για την άντληση σφρίγους για να διατηρηθεί ο σημερινός πολιτικός σχηματισμός στο πλαίσιο της πολιτικής σκηνής. Μια και ο ριζοσπαστισμός αποκομμένος από ικανότητα αναζήτησης των δρόμων της μεταρρυθμιστικής προβολής του, στους χώρους που διαμορφώνεται η πολιτική απόφαση δεν οδηγεί πουθενά...είναι μια πορεία χωρίς όραση και καθόλου ενόραση. Εξ’ άλλου ο ριζοσπαστισμός δεν είναι απόρροια ιδεολογημάτων , αλλά πραγμάτων και καταστάσεων που είναι συνέπεια σημείων κρίσης και στην απόφαση και ικανότητα, αν βέβαια υπάρχει και φοβάμαι όχι, να αναμετρηθεί κανείς με αυτά.
Ενώ τα διάφορα κινήματα, προωθούν, το θεματικό τους αντικείμενο ή το αξιακό τους περιεχόμενο εκεί που δημιουργούν οσμώσεις, και διαδρόμους επικοινωνίας με τους χώρους της πολιτικής εκπροσώπευσης και απόφασης , αυτό δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία.
Επαναλμβανω δεν φτάνει να διακηρύσσει κανείς ότι «θέλει ένα άλλο κόσμο» και εγώ επιθυμώ το ίδιο , όμως σύγχρονα σκέπτομαι και αναρωτιέμαι : πως, με ποιόν, που και πότε.
Το κοινωνικό κράτος για το οποίον όλοι «κοπτόμαστε» ( από την αντιδραστική δεξιά μέχρι το ΚΚΕ) ήταν αποτέλεσμα, τον αιώνα που αφήσαμε πίσω μας, των αγώνων του εργατικού κινήματος και των πολιτικών στρατηγικών επιλογών συγκεκριμένων δυνάμεων της σοσιαλιστικής, σοσιαλδημοκρατικής και κομμουνιστικής ευρωπαϊκής αριστεράς. Ενώ όμως στην στρατηγική των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων, «antelitteram», αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διαδρομής της δημοκρατικής ανέλιξης προς τον σοσιαλισμό, για τα δογματικά κομμουνιστικά κόμματα καταγγέλλονταν σαν διαδικασία αποτροπής της εργατικής τάξης από την επαναστατική της προοπτική ή στην καλύτερη περίπτωση ήταν αυτόνομη «τακτική» διαδικασία φθοράς του συστήματος «στο όνομα» της επιδίωξης της αναγεννεσιακής στιγμής της επαναστατικής ανατροπής.
Αγώνας και πολιτικές επιλογές που συνέβαλαν «να δοθούν δικαιώματα στα εκατομμύρια των αποκλήρων που διάβαιναν την πόρτα του εργοστασίου και της βιομηχανικής κοινωνίας που τότε ανέτειλε και έδωσαν έτσι μορφή και ουσία στις μαζικές δημοκρατίες». Χωρίς βέβαια τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές και «το πώς και με ποιόν» οι αγώνες από μόνοι τους θα διέτρεχαν τον κίνδυνο... να οδηγήσουν πουθενά.
Όπως και τότε η πολιτική της αριστεράς (πληθυντικής) μπορεί να απαντήσει στις σημερινές προκλήσεις αν είναι σε θέσει όχι μόνο να μεταδώσει, στην κοινωνία, την σημασία ενός προγραμματικού σχεδίου αλλά και να να διαμορφώσει μια καινούργια κοινωνική και πολιτική συμμαχία που δεν θα κάμει απλή διαχείρηση της κατάστασης που υπάρχει αλλά θα την διακυβερνήσει μπολιάζοντάς την με τις αλλαγές για τις οποίες υπάρχει πιεστική ανάγκη.
Μετεκλογικές......παρατηρήσεις 1
του Σ. Λουκά
«Αυγή 24/03/04»
Έγραψα αυτό το κείμενο γιατί οι απαξιωτικές τοποθετήσεις περί «κουρελιών» και «ρεφόρμες» - κατά την διάρκεια των εκλογών- μου θύμιζαν παρεμφερείς εκτιμήσεις, μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου (μεσοπόλεμος) του αιώνα που αφήσαμε , που ταλαιπώρησαν συνολικά την αριστερά και προκαλούν απώθηση.
Η κριτική απέναντι στην σοσιαλδημοκρατική αριστερά, για να είναι πειστική, πρέπει να διακρίνεται από δύο στοιχεία:
• α. ποιοι είναι οι αντικειμενικοί λόγοι «κρίσης» του κοινωνικού κράτους στους οποίους οφείλεται πέρα από τους υποκειμενικούς «η εξάντληση της προωστικής ώθησης της σοσιαλδημοκρατίας».
• β. η συζήτηση, για την διάρθρωση ενός καινούργιου κοινωνικού κράτους, διατρέχει όχι μόνον εμάς - τους δήθεν εκλεκτούς – αλλά σχεδόν κάθε σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική αριστερά και όχι μόνον.
Η κρίση του, που παρατηρείται έντονη την τελευταία εικοσαετία, οφείλεται σε δύο βασικά γεγονότα , που οφείλονται βέβαια στην παρέμβαση του κεφαλαίου, που συμβήκανε τον τελευταίο τέταρτο του αιώνα που αφήσαμε πίσω μας:
• 1. Στην απορρύθμιση της διακίνησης των κεφαλαίων που αποδυνάμωσε το ρόλο του
Κράτους-Έθνους σαν κύριου κέντρου μακροοικονομικής ρύθμισης και εγγύησης
του κοινωνικού συμβιβασμού και κατά συνέπεια σαν μοναδικού χώρου « της
πολιτικής αντιπροσώπευσης και επόμενα των δικαιωμάτων των καθηκόντων των
βασικών κοινωνικών προστασιών και πολιτικών ταυτοτήτων»
- 2. Στο νέο παραγωγικό πρότυπο, η επιβολή του οποίου διευκολύνθηκε από την
επανάσταση της πληροφορικής , που αποδυνάμωσε την διαπραγματευτική ικανότητα
των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων. Αυτό τείνει να
ανατρέπει και να σπάει δοκιμασμένες κοινωνικές και μορφωτικές ισορροπίες θεσμικές
δυναμικές και καθιερωμένες μορφές συλλογικής δράσης. Τείνει να αποδυναμώνει και
όλα τα μοντέλα οργάνωσης της πολιτικής που κυριάρχησαν τον αιώνα που αφήσαμε πίσω
μας : απ ο το σκληρό του υπαρκτού σοσιαλισμού στο σοσιαλδημοκρατικό
Η εργασία αβέβαιη, πια, και ευέλικτη έχασε την διαπραγματευτική της δύναμη, η δε μεγάλη βιομηχανική επιχείρηση – κάστρο του φορντικού καπιταλισμού, στο οποίο επενεργούσαν οι διάφορες μορφές «αντιπροσώπευσης της εργασίας»- έχει υποταχθεί στην επιδρομή της παγκόσμιας χρηματιστηριακής αγοράς και κατά συνέπεια δεν αποτελεί πια το στερεό βάθρο του κοινωνικού συμβιβασμού.
Η κρίση αυτή, πέρα από την δοσμένη επίθεση του νεοφιλελευθερισμού, επιτείνεται από την αδυναμία των δυνάμεων που συνέβαλαν στην οικοδόμηση του να απαντήσουν στο επίπεδο των σημερινών προκλήσεων και της αποδυνάμωσής του. Οι οποίες αντιπαρατίθενται μεταξύ μιας αδύναμης προσπάθειας «καλλωπιστικού» τύπου όπως ο λεγόμενος «τρίτος δρόμος» -που αποδέχεται τις νέες δομικές αλλαγές που επιβάλλονται από τον νεοφιλελευθερισμό προσπαθώντας μόνον να επουλώσει τις κοινωνικές συνέπειες- και μιας ανελαστικής μονοδιάστατης προσπάθειας διατήρησης των κεκτημένων. Η οποία πολλές φορές καταλήγει σε μια μαξιμαλιστική διαμαρτυρία κενή περιεχομένου μια και είναι αδύναμη να εντοπίσει τους νέους μοχλούς στους οποίους μπορεί να στηριχθεί μια νέα μεταρρυθμιστική προσπάθεια- περί αυτού πρόκειται- για την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού κράτους.
Στην νεοφιλελεύθερη αντίληψη η αγορά είναι ο υπέρτατος ρυθμιστής. Το δε μέτρο κρίσης της ποιότητας της ζωής είναι εκείνο της αποτελεσματικότητας της επιχείρησης – που ταχυδακτυλουργικά και αποπροσανατολιστικά προβάλλεται σαν αίτημα ανταγωνιστικότητας του αποδυναμωμένου Κράτους-Έθνους – και εκείνο του καταναλωτή. Ποτέ εκείνο του εργαζόμενου σαν παραγωγού ( κάτι που πρέπει να προσέξει και το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα).
Επόμενα η αντίληψη του κοινωνικού κράτους (welfare ) που συμβαδίζει με αυτές τις δεσμευτικές προϋποθέσεις και κριτήρια είναι εκείνη ενός κοινωνικού κράτους «υπολειμματικού ή συμπόνιας», που στοχεύει στην κάλυψη των αναγκών των αποκλεισμένων ή διαδοχικά αποκλειόμενων κοινωνικών στρωμάτων και προώθηση αξιών προσαρμοσμένων με αυτά τα κριτήρια και δεσμεύσεις.
Εφαπτόμενη στα όρια αυτής της λογικής, «κάλυψης των αναγκών των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων», φαίνεται να κινείται και η συλλογιστική της σημερινής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, στις διάφορες εκφράσεις της, μια και υποβαθμίζεται η οικουμενικότητα των λειτουργιών του κοινωνικού κράτους και των αξιών του (στην πράξη δεν υπάρχει στη υγεία και στην παιδεία και όχι μόνον).
Η πρόκληση σήμερα για την αριστερά είτε κομμουνιστικής είτε σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης είναι εκείνη της δημιουργίας στις σημερινές συνθήκες ενός κοινωνικού κράτους που θα στοχεύει στην «ανθρώπινη ανάπτυξη». Δηλ. ενός κοινωνικού κράτους που στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, της αλλαγής του παραγωγικού προτύπου, της αλληλεξάρτησης και των διαφόρων ορίων που εκ των πραγμάτων υπάρχουν, θα προσπαθεί εξασφαλίζει , στα πλαίσια της οικουμενικής αντίληψης, μια αξιοπρεπή ζωή για όλους και που δεν θα απευθύνεται μόνο στα πιο αδύνατα κοινωνικά στρώματα.
Για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να δοθεί απάντηση:
• α. Στην συγκεκριμένη αποδυνάμωση του Εθνικού-Κράτους, που δεν μπορεί να έλθει παρά από την Πολιτική ολοκλήρωση της Ε.Ε που πρέπει να καλύψει τα κενά της αποδυνάμωσης του ρόλου του Εθνικού –Κράτους (εξωτερική και φορολογική πολιτική, συντονισμός της οικονομική, κοινωνικής και οικολογικής πολιτικής κλπ, οδηγίες για πληροφόρηση και ρόλο των ευρωπαϊκών συνδικάτων στην περίπτωση αναδιάρθρωσης και μετατόπισης επιχειρήσεων στα πλαίσια της Ε.Ε κλπ) και να συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής παγκοσμιοποίησης. Και σύγχρονα, πέρα βέβαια από την υπεράσπιση του «εθνικού συμφέροντος» στις καινούργιες συνθήκες , στον επαναπροσδιορισμό του στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
• γ. Στον κατακερματισμό της εργασίας που προκαλεί η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου και τις αρνητικές επιπτώσεις που η αλλαγή αυτή έχει στο επίπεδο της αλληλεγγύης των εργαζομένων που χαρακτήρισε τον περασμένο αιώνα. Η αντίθεση μεταξύ εργασίας και καπιταλιστικής επιχείρησης παραμένει σαν ένα από τα μέτωπα «σύγκρουσης» αλλά δεν είναι το μοναδικό και ανατρεπτικό. Είναι ένα από τα μέτωπα «σύγκρουσης» στα οποία διαμορφώνεται και διαφοροποιείται μια σύγχρονη πολυσύνθετη κοινωνία ( περιβαλλοντικά, κοινωνικά, ελευθεριών, πολιτισμικά). Η ίδια διατηρεί την κοινωνική της δύναμη, μια και σε μία οικονομία που παράγει όχι μόνο υλικά αγαθά αλλά «..άϋλα αγαθά, γνώσεις, ανάγκες όχι μόνο του σώματος αλλά και του πνεύματος η εργασία δημιουργεί όχι μόνο υπεραξία... δημιουργεί κοινωνία». Αν αυτή είναι, όμως σήμερα , η δύναμη της εργασίας μπορεί η εξασφάλισής της να είναι μόνο ζήτημα οικονομικής και συνδικαλιστικής διαπραγμάτευσης ή κύρια πολιτικής σαν βασικού κοινωνικού δικαιώματος; Να μέρος της πρόκλησης.
Αυτές είναι οι προκλήσεις στις οποίες μια ριζοσπαστική και συνάμα βαθιά μεταρρυθμιστική αριστερά (που στις δύσκολες στιγμές αναζητά άντληση σφρίγους στην ιστορική παράδοση του ΚΚΕεσ. Ν.Λαμπρακη ΕΔΑ –βαθιά και ριζικά μεταρρυθμιστικές - και στις κοινωνικές ομάδες και άτομα της περίσκεψης που δεν αλλοτρίωσαν ακόμα την ικανότητα περίσκεψης) πρέπει να προσπαθεί να δώσει απαντήσεις- έστω και εμβρυακές- σε συνδυασμό με την συγκεκριμένη αυστηρή και σκληρή στην ουσία κριτική της απέναντι στους κυβερνώντες.
Δεν φτάνει να διακηρύσσει κανείς ότι «θέλει ένα άλλο κόσμο» και εγώ επιθυμώ το ίδιο ( και νομίζω χιλιάδες μυριάδες άλλοι στον ελλαδικό και κοινό ευρωπαϊκό χώρο, οπωσδήποτε αυτοί που ξεκινήσαμε μαζί εδώ και 36 χρόνια, από τη χώρα του Γκράμσι), όμως σύγχρονα σκέπτομαι και αναρωτιέμαι: πως, με ποιόν, που και πότε με ποια διαδρομή που θα μου επιτρέψει να συναντήσω και τους άλλους για να σηκώσουμε μαζί το πρωτόγνωρο βαρύ φορτίο διαμόρφωσης απαντήσεων εξόδων από τις συγκεκριμένες προκλήσεις. Απαντήσεις ποιοτικά ισοδυνάμων , στις καινούργιες συνθήκες, με εκείνες των αρχών του αιώνα που αφήσαμε πίσω μας και που συνέβαλαν στην δημιουργία των μαζικών δημοκρατιών
Όμως η μη διερεύνηση μιας τέτοιας πορείας, την δεκαπενταετία των μεγάλων αλλαγών που αφήσαμε πίσω μας, γίνεται προσπάθεια- πέρα βέβαια απο την υψηλή πολιτική για «κουρέλια κλπ»- να καλυφθεί και εκείνες τις ημέρες με την προσφυγή, κάτω από διάφορες μορφές σε εκείνες τις ρίζες, μια και ήταν αναγκαία για την άντληση σφρίγους για να διατηρηθεί ο σημερινός πολιτικός σχηματισμός στο πλαίσιο της πολιτικής σκηνής. Μια και ο ριζοσπαστισμός αποκομμένος από ικανότητα αναζήτησης των δρόμων της μεταρρυθμιστικής προβολής του, στους χώρους που διαμορφώνεται η πολιτική απόφαση δεν οδηγεί πουθενά...είναι μια πορεία χωρίς όραση και καθόλου ενόραση. Εξ’ άλλου ο ριζοσπαστισμός δεν είναι απόρροια ιδεολογημάτων , αλλά πραγμάτων και καταστάσεων που είναι συνέπεια σημείων κρίσης και στην απόφαση και ικανότητα, αν βέβαια υπάρχει και φοβάμαι όχι, να αναμετρηθεί κανείς με αυτά.
Ενώ τα διάφορα κινήματα, προωθούν, το θεματικό τους αντικείμενο ή το αξιακό τους περιεχόμενο εκεί που δημιουργούν οσμώσεις, και διαδρόμους επικοινωνίας με τους χώρους της πολιτικής εκπροσώπευσης και απόφασης , αυτό δείχνει η ευρωπαϊκή εμπειρία.
Επαναλμβανω δεν φτάνει να διακηρύσσει κανείς ότι «θέλει ένα άλλο κόσμο» και εγώ επιθυμώ το ίδιο , όμως σύγχρονα σκέπτομαι και αναρωτιέμαι : πως, με ποιόν, που και πότε.
Το κοινωνικό κράτος για το οποίον όλοι «κοπτόμαστε» ( από την αντιδραστική δεξιά μέχρι το ΚΚΕ) ήταν αποτέλεσμα, τον αιώνα που αφήσαμε πίσω μας, των αγώνων του εργατικού κινήματος και των πολιτικών στρατηγικών επιλογών συγκεκριμένων δυνάμεων της σοσιαλιστικής, σοσιαλδημοκρατικής και κομμουνιστικής ευρωπαϊκής αριστεράς. Ενώ όμως στην στρατηγική των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων, «antelitteram», αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διαδρομής της δημοκρατικής ανέλιξης προς τον σοσιαλισμό, για τα δογματικά κομμουνιστικά κόμματα καταγγέλλονταν σαν διαδικασία αποτροπής της εργατικής τάξης από την επαναστατική της προοπτική ή στην καλύτερη περίπτωση ήταν αυτόνομη «τακτική» διαδικασία φθοράς του συστήματος «στο όνομα» της επιδίωξης της αναγεννεσιακής στιγμής της επαναστατικής ανατροπής.
Αγώνας και πολιτικές επιλογές που συνέβαλαν «να δοθούν δικαιώματα στα εκατομμύρια των αποκλήρων που διάβαιναν την πόρτα του εργοστασίου και της βιομηχανικής κοινωνίας που τότε ανέτειλε και έδωσαν έτσι μορφή και ουσία στις μαζικές δημοκρατίες». Χωρίς βέβαια τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές και «το πώς και με ποιόν» οι αγώνες από μόνοι τους θα διέτρεχαν τον κίνδυνο... να οδηγήσουν πουθενά.
Όπως και τότε η πολιτική της αριστεράς (πληθυντικής) μπορεί να απαντήσει στις σημερινές προκλήσεις αν είναι σε θέσει όχι μόνο να μεταδώσει, στην κοινωνία, την σημασία ενός προγραμματικού σχεδίου αλλά και να να διαμορφώσει μια καινούργια κοινωνική και πολιτική συμμαχία που δεν θα κάμει απλή διαχείρηση της κατάστασης που υπάρχει αλλά θα την διακυβερνήσει μπολιάζοντάς την με τις αλλαγές για τις οποίες υπάρχει πιεστική ανάγκη.