Ο φόβος άλλαξε πλευρά
Στέργιος Καλπάκης, dnews.gr, Δημοσιευμένο: 2025-02-26
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ποτέ δεν υπήρξε γραμμή της κυβέρνησης όσα είπαν τις προηγούμενες ημέρες οι ακραίοι της κυβέρνησης. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το σήμα γι’ αυτή τη γραμμή το έδωσε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη συνέντευξή του στην Καθημερινή λίγες ημέρες νωρίτερα και η οποία έφερε τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Κάποιοι θέλουν να μας οδηγήσουν σε ζούγκλα».
Τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται μια νέα μεταβολή της κυβερνητικής γραμμής σχετικά με τις συγκεντρώσεις της Παρασκευής για τη συμπλήρωση δύο χρόνων από το έγκλημα των Τεμπών.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, απαντώντας στον Αντώνη Σαμαρά, δήλωσε την Τρίτη ότι «είναι σεβαστό το δικαίωμα των πολιτών να διαδηλώνουν» και ότι «η κυβέρνηση δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με τους συγγενείς των θυμάτων». Δηλώσεις σε αντίστοιχο μήκος κύματος έγιναν κι από άλλους υπουργούς και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.
Αναρωτιέται εύλογα κανείς, πώς από την διχαστική και τοξική ρητορική των προηγούμενων ημερών, η κυβέρνηση πέρασε σε μια πιο ήπια και συναινετική λογική. Η απάντηση είναι απλή. Η κυβέρνηση επιστράτευσε το φόβο και επιχείρησε να τρομοκρατήσει την κοινωνία και πολύ σύντομα κατάλαβε ότι ο φόβος έχει αλλάξει πλευρά.
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ποτέ δεν υπήρξε γραμμή της κυβέρνησης όσα είπαν τις προηγούμενες ημέρες οι ακραίοι της κυβέρνησης. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το σήμα γι’ αυτή τη γραμμή το έδωσε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη συνέντευξή του στην Καθημερινή λίγες ημέρες νωρίτερα και η οποία έφερε τον πρωτοσέλιδο τίτλο «Κάποιοι θέλουν να μας οδηγήσουν σε ζούγκλα».
Αυτοί οι αόριστοι «κάποιοι» δεν ήταν για τον Μητσοτάκη μόνο τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Με αυτή την πονηρή αοριστία επιχείρησε στην πραγματικότητα να φωτογραφίσει όλους όσοι αμφισβητούν, θέτουν ερωτήματα, ασκούν κριτική, αναζητούν την αλήθεια, ακόμη και τους συγγενείς των θυμάτων.
Στη συνέχεια, ήρθε ο Βορίδης να δηλώσει ότι [Κανένας από τους συγγενείς των νεκρών στο Μάτι δεν έπαιξε τον ρόλο της κυρίας Καρυστιανού» και ότι ο θάνατος 57 ανθρώπων «είναι μικρό ζήτημα» σε σχέση με τις εξελίξεις στον πλανήτη.
Ο Γεωργιάδης δήλωσε ότι το 80% της κοινωνίας που πιστεύει ότι υπάρχει συγκάλυψη «κάνει λάθος», παρομοίασε την κοινωνική πλειοψηφία με όχλο, ενώ κάλεσε τους Νεοδημοκράτες «να αντιδρούν με οργή» όταν κάποιος τους λέει ότι η κυβέρνηση κάνει συγκάλυψη.
Ο δε Φλωρίδης έφτασε στο σημείο να δηλώσει ότι η απαξίωση της Δικαιοσύνης είναι «υποβόσκων εμφύλιος».
Στην πραγματικότητα, όμως, και οι τρεις είπαν «τσεκουράτα» όσα είπε ο Μητσοτάκη με τακτ. Γι’ αυτό είναι χρήσιμοι στον Μητσοτάκη οι ακροδεξιοί και οι «γενίτσαροι» ακροκεντρώοι, γιατί είναι αυτοί που δεν ορρωδούν προ ουδενός. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη συζήτηση.
Θυμίζω, επίσης, σε αυτό το σημείο, ότι το «χαρτί» του δήθεν σχεδίου της αποσταθεροποίησης της χώρας και της κυβέρνησης δεν είναι η πρώτη φορά που το αξιοποιεί η κυβέρνηση σε μια δύσκολη στιγμή.
Τον Αύγουστο του 2022, εν μέσω τότε των αποκαλύψεων για το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο Μητσοτάκης είχε φτάσει στο σημείο να δηλώσει ότι «Ο Πούτιν και ο Ερντογάν δεν το κρύβουν ότι θα ήθελαν άλλη κυβέρνηση στην Ελλάδα».
Τον Μάρτιο του 2024, όταν αποκαλύφθηκε η μονταζιέρα των ηχητικών από τη βραδιά της τραγωδίας στα Τέμπη, η κυβέρνηση και προσωπικά ο Μητσοτάκης ισχυρίστηκαν ότι επιχειρηματικά συμφέροντα τάχα πολεμούν την κυβέρνηση.
Το γεγονός, όμως, ότι χιλιάδες πολίτες σε όλη τη χώρα γέμισαν τις πλατείες πριν ένα μήνα κι ετοιμάζονται να τις βουλιάξουν στις 28 Φεβρουαρίου, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη για τον έγκλημα των Τεμπών, αποδεικνύει ότι η ελληνική κοινωνία δεν επηρεάζεται πια από τέτοιες φθηνές επικοινωνιακές τακτικές φόβου κι έντασης.
Αντιθέτως, δείχνει έτοιμη να απαντήσει ηχηρά και ειρηνικά με τη συμμετοχή της στις διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα και το εξωτερικό. Γι’ αυτό έχουν τρομάξει τόσο πολύ όλοι όσοι στηρίζουν την κυριαρχία τους στην παραίτηση της κοινωνίας και στην ατομική οδό.
Υπάρχει ακόμα ελπίδα. Ελπίδα που γίνεται μεγαλύτερη όταν βλέπουμε τη νεολαία να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτής της κορυφαίας στιγμής συλλογικότητας και αλληλεγγύης της ελληνικής κοινωνίας