Αχιλλέας Μητσός: Δυστυχώς η Ελλάδα παραμένει «φτωχός συγγενής» στο πεδίο της έρευνας
Συνέντευξη στον Δ. Τσιπούρα, Αυγή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2011-01-23
«Να δίνεις έμφαση στο αύριο, όταν το σήμερα, δυστυχώς, είναι πολύ λιγότερο καλό από αυτό που θα ήθελες να είναι. Η ουσία έγκειται στο να μπορείς να προσβλέπεις σε μια βελτίωση του αύριο», επισημαίνει στην "Αυγή" της Κυριακής ο καθηγητής Αχιλλέας Μητσός, που πρόσφατα τα «βρόντηξε» και αποποιήθηκε τη θέση του γενικού γραμματέα Έρευνας και Τεχνολογίας στο υπουργείο Παιδείας.
Η Ελλάδα παραμένει «φτωχός συγγενής» στο ουσιώδες πεδίο της έρευνας και βλέπει το τρένο της μεγάλης φυγής να απομακρύνεται, επιμένει στη συζήτησή μας, καθώς τα κονδύλια για τη χρηματοδότηση της έρευνας αντιστοιχούν στο 0,5%, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος υπερβαίνει το 2%. «Είναι ενδιαφέρον" επισημαίνει, "ότι στο Συμβούλιο Κορυφής της Βαρκελώνης" το 2002, οι 15 τότε χώρες αποφάσισαν ότι θα πρέπει να αυξηθεί στο 3% το ποσοστό χρηματοδότησης για την έρευνα. Η χώρα που είχε το χαμηλότερο ποσοστό τότε, είναι η χώρα που όχι απλώς δεν το αύξησε, αλλά το μείωσε κιόλας. Δηλαδή από 0,58% έγινε 0,50%. Ελάχιστο ποσοστό του ΑΕΠ πηγαίνει στην έρευνα και επιπλέον ελάχιστο ποσοστό προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα». Εκείνο που παρατηρήθηκε τα τελευταία 5-6 χρόνια, όπως διευκρινίζει, είναι ότι όχι απλώς το ποσοστό παρέμεινε σταθερό προς τα κάτω, αλλά δεν χρησιμοποιήσαμε και το «δώρο» του ΕΣΠΑ. Είχαμε δυνατότητες από το ΕΣΠΑ να χρησιμοποιήσουμε σημαντικούς πόρους και δεν τους χρησιμοποιήσαμε. Αυτό δεν έγινε μόνο τα τελευταία χρόνια. «Θα σας δώσω δύο αριθμούς, που νομίζω ότι τα λένε όλα. Αν πάρει κανείς τους τακτικούς προϋπολογισμούς όλων των ερευνητικών κέντρων, έχουμε άθροισμα κάτω από 100 εκατ. ευρώ τον χρόνο και από το ΕΣΠΑ περισσότερα από το 1 δισ. ευρώ», προσθέτει. Αν είχαν διοχετευθεί στην έρευνα άλλα 300 εκατ. ευρώ ετησίως, αναλογίζεται, αυτό και μόνον θα ήταν πάρα πολύ «σημαντική ένεση». Σε μια περίοδο που κόβονται και οι μισθοί και οι αποδοχές των πανεπιστημιακών και των ερευνητών, αν υπήρχε ένας οργασμός καινούργιων προτάσεων, ανταγωνιστικών και αξιοκρατικών προγραμμάτων, η εξέλιξη θα ήταν διαφορετική. «Να δώσεις έμφαση στο αύριο, όταν το σήμερα, δυστυχώς, είναι πολύ λιγότερο καλό, από αυτό, που θα ήθελες να είναι. Να μπορούσες να προσβλέπεις σε μια βελτίωση του αύριο» τονίζει κατηγορηματικά.
Θύλακοι Αριστείας
Ο οικονομολόγος καθηγητής, που διδάσκει διεθνείς οικονομικές σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, αλλά και σε διάφορα ανώτατα ιδρύματα της Ευρώπης τιμώντας την πατρίδα του και έχει υπηρετήσει από τη θέση του Γενικού Διευθυντή της Κομισιόν σε θέματα επιστήμης, έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, δηλώνει κατηγορηματικά αντίθετος στην ισοπέδωση των ερευνητικών μονάδων στην Ελλάδα, επιμένοντας ότι «στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα υπάρχουν θύλακοι αριστείας που πρέπει να αξιοποιηθούν».
Αν ξεκινάς με το ότι τα πράγματα είναι χάλια ή πως ό,τι έχει γίνει είναι για πέταμα, αυτό σε οδηγεί σε άλλη πολιτική από ό,τι αν ξεκινάς με τη γραμμή «έχουμε εδώ μια ιδιόρρυθμη κατάσταση» που χρήζει βελτίωσης. Από τη μία έχουμε κάποιες πολύ αξιόλογες μονάδες που κάνουν έρευνα πραγματικά υψηλής στάθμης σε ένα συνολικά, όμως, μέτριο επίπεδο. «Για να τα αλλάξεις όλα πρέπει να βρεις τρόπους αυτές οι αξιόλογες μονάδες να επεκτείνουν την εμβέλεια των δράσεών τους». Σε όλους τους χώρους υπάρχουν αυτό που λέμε "θύλακοι αριστείας". Υπάρχουν συγκεκριμένοι ερευνητές που κάνουν πολύ καλή έρευνα. Και αυτά αποδεικνύονται δεν είναι μόνο λόγια. «Μετριέται η ερευνητική προσπάθεια με τις δημοσιεύσεις, με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, με τις αναφορές και με άλλους δείκτες όπως π.χ. η συμμετοχή σε ανταγωνιστικά προγράμματα που απαιτούν ικανότητες και όχι λόμπι. Το ότι κάποιοι Έλληνες έχουν καταφέρει τόσα σημαντικά αποτελέσματα σημαίνει ότι είναι ένδειξη -όχι ότι το σύνολο της έρευνας στη χώρα μας είναι τόσο καλό, το εναντίον, είναι μετριότατο- για το τεράστιο δυναμικό που παραμένει ανεκμετάλλευτο».
Υπερσυγκεντρωτισμός και αδιαφάνεια
«Παραιτήθηκα επειδή δεν μπόρεσα να εφαρμόσω ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα που είχα αναλάβει» αναφέρει και προσθέτει πως «οι διαφωνίες ήταν προς τον τρόπο διαχείρισης, διοίκησης, διακυβέρνησης της έρευνας στον τόπο». Ο υπερσυγκεντρωτισμός, λοιπόν, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. «Θεωρώ ότι εκεί δεν τα κατάφερα, διότι η τάση ενός υπερσυγκεντρωτισμού και η υποτίμηση της σημασίας να δοθούν οι πόροι με αξιοκρατικά κριτήρια και πλήρη διαφάνεια, όσον αφορά στις διαδικασίες, οδήγησε -ένα χρόνο μετά- να έχουν απορροφηθεί ελάχιστοι πόροι και το χειρότερο είναι ότι δεν είναι έτοιμοι να απορροφηθούν και οι υπόλοιποι. Θα ήθελα να έχουν γίνει περισσότερα βήματα» υπογραμμίζει χωρίς πίκρα.
Θα μπορούσε η Ελλάδα να μετατραπεί σε ερευνητικό πόλο έλξης; «Ασφαλώς και μπορεί, αρκεί να μην περιμένουμε ότι μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Έχουμε και παραδείγματα άλλων χωρών που το πέτυχαν σε μικρότερο χρονικό διάστημα. Αν δεν δώσεις λεφτά, δεν μπορείς να προσελκύσεις. Και βασικό είναι να υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο που θα αμείβει τους καλούς, που δεν θα έχει ισοπεδωτική αντίληψη, αλλά την αίσθηση της αξιοκρατίας. Κανένας καλός ερευνητής δεν θα έρθει εάν σε τελική ανάλυση θα παίρνουν όλοι τα ίδια ή θα αμείβονται κάποιοι που δεν παρήγαγαν έργο» μάς κατακεραυνώνει.
Δημόσια και ιδιωτική έρευνα
Και ο ιδιωτικός τομέας που δεν επενδύει, που θέλει να μπει ως πολιορκητικός κλοιός στα πανεπιστήμια;
«Το ερευνητικό κέντρο πρέπει να είναι σε θέση να αφουγκράζεται και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ιδιωτικού τομέα και ο ιδιωτικός τομέας να ζητεί βοήθεια στον ερευνητικό του χώρο. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή είναι η μόνη λειτουργία της έρευνας. Δεν ισχυρίζομαι ότι αν δεν το κάνει αυτό το πανεπιστήμιο, δεν θα έχει επιτελέσει τον ρόλο του. Αν δεν το πράξει όμως, δεν θα το επιτρέψει και στον ιδιωτικό τομέα. Η έρευνα είναι συγχρόνως και δημόσιο και ιδιωτικό χαρακτηριστικό. Ο καθένας μας έχει να κερδίσει αν γίνει περισσότερη και καλύτερη έρευνα. Όχι μόνο αυτός που θα χρησιμοποιήσει το αποτέλεσμα, αλλά όλοι μας. Έχει και όφελος φυσικά ο ιδιώτης, αφού ένα νέο φάρμακο βοηθάει και την κοινωνία και την επιχείρηση που θα το παράξει».
Γκρίζο το τοπίο και ίσως έτσι διαγράφεται το μέλλον της έρευνας στη χώρα μας, σκεφτόμαστε.
«Κάποια πράγματα μπορεί να μη έγιναν σήμερα, αλλά θα γίνουν αύριο. Για κάποια πράγματα φτάνει η ώρα τους. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι δεν θα χρησιμοποιούνται οι πόροι και ότι θα χρησιμοποιούνται με λάθος τρόπο. Το κακό σήμερα είναι ότι δεν χρηματοδοτούμε τίποτα. Παίζουμε σε δύο άκρα που και τα δύο είναι επικίνδυνα. Το ένα είναι ότι υπάρχει δήθεν ένας αυτόματος πιλότος που μας οδηγεί και το δεύτερο ότι επιδιώκουμε να διαμορφώσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού και το αποτέλεσμα». Ίσως η αιχμηρή αισιοδοξία να περικλείει και τα όνειρα των ανθρώπων που δεν καταθέτουν τα όπλα…
Η Ελλάδα παραμένει «φτωχός συγγενής» στο ουσιώδες πεδίο της έρευνας και βλέπει το τρένο της μεγάλης φυγής να απομακρύνεται, επιμένει στη συζήτησή μας, καθώς τα κονδύλια για τη χρηματοδότηση της έρευνας αντιστοιχούν στο 0,5%, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος υπερβαίνει το 2%. «Είναι ενδιαφέρον" επισημαίνει, "ότι στο Συμβούλιο Κορυφής της Βαρκελώνης" το 2002, οι 15 τότε χώρες αποφάσισαν ότι θα πρέπει να αυξηθεί στο 3% το ποσοστό χρηματοδότησης για την έρευνα. Η χώρα που είχε το χαμηλότερο ποσοστό τότε, είναι η χώρα που όχι απλώς δεν το αύξησε, αλλά το μείωσε κιόλας. Δηλαδή από 0,58% έγινε 0,50%. Ελάχιστο ποσοστό του ΑΕΠ πηγαίνει στην έρευνα και επιπλέον ελάχιστο ποσοστό προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα». Εκείνο που παρατηρήθηκε τα τελευταία 5-6 χρόνια, όπως διευκρινίζει, είναι ότι όχι απλώς το ποσοστό παρέμεινε σταθερό προς τα κάτω, αλλά δεν χρησιμοποιήσαμε και το «δώρο» του ΕΣΠΑ. Είχαμε δυνατότητες από το ΕΣΠΑ να χρησιμοποιήσουμε σημαντικούς πόρους και δεν τους χρησιμοποιήσαμε. Αυτό δεν έγινε μόνο τα τελευταία χρόνια. «Θα σας δώσω δύο αριθμούς, που νομίζω ότι τα λένε όλα. Αν πάρει κανείς τους τακτικούς προϋπολογισμούς όλων των ερευνητικών κέντρων, έχουμε άθροισμα κάτω από 100 εκατ. ευρώ τον χρόνο και από το ΕΣΠΑ περισσότερα από το 1 δισ. ευρώ», προσθέτει. Αν είχαν διοχετευθεί στην έρευνα άλλα 300 εκατ. ευρώ ετησίως, αναλογίζεται, αυτό και μόνον θα ήταν πάρα πολύ «σημαντική ένεση». Σε μια περίοδο που κόβονται και οι μισθοί και οι αποδοχές των πανεπιστημιακών και των ερευνητών, αν υπήρχε ένας οργασμός καινούργιων προτάσεων, ανταγωνιστικών και αξιοκρατικών προγραμμάτων, η εξέλιξη θα ήταν διαφορετική. «Να δώσεις έμφαση στο αύριο, όταν το σήμερα, δυστυχώς, είναι πολύ λιγότερο καλό, από αυτό, που θα ήθελες να είναι. Να μπορούσες να προσβλέπεις σε μια βελτίωση του αύριο» τονίζει κατηγορηματικά.
Θύλακοι Αριστείας
Ο οικονομολόγος καθηγητής, που διδάσκει διεθνείς οικονομικές σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, αλλά και σε διάφορα ανώτατα ιδρύματα της Ευρώπης τιμώντας την πατρίδα του και έχει υπηρετήσει από τη θέση του Γενικού Διευθυντή της Κομισιόν σε θέματα επιστήμης, έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, δηλώνει κατηγορηματικά αντίθετος στην ισοπέδωση των ερευνητικών μονάδων στην Ελλάδα, επιμένοντας ότι «στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα υπάρχουν θύλακοι αριστείας που πρέπει να αξιοποιηθούν».
Αν ξεκινάς με το ότι τα πράγματα είναι χάλια ή πως ό,τι έχει γίνει είναι για πέταμα, αυτό σε οδηγεί σε άλλη πολιτική από ό,τι αν ξεκινάς με τη γραμμή «έχουμε εδώ μια ιδιόρρυθμη κατάσταση» που χρήζει βελτίωσης. Από τη μία έχουμε κάποιες πολύ αξιόλογες μονάδες που κάνουν έρευνα πραγματικά υψηλής στάθμης σε ένα συνολικά, όμως, μέτριο επίπεδο. «Για να τα αλλάξεις όλα πρέπει να βρεις τρόπους αυτές οι αξιόλογες μονάδες να επεκτείνουν την εμβέλεια των δράσεών τους». Σε όλους τους χώρους υπάρχουν αυτό που λέμε "θύλακοι αριστείας". Υπάρχουν συγκεκριμένοι ερευνητές που κάνουν πολύ καλή έρευνα. Και αυτά αποδεικνύονται δεν είναι μόνο λόγια. «Μετριέται η ερευνητική προσπάθεια με τις δημοσιεύσεις, με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, με τις αναφορές και με άλλους δείκτες όπως π.χ. η συμμετοχή σε ανταγωνιστικά προγράμματα που απαιτούν ικανότητες και όχι λόμπι. Το ότι κάποιοι Έλληνες έχουν καταφέρει τόσα σημαντικά αποτελέσματα σημαίνει ότι είναι ένδειξη -όχι ότι το σύνολο της έρευνας στη χώρα μας είναι τόσο καλό, το εναντίον, είναι μετριότατο- για το τεράστιο δυναμικό που παραμένει ανεκμετάλλευτο».
Υπερσυγκεντρωτισμός και αδιαφάνεια
«Παραιτήθηκα επειδή δεν μπόρεσα να εφαρμόσω ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα που είχα αναλάβει» αναφέρει και προσθέτει πως «οι διαφωνίες ήταν προς τον τρόπο διαχείρισης, διοίκησης, διακυβέρνησης της έρευνας στον τόπο». Ο υπερσυγκεντρωτισμός, λοιπόν, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. «Θεωρώ ότι εκεί δεν τα κατάφερα, διότι η τάση ενός υπερσυγκεντρωτισμού και η υποτίμηση της σημασίας να δοθούν οι πόροι με αξιοκρατικά κριτήρια και πλήρη διαφάνεια, όσον αφορά στις διαδικασίες, οδήγησε -ένα χρόνο μετά- να έχουν απορροφηθεί ελάχιστοι πόροι και το χειρότερο είναι ότι δεν είναι έτοιμοι να απορροφηθούν και οι υπόλοιποι. Θα ήθελα να έχουν γίνει περισσότερα βήματα» υπογραμμίζει χωρίς πίκρα.
Θα μπορούσε η Ελλάδα να μετατραπεί σε ερευνητικό πόλο έλξης; «Ασφαλώς και μπορεί, αρκεί να μην περιμένουμε ότι μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Έχουμε και παραδείγματα άλλων χωρών που το πέτυχαν σε μικρότερο χρονικό διάστημα. Αν δεν δώσεις λεφτά, δεν μπορείς να προσελκύσεις. Και βασικό είναι να υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο που θα αμείβει τους καλούς, που δεν θα έχει ισοπεδωτική αντίληψη, αλλά την αίσθηση της αξιοκρατίας. Κανένας καλός ερευνητής δεν θα έρθει εάν σε τελική ανάλυση θα παίρνουν όλοι τα ίδια ή θα αμείβονται κάποιοι που δεν παρήγαγαν έργο» μάς κατακεραυνώνει.
Δημόσια και ιδιωτική έρευνα
Και ο ιδιωτικός τομέας που δεν επενδύει, που θέλει να μπει ως πολιορκητικός κλοιός στα πανεπιστήμια;
«Το ερευνητικό κέντρο πρέπει να είναι σε θέση να αφουγκράζεται και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ιδιωτικού τομέα και ο ιδιωτικός τομέας να ζητεί βοήθεια στον ερευνητικό του χώρο. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή είναι η μόνη λειτουργία της έρευνας. Δεν ισχυρίζομαι ότι αν δεν το κάνει αυτό το πανεπιστήμιο, δεν θα έχει επιτελέσει τον ρόλο του. Αν δεν το πράξει όμως, δεν θα το επιτρέψει και στον ιδιωτικό τομέα. Η έρευνα είναι συγχρόνως και δημόσιο και ιδιωτικό χαρακτηριστικό. Ο καθένας μας έχει να κερδίσει αν γίνει περισσότερη και καλύτερη έρευνα. Όχι μόνο αυτός που θα χρησιμοποιήσει το αποτέλεσμα, αλλά όλοι μας. Έχει και όφελος φυσικά ο ιδιώτης, αφού ένα νέο φάρμακο βοηθάει και την κοινωνία και την επιχείρηση που θα το παράξει».
Γκρίζο το τοπίο και ίσως έτσι διαγράφεται το μέλλον της έρευνας στη χώρα μας, σκεφτόμαστε.
«Κάποια πράγματα μπορεί να μη έγιναν σήμερα, αλλά θα γίνουν αύριο. Για κάποια πράγματα φτάνει η ώρα τους. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι δεν θα χρησιμοποιούνται οι πόροι και ότι θα χρησιμοποιούνται με λάθος τρόπο. Το κακό σήμερα είναι ότι δεν χρηματοδοτούμε τίποτα. Παίζουμε σε δύο άκρα που και τα δύο είναι επικίνδυνα. Το ένα είναι ότι υπάρχει δήθεν ένας αυτόματος πιλότος που μας οδηγεί και το δεύτερο ότι επιδιώκουμε να διαμορφώσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού και το αποτέλεσμα». Ίσως η αιχμηρή αισιοδοξία να περικλείει και τα όνειρα των ανθρώπων που δεν καταθέτουν τα όπλα…