Η πρόκληση της έρευνας
Αχιλλέας Μητσός, Το Βήμα, Νέες Εποχές, Δημοσιευμένο: 2008-05-04
Η έρευνα, μαζί με τη διδασκαλία, είναι ο ένας από τους δύο πυλώνες του πανεπιστημίου. Ωστόσο, κατά πόσον η δημόσια χρηματοδότησή της επηρεάζεται από τις επικρατούσες νεοφιλελεύθερες θεωρήσεις των δημόσιων δαπανών που προβάλλουν δογματικά τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό ως τον απόλυτο στόχο, στερώντας ακόμα και από τις κατ’ εξοχήν δαπάνες που αφορούν το μέλλον τη δυνατότητα συγχρηματοδότησής τους και από αυτό το μέλλον;
Το πρόβλημα είναι μείζον, διότι αν, σε αυτή την τάση περιορισμού των δημόσιων δαπανών και μεγάλου ανταγωνισμού μεταξύ των εναλλακτικών χρήσεων του δημόσιου ταμείου, διασωθεί η λεγόμενη «χρήσιμη έρευνα», τι θα γίνει με εκείνη την έρευνα που μάθαμε να χαρακτηρίζουμε «βασική», εκείνη δηλαδή που μπορεί να μην έχει ως άμεσο στόχο τη συγκεκριμένη χρήση της, αλλά η οποία μπορεί να αποδειχθεί σημαντικότερη μελλοντικά; Και η οποία - μην το ξεχνάμε - αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος της ποιότητας της διδασκαλίας. Γιατί δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η βελτίωση της ποιότητας του πανεπιστημίου περνάει από τη βελτίωση της ποιότητας της ασκούμενης έρευνας, σε όλους τους τομείς και σε όλα τα γνωστικά πεδία.
Πόσο μπορεί να συνυπάρξει εμπιστοσύνη στη «δυναμική της επιστήμης» και προώθηση της έρευνας περίπου ως αυτοσκοπού με την ανταπόκριση στις ανάγκες της ζήτησης της έρευνας, όπως αυτή εκφράζεται από τον παραγωγικό τομέα, αλλά και από την κοινωνία για τα δημόσια αγαθά στην υπηρεσία των οποίων τοποθετείται - την υγεία, το περιβάλλον;
Δεν είναι καινούργια η ανάγκη ισορροπίας μεταξύ «στοχευμένης έρευνας», έρευνας με συγκεκριμένη αποστολή και «ελεύθερης έρευνας». Οσο όμως και να αρνιόμαστε τη γραμμική σχέση έρευνας - τεχνολογίας - καινοτομίας, μήπως ήρθε η ώρα αναθέρμανσης του ενδιαφέροντος γύρω από την έρευνα αιχμής; Η τάση πάντως τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες είναι η υποκατάσταση του μοντέλου της (κεντρικά) «προγραμματισμένης έρευνας» από το δίδυμο: Ερευνα που ζητούν η κοινωνία και η οικονομία και έρευνα που πηγάζει από την παλιά, γνωστή περιέργεια της ερευνήτριας και του ερευνητή.
Και έπειτα: Γιατί η επίκληση της ανάγκης ανταπόκρισης στη ζήτηση του παραγωγικού τομέα αντιπαρατίθεται στη δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας; Γιατί η αντίθεση στη μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης πρέπει να οδηγεί και σε αντίθεση στο μεγαλύτερο άνοιγμα και προς άλλες χρηματοδοτικές πηγές; Από πού κι ως πού το άνοιγμα του πανεπιστημίου προς την κατεύθυνση των ερευνητικών αναγκών της βιομηχανίας συνεπάγεται εγκατάλειψη της υποχρέωσης δημόσιας χρηματοδότησης της πανεπιστημιακής έρευνας; Αν μη τι άλλο, όσο περισσότερη και όσο πιο άριστη είναι η επιτελούμενη δημόσια έρευνα, τόσο ελκυστικότερο θα είναι το πανεπιστήμιο για την έρευνα του ιδιωτικού τομέα. Οχι μόνο δεν υπάρχει το περίφημο «crowding out» της ιδιωτικής έρευνας αλλά, αντίθετα, περισσότερη δημόσια οδηγεί και σε περισσότερη ιδιωτική έρευνα.
Πιο δύσκολο, και μεγαλύτερη πρόκληση για το πανεπιστήμιο, είναι το να συνταιριάξει τη θεμελιώδη υποχρέωσή του για ανοικτή και ελεύθερη προσπέλαση του συνόλου της κοινωνίας στα αποτελέσματα της έρευνας με την απαραίτητη εταιρική σχέση της μιας ή της άλλης μορφής ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και στην επιχείρηση. Η χρήση και η εκμετάλλευση, έστω και πρόσκαιρα, των αποτελεσμάτων της έρευνας θέτει πράγματι σε κίνδυνο και συγκρούεται με την ανάγκη διάχυσής τους στην κοινωνία;
Οταν το ζητούμενο είναι - και ορθώς - η απεξάρτηση και η αυτονομία του πανεπιστημίου από την πολιτεία, χωρίς μείωση της χρηματοδοτικής ευθύνης της, δεν είναι δυνατό η αυτονομία αυτή να οδηγήσει σε μια άλλη εξάρτηση, εκείνη των ιδιωτικών συμφερόντων. Είναι πράγματι αδύνατο να υπάρξει ανταπόκριση στη ζήτηση από τον παραγωγικό τομέα, χωρίς αυτό να σημάνει και απώλεια ή έστω υπονόμευση της αυτονομίας του πανεπιστημίου;
*Ο κ. Αχιλλέας Μητσός διετέλεσε γενικός διευθυντής Ερευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και είναι πρόεδρος του Παρατηρητηρίου Ερευνας και Διαλόγου για τα Ελληνικά Πανεπιστήμια.
Το πρόβλημα είναι μείζον, διότι αν, σε αυτή την τάση περιορισμού των δημόσιων δαπανών και μεγάλου ανταγωνισμού μεταξύ των εναλλακτικών χρήσεων του δημόσιου ταμείου, διασωθεί η λεγόμενη «χρήσιμη έρευνα», τι θα γίνει με εκείνη την έρευνα που μάθαμε να χαρακτηρίζουμε «βασική», εκείνη δηλαδή που μπορεί να μην έχει ως άμεσο στόχο τη συγκεκριμένη χρήση της, αλλά η οποία μπορεί να αποδειχθεί σημαντικότερη μελλοντικά; Και η οποία - μην το ξεχνάμε - αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος της ποιότητας της διδασκαλίας. Γιατί δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η βελτίωση της ποιότητας του πανεπιστημίου περνάει από τη βελτίωση της ποιότητας της ασκούμενης έρευνας, σε όλους τους τομείς και σε όλα τα γνωστικά πεδία.
Πόσο μπορεί να συνυπάρξει εμπιστοσύνη στη «δυναμική της επιστήμης» και προώθηση της έρευνας περίπου ως αυτοσκοπού με την ανταπόκριση στις ανάγκες της ζήτησης της έρευνας, όπως αυτή εκφράζεται από τον παραγωγικό τομέα, αλλά και από την κοινωνία για τα δημόσια αγαθά στην υπηρεσία των οποίων τοποθετείται - την υγεία, το περιβάλλον;
Δεν είναι καινούργια η ανάγκη ισορροπίας μεταξύ «στοχευμένης έρευνας», έρευνας με συγκεκριμένη αποστολή και «ελεύθερης έρευνας». Οσο όμως και να αρνιόμαστε τη γραμμική σχέση έρευνας - τεχνολογίας - καινοτομίας, μήπως ήρθε η ώρα αναθέρμανσης του ενδιαφέροντος γύρω από την έρευνα αιχμής; Η τάση πάντως τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες είναι η υποκατάσταση του μοντέλου της (κεντρικά) «προγραμματισμένης έρευνας» από το δίδυμο: Ερευνα που ζητούν η κοινωνία και η οικονομία και έρευνα που πηγάζει από την παλιά, γνωστή περιέργεια της ερευνήτριας και του ερευνητή.
Και έπειτα: Γιατί η επίκληση της ανάγκης ανταπόκρισης στη ζήτηση του παραγωγικού τομέα αντιπαρατίθεται στη δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας; Γιατί η αντίθεση στη μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης πρέπει να οδηγεί και σε αντίθεση στο μεγαλύτερο άνοιγμα και προς άλλες χρηματοδοτικές πηγές; Από πού κι ως πού το άνοιγμα του πανεπιστημίου προς την κατεύθυνση των ερευνητικών αναγκών της βιομηχανίας συνεπάγεται εγκατάλειψη της υποχρέωσης δημόσιας χρηματοδότησης της πανεπιστημιακής έρευνας; Αν μη τι άλλο, όσο περισσότερη και όσο πιο άριστη είναι η επιτελούμενη δημόσια έρευνα, τόσο ελκυστικότερο θα είναι το πανεπιστήμιο για την έρευνα του ιδιωτικού τομέα. Οχι μόνο δεν υπάρχει το περίφημο «crowding out» της ιδιωτικής έρευνας αλλά, αντίθετα, περισσότερη δημόσια οδηγεί και σε περισσότερη ιδιωτική έρευνα.
Πιο δύσκολο, και μεγαλύτερη πρόκληση για το πανεπιστήμιο, είναι το να συνταιριάξει τη θεμελιώδη υποχρέωσή του για ανοικτή και ελεύθερη προσπέλαση του συνόλου της κοινωνίας στα αποτελέσματα της έρευνας με την απαραίτητη εταιρική σχέση της μιας ή της άλλης μορφής ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και στην επιχείρηση. Η χρήση και η εκμετάλλευση, έστω και πρόσκαιρα, των αποτελεσμάτων της έρευνας θέτει πράγματι σε κίνδυνο και συγκρούεται με την ανάγκη διάχυσής τους στην κοινωνία;
Οταν το ζητούμενο είναι - και ορθώς - η απεξάρτηση και η αυτονομία του πανεπιστημίου από την πολιτεία, χωρίς μείωση της χρηματοδοτικής ευθύνης της, δεν είναι δυνατό η αυτονομία αυτή να οδηγήσει σε μια άλλη εξάρτηση, εκείνη των ιδιωτικών συμφερόντων. Είναι πράγματι αδύνατο να υπάρξει ανταπόκριση στη ζήτηση από τον παραγωγικό τομέα, χωρίς αυτό να σημάνει και απώλεια ή έστω υπονόμευση της αυτονομίας του πανεπιστημίου;
*Ο κ. Αχιλλέας Μητσός διετέλεσε γενικός διευθυντής Ερευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και είναι πρόεδρος του Παρατηρητηρίου Ερευνας και Διαλόγου για τα Ελληνικά Πανεπιστήμια.