Συνταγματικά ψεύδη
Δημήτρης Ψυχογιός, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2019-02-14
To Σύνταγμα του 1952 ψηφίστηκε μόνο από τα κεντρώα κόμματα της εποχής, η Δεξιά είχε αποχωρήσει από τη Βουλή και η Αριστερά, η τότε ΕΔΑ, καταψήφισε. Το Σύνταγμα της μεταπολίτευσης, του 1975, ψηφίστηκε μόνο από τη Δεξιά (ΝΔ)· το Κέντρο (ΕΚ-ΝΔ) και η Αριστερά («νέα» (ΠΑΣΟΚ), «παραδοσιακή», (ΚΚΕ) και «ανανεωτική» (ΚΚΕ Εσωτερικού, ΕΔΑ)) είχαν αποχωρήσει καταγγέλλοντάς το. Οι αλλαγές του 1986 ψηφίστηκαν μόνο από ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ. Για την αναθεώρηση του 2001 συμφώνησαν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και οι αλλαγές ψηφίστηκαν με ευρείες πλειοψηφίες, διαφώνησαν μόνο το ΚΚΕ και ο τότε Συνασπισμός που έγινε μετά ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος, η φιλόδοξη συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε η ΝΔ το 2005, περιορίστηκε (λόγω αντίδρασης κυρίως του ΠΑΣΟΚ αλλά και των ΚΚΕ - ΣΥΡΙΖΑ) πρακτικά σε αυτό που «έκαιγε» το πολιτικό προσωπικό, την άρση του «επαγγελματικού ασυμβίβαστου», ήτοι την απαγόρευση στους βουλευτές να ασκούν και άλλο επάγγελμα που είχε καθιερώσει το Σύνταγμα του 2001.
Με άλλα λόγια, τα τελευταία 70 χρόνια, από τις πέντε αναθεωρήσεις που έγιναν μόνο αυτή του 2001, επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη και με εισηγητή της πλειοψηφίας τον Βαγγέλη Βενιζέλο, υπήρξε συναινετική. Ολες οι άλλες υπήρξαν εξαιρετικά συγκρουσιακές και σε ό,τι αφορά τη μεταπολίτευση, ιδιαίτερα αυτή του 1986, όταν την προηγούμενη χρονιά ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επιτύχει να εκλεγεί ο Χρήστος Σαρτζετάκης στην προεδρία της Δημοκρατίας στη θέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή επικαλούμενος ακριβώς τη συνταγματική αναθεώρηση.
Καθόλου δεν ισχύει λοιπόν ο ισχυρισμός του Κυρ. Μητσοτάκη ότι «το κεκτημένο της διαδικασίας ήταν πάντα συναινετικό» - όπως δεν ισχύει ο ισχυρισμός του Αλ. Τσίπρα ότι οι αλλαγές γίνονται «με θεσμική ευθύνη και όχι με βάση την τρέχουσα πολιτική συγκυρία». Πρόκειται για ηθικολογίες, για δεοντολογικά κατά συνθήκην ψεύδη που έχουν στόχο να κρύψουν τη στυγνή πραγματικότητα της κομματικής αναμέτρησης. Οι συνταγματικές αναθεωρήσεις αντιμετωπίστηκαν πάντα από τα κόμματα μέσα από την οπτική του βραχυπρόθεσμου κομματικού οφέλους, της δημιουργίας εντυπώσεων και των καταγγελιών και, ει δυνατόν, ως πολιορκητικός κριός για την εκπόρθηση της εξουσίας. Με την εξαίρεση, όπως αναφέρθηκε, την αναθεώρηση του 2001.
Επομένως, η «παραδοξότητα του 2001» πρέπει να ερμηνευθεί και όχι ότι σήμερα κυριαρχούν ξανά στη Βουλή καταστροφικές συγκρουσιακές κομματικές λογικές - αυτές είναι ο κανόνας και στη συνήθη πολιτική και κοινοβουλευτική πρακτική, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε. Με τεράστιο κόστος για όλη την υπόλοιπη κοινωνία, κάτι που δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα το κομματικό σύστημα.
Με άλλα λόγια, τα τελευταία 70 χρόνια, από τις πέντε αναθεωρήσεις που έγιναν μόνο αυτή του 2001, επί κυβέρνησης Κώστα Σημίτη και με εισηγητή της πλειοψηφίας τον Βαγγέλη Βενιζέλο, υπήρξε συναινετική. Ολες οι άλλες υπήρξαν εξαιρετικά συγκρουσιακές και σε ό,τι αφορά τη μεταπολίτευση, ιδιαίτερα αυτή του 1986, όταν την προηγούμενη χρονιά ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επιτύχει να εκλεγεί ο Χρήστος Σαρτζετάκης στην προεδρία της Δημοκρατίας στη θέση του Κωνσταντίνου Καραμανλή επικαλούμενος ακριβώς τη συνταγματική αναθεώρηση.
Καθόλου δεν ισχύει λοιπόν ο ισχυρισμός του Κυρ. Μητσοτάκη ότι «το κεκτημένο της διαδικασίας ήταν πάντα συναινετικό» - όπως δεν ισχύει ο ισχυρισμός του Αλ. Τσίπρα ότι οι αλλαγές γίνονται «με θεσμική ευθύνη και όχι με βάση την τρέχουσα πολιτική συγκυρία». Πρόκειται για ηθικολογίες, για δεοντολογικά κατά συνθήκην ψεύδη που έχουν στόχο να κρύψουν τη στυγνή πραγματικότητα της κομματικής αναμέτρησης. Οι συνταγματικές αναθεωρήσεις αντιμετωπίστηκαν πάντα από τα κόμματα μέσα από την οπτική του βραχυπρόθεσμου κομματικού οφέλους, της δημιουργίας εντυπώσεων και των καταγγελιών και, ει δυνατόν, ως πολιορκητικός κριός για την εκπόρθηση της εξουσίας. Με την εξαίρεση, όπως αναφέρθηκε, την αναθεώρηση του 2001.
Επομένως, η «παραδοξότητα του 2001» πρέπει να ερμηνευθεί και όχι ότι σήμερα κυριαρχούν ξανά στη Βουλή καταστροφικές συγκρουσιακές κομματικές λογικές - αυτές είναι ο κανόνας και στη συνήθη πολιτική και κοινοβουλευτική πρακτική, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε. Με τεράστιο κόστος για όλη την υπόλοιπη κοινωνία, κάτι που δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα το κομματικό σύστημα.