Αβουλη, περιδεής πολιτική
Αλέξης Ηρακλείδης, Κυρ. Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-02-12
Τις τελευταίες βδομάδες του Ιανουαρίου το Κυπριακό ήλθε ξανά στο προσκήνιο, με την πρόταση δέκα σημείων της Αγκυρας, με τις επισκέψεις του βρετανού ΥΠΕΞ στην περιοχή, με τη θετική ανταπόκριση Ε.Ε., Βρετανίας και ΗΠΑ στις τουρκικές προτάσεις. Η Λευκωσία και η Αθήνα, με τις άστοχες αντιδράσεις τους στην κινητικότητα αυτή έδειξαν, για μία ακόμη φορά, ακόμη πιο ανάγλυφα, την αμηχανία τους σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού. Επίσης παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του γ.γ. του ΟΗΕ, η κυβέρνηση Παπαδόπουλου αρνείται, πεισματικά, να ανοίξει τα χαρτιά της.
Επιπλέον εδώ και είκοσι μήνες δεν έχει προβεί σε καμία κίνηση καλής θέλησης προς την άλλη πλευρά, τους Τουρκοκυπρίους (που τώρα έχουν ηγέτη τον μετριοπαθή και σοβαρό Ταλάτ), δηλαδή στους υποτιθέμενους μελλοντικούς συνέταιρους των Ελληνοκυπρίων σε μία επανενωμένη Κύπρο.
Οσο για την Αθήνα, έχει επιλέξει τη στάση του «δεν πράττω τίποτε» (όπως, άλλωστε, και σε όλα τα θέματα εξωτερικής πολιτικής που την αφορούν άμεσα) και αφήνω το πεδίο ελεύθερο για να κάνει ό,τι θέλει ο κ. Παπαδόπουλος.
Στην τριακονταετή ιστορία της Μεταπολίτευσης, είναι αμφίβολο αν η χώρα μας είχε ποτέ τόσο άβουλη και περιδεή εξωτερική πολιτική. Και όταν έχεις επιλέξει για τον εαυτό σου το ρόλο της «έντιμης πλην μικρής χώρας», που δεν έχει πολλές δυνατότητες να επηρεάσει το διεθνές γίγνεσθαι, έτσι σε αντιμετωπίζουν και οι άλλοι - και ας αναρωτιούνται γιατί η Ελλάδα άλλαξε και επέλεξε για τον εαυτό της το ρόλο του υποδεέστερου.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο ζητούμενο, (α) γιατί η Λευκωσία τηρεί τη στάση που τηρεί και (β) τι επιτέλους επιζητούν οι Ελληνοκύπριοι, μετά την ένταξη στην Ε.Ε.; Στο επίπεδο της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, η παραμικρή αμφιβολία ότι το ζητούμενο, μετά το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004, δεν είναι μία επανενωμένη Κύπρος στη βάση της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας, η οποία εξ ορισμού προϋποθέτει νομική ισότητα-ισοτιμία μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο.
Η επιδίωξη δεν είναι άλλη από την «άρση της εισβολής και κατοχής» διά της τελικής κυριαρχίας των Ελληνοκυπρίων σε όλο το νησί, με την εδραίωση ενός ενιαίου (unitary) πολιτεύματος. Το περίεργο είναι ότι αυτή η «λύση» θεωρείται όχι μόνον εφικτή, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία πιστεύει ότι βρίσκεται τώρα διαπραγματευτικά σε ισχυρότερη θέση, λόγω Ε.Ε., και μπορεί να «τη φέρει» στην τουρκοκυπριακή πλευρά, αλλά και θεμιτή.
Η ειρωνεία είναι ότι η στόχευση αυτή αποκαλείται «ευρωπαϊκή λύση» (!), σαν να συνέβαιναν τα ακόλουθα:
* Σαν να μην υπάρχει στην Ευρώπη ο πολιτικός πολιτισμός της ομοσπονδίας και της εθνοτικά συναινετικής δημοκρατίας.
* Σαν η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη της να ευνοούν την επικράτηση της εθνοτικής πλειοψηφίας σε περιπτώσεις εθνοτικών διενέξεων και διαφορών - δηλαδή την «τυραννία της πλειοψηφίας» - στη Β. Ιρλανδία, στην Ισπανία (Βάσκοι, Καταλανοί), στο Βέλγιο, στη Φιλανδία (Σουηδοί) ή στα νέα κράτη-μέλη της Ε.Ε. τα οποία είναι εθνοτικά διχασμένες κοινωνίες.
* Σαν σε μία μελλοντική ενωμένη Ε.Ε. να μην προβλεπόταν ομοσπονδία, αλλά η επικράτηση των μεγάλων κρατών και των πλειοψηφιών σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό κράτος, κάτι που θα σήμαινε ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα, αριθμητικά μικρότερη από τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης ή ενός προαστίου της Κωνσταντινούπολης, θα ήταν αμελητέα ποσότητα, χωρίς δυνατότητα πολιτικής επιρροής.
Το βασικό, όμως, δεν είναι τόσο η αδιέξοδη στρατηγική που ακολουθεί ο πρόεδρος Παπαδόπουλος, αλλά τι τελικά θέλει η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων, τώρα που βρίσκεται στην προστατευτική ζώνη της Ευρώπης.
Μέχρι τώρα οι περισσότεροι φαίνονται δεμένοι στο άρμα του κ. Παπαδόπουλου και θεωρούν (με βάση τις σφυγμομετρήσεις) το χειρισμό του εθνικού θέματος από αυτόν επιτυχή!
Εδώ υπάρχουν δύο ερμηνείες. Η πρώτη και πιο ρεαλιστική μάλλον καταλήγει ότι είναι καλύτερη η διχοτόμηση (για λόγους οικονομικούς, πολιτικούς, εθνικής ταυτότητας, εσωτερικής σταθερότητας, κ.λπ.), αλλά δεν εκφράζεται δημοσίως. Απλούστατα αφήνουν τον πρόεδρό τους να τους οδηγεί εκεί με τη στάση του. Κατά τη δεύτερη ερμηνεία, όντως θεωρούν εφικτό και θεμιτό το να επιβάλουν τη δική τους λύση, δηλαδή «μονά ζυγά δικά τους» (όπως το 1964-1974 που είδαμε πού οδήγησαν).
Εξυπακούεται ότι η δεύτερη ερμηνεία ανήκει στο χώρο της εθνικιστικής λογικής που οδηγεί στην «εθνική τύφλωση», λογική που, ελπίζουμε, δεν εκφράζει τους μισούς περίπου Ελληνοκύπριους και τα μέλη του ΑΚΕΛ.
*Ο ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του βιβλίου «Το Κυπριακό: Σύγκρουση και επίλυση» (2002).
Επιπλέον εδώ και είκοσι μήνες δεν έχει προβεί σε καμία κίνηση καλής θέλησης προς την άλλη πλευρά, τους Τουρκοκυπρίους (που τώρα έχουν ηγέτη τον μετριοπαθή και σοβαρό Ταλάτ), δηλαδή στους υποτιθέμενους μελλοντικούς συνέταιρους των Ελληνοκυπρίων σε μία επανενωμένη Κύπρο.
Οσο για την Αθήνα, έχει επιλέξει τη στάση του «δεν πράττω τίποτε» (όπως, άλλωστε, και σε όλα τα θέματα εξωτερικής πολιτικής που την αφορούν άμεσα) και αφήνω το πεδίο ελεύθερο για να κάνει ό,τι θέλει ο κ. Παπαδόπουλος.
Στην τριακονταετή ιστορία της Μεταπολίτευσης, είναι αμφίβολο αν η χώρα μας είχε ποτέ τόσο άβουλη και περιδεή εξωτερική πολιτική. Και όταν έχεις επιλέξει για τον εαυτό σου το ρόλο της «έντιμης πλην μικρής χώρας», που δεν έχει πολλές δυνατότητες να επηρεάσει το διεθνές γίγνεσθαι, έτσι σε αντιμετωπίζουν και οι άλλοι - και ας αναρωτιούνται γιατί η Ελλάδα άλλαξε και επέλεξε για τον εαυτό της το ρόλο του υποδεέστερου.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο ζητούμενο, (α) γιατί η Λευκωσία τηρεί τη στάση που τηρεί και (β) τι επιτέλους επιζητούν οι Ελληνοκύπριοι, μετά την ένταξη στην Ε.Ε.; Στο επίπεδο της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, η παραμικρή αμφιβολία ότι το ζητούμενο, μετά το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004, δεν είναι μία επανενωμένη Κύπρος στη βάση της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας, η οποία εξ ορισμού προϋποθέτει νομική ισότητα-ισοτιμία μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο.
Η επιδίωξη δεν είναι άλλη από την «άρση της εισβολής και κατοχής» διά της τελικής κυριαρχίας των Ελληνοκυπρίων σε όλο το νησί, με την εδραίωση ενός ενιαίου (unitary) πολιτεύματος. Το περίεργο είναι ότι αυτή η «λύση» θεωρείται όχι μόνον εφικτή, επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία πιστεύει ότι βρίσκεται τώρα διαπραγματευτικά σε ισχυρότερη θέση, λόγω Ε.Ε., και μπορεί να «τη φέρει» στην τουρκοκυπριακή πλευρά, αλλά και θεμιτή.
Η ειρωνεία είναι ότι η στόχευση αυτή αποκαλείται «ευρωπαϊκή λύση» (!), σαν να συνέβαιναν τα ακόλουθα:
* Σαν να μην υπάρχει στην Ευρώπη ο πολιτικός πολιτισμός της ομοσπονδίας και της εθνοτικά συναινετικής δημοκρατίας.
* Σαν η Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη της να ευνοούν την επικράτηση της εθνοτικής πλειοψηφίας σε περιπτώσεις εθνοτικών διενέξεων και διαφορών - δηλαδή την «τυραννία της πλειοψηφίας» - στη Β. Ιρλανδία, στην Ισπανία (Βάσκοι, Καταλανοί), στο Βέλγιο, στη Φιλανδία (Σουηδοί) ή στα νέα κράτη-μέλη της Ε.Ε. τα οποία είναι εθνοτικά διχασμένες κοινωνίες.
* Σαν σε μία μελλοντική ενωμένη Ε.Ε. να μην προβλεπόταν ομοσπονδία, αλλά η επικράτηση των μεγάλων κρατών και των πλειοψηφιών σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό κράτος, κάτι που θα σήμαινε ότι η ελληνοκυπριακή κοινότητα, αριθμητικά μικρότερη από τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης ή ενός προαστίου της Κωνσταντινούπολης, θα ήταν αμελητέα ποσότητα, χωρίς δυνατότητα πολιτικής επιρροής.
Το βασικό, όμως, δεν είναι τόσο η αδιέξοδη στρατηγική που ακολουθεί ο πρόεδρος Παπαδόπουλος, αλλά τι τελικά θέλει η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων, τώρα που βρίσκεται στην προστατευτική ζώνη της Ευρώπης.
Μέχρι τώρα οι περισσότεροι φαίνονται δεμένοι στο άρμα του κ. Παπαδόπουλου και θεωρούν (με βάση τις σφυγμομετρήσεις) το χειρισμό του εθνικού θέματος από αυτόν επιτυχή!
Εδώ υπάρχουν δύο ερμηνείες. Η πρώτη και πιο ρεαλιστική μάλλον καταλήγει ότι είναι καλύτερη η διχοτόμηση (για λόγους οικονομικούς, πολιτικούς, εθνικής ταυτότητας, εσωτερικής σταθερότητας, κ.λπ.), αλλά δεν εκφράζεται δημοσίως. Απλούστατα αφήνουν τον πρόεδρό τους να τους οδηγεί εκεί με τη στάση του. Κατά τη δεύτερη ερμηνεία, όντως θεωρούν εφικτό και θεμιτό το να επιβάλουν τη δική τους λύση, δηλαδή «μονά ζυγά δικά τους» (όπως το 1964-1974 που είδαμε πού οδήγησαν).
Εξυπακούεται ότι η δεύτερη ερμηνεία ανήκει στο χώρο της εθνικιστικής λογικής που οδηγεί στην «εθνική τύφλωση», λογική που, ελπίζουμε, δεν εκφράζει τους μισούς περίπου Ελληνοκύπριους και τα μέλη του ΑΚΕΛ.
*Ο ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέας του βιβλίου «Το Κυπριακό: Σύγκρουση και επίλυση» (2002).