Τουρκία και Δύση: ο εκδυτικισμός ως κεμαλική αξία
Σία Αναγνωστοπούλου, Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2006-02-19
Στη σημερινή μου εισήγηση θα αναφερθώ στο πρόβλημα του εκδυτικισμού της Τουρκίας, ως μιας από τις μεγάλες κεμαλικές αξίες. Δηλαδή, πώς η πορεία της Τουρκίας προς τη Δύση συνιστά μια από τις μεγαλύτερες κεμαλικές αξίες. Σε αυτό το πλαίσιο, θα προσπαθήσω να παρακολουθήσω την παραπάνω πορεία σε δύο επίπεδα: Πρώτον, ως μια συνεχή προσπάθεια εκδυτικισμού, έτσι όπως ο εκδυτικισμός ορίζεται από τον κεμαλισμό. Δεύτερον, ως προς τις μεταβολές που υφίσταται ιστορικά το περιεχόμενο του εκδυτικισμού, επομένως και της Δύσης, τόσο στο πλαίσιο ενός συνεχώς μεταβαλόμενου κεμαλισμού όσο και στο πλαίσιο των μεταβολών της πολιτικής της ίδιας της Δύσης απέναντι στην Τουρκία. Είναι γνωστό ότι η προσπάθεια εκδυτικισμού ξεκινά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήδη από τον 19ο αιώνα, με τις περίφημες μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, και θα συνεχιστεί ενισχυμένη την περίοδο των Νεοτούρκων, 1908-1918.
Όλη αυτή την περίοδο διαμορφώνονται δύο τάσεις εκδυτικισμού, η μια γραφειοκρατική (εκδυτικισμός επιβεβλημένος από τις ανάγκες του κράτους, άρα από πάνω), η άλλη εκδυτικισμός με τη συναίνεση της κοινωνίας. Τη δεύτερη τάση την εκφράζουν πρώτοι οι Νεοθωμανοί διανοούμενοι, που αναπτύσσουν τη θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κοινοβουλευτισμός, το Σύνταγμα, οι δυτικές αξίες δηλαδή, δεν αποτελούν αξίες ασύμβατες προς το Ισλάμ, δεν αποτελούν λοιπόν νεωτερισμό (μπιντάτ), αλλά υπάρχουν στη σαρία. Μέσα από το Ισλάμ, επίσης, νομιμοποιούνται οι επιδράσεις του δυτικού κόσμου, οι μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση του εκδυτικισμού, αφού η σαρία προβλέπει αποφάσεις (αχκάμ) για αλλαγές αναλόγως της συγκυρίας.
Λίγο αργότερα, ο θεωρητικός του τουρκικού εκδυτικισμού συστηματοποιεί τη συζήτηση περί εκδυτικισμού, καταφεύγοντας στην πολύ λειτουργική για την εποχή διάκριση ανάμεσα στον πολιτισμό (μεντενιγιέτ) και την κουλτούρα (χαρς). Σύμφωνα με αυτήν τη διάκριση, οι δυτικές αξίες αποτελούν υλικές αξίες του τουρκικού έθνους, είναι θέμα λοιπόν πολιτισμού, ενώ τα ήθη, τα έθιμα, η θρησκεία αποτελούν πνευματικές αξίες, δηλαδή συνιστούν την κουλτούρα ενός έθνους. Στη δεύτερη αυτή τάση ενυπάρχει το αίτημα για έναν εκδυτικισμό μέσα από τον οποίο θα εξασφαλίζεται η δύναμη του κράτους εναντίον της δυτικής οικονομικής εξάρτησης, ενώ θα εξασφαλίζεται επίσης η ενότητα του πληθυσμού. Ένας εκδυτικισμός λοιπόν "εθνικός" και ομογενοποιητικός, που θα αποτρέπει τις αποσχιστικές τάσεις, επομένως την κατάρρευση του κράτους. Τελικά, ο εκδυτικισμός αυτής της περιόδου λειτούργησε για πολλούς λόγους ως μέσον νομιμοποίησης της διάσπασης, επομένως της κατάρρευσης, και όχι ομογενοποιητικά.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, μέσα από το τουρκικό εθνικό κίνημα, επανοριοθετεί τόσο την έννοια και το περιεχόμενο του εκδυτικισμού όσο και την έννοια "Δύση". Ο Αγώνας εθνικής ανεξαρτησίας των Τούρκων διεξάγεται "εναντίον της Δύσης", αλλά και "με τη Δύση εναντίον της Δύσης". Αυτή την κρίσιμη περίοδο του τουρκικού εθνικού κινήματος διαμορφώνεται μια πολυπρόσωπη Δύση --καλή, κακή--, αλλά συγχρόνως εμπεδώνεται και ένας ομοιογενής και ομογενοποιητικός εκδυτικισμός. Έτσι, η καλή ή η κακή Δύση δεν οριοθετείται με ιδεολογικά κριτήρια, όπως επίσης δεν προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται τη νομιμοποίηση ανάπτυξης ιδεολογικών ρευμάτων στην κοινωνία υπέρ ή εναντίον της μιας ή της άλλης Δύσης. Το ποια είναι κακή, το ποια είναι καλή το αποφασίζει το έθνος, δηλαδή ο Μουσταφά Κεμάλ στον οποίο, όπως ο ίδιος κατηγορηματικά δηλώνει, το έθνος εμπιστεύτηκε το εθνικό μυστικό.
Ο εκδυτικισμός της τουρκικής κοινωνίας καθίσταται απόλυτη εθνική αξία, μέρος της συνείδησης του έθνους, μόνο όμως στο πλαίσιο του κεμαλισμού. Ο εκδυτικισμός δηλαδή και οι δυτικές αξίες (δημοκρατία, ελευθερία κλπ.) αποτελούν μη διαπραγματεύσιμες, εθνικές αξίες μόνον εφόσον οριοθετούνται στο πλαίσιο του κεμαλισμού, εφόσον τις διαχειρίζονται οι ειδικοί του έθνους, δηλαδή οι φορείς του κεμαλισμού. Έξω από αυτόν γίνονται αντεθνικές, προδοτικές αξίες. Ο απόλυτα ελεγχόμενος εκδυτικισμός της τουρκικής κοινωνίας αποτελεί μονόδρομο για τους Τούρκους. Ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ υπογραμμίζει: "Πρέπει να είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι. Υποφέραμε πολύ γιατί δεν καταλάβαμε τον κόσμο. Οι ιδέες μας και ο τρόπος σκέψης μας πρέπει να είναι πολιτισμένοι από κορυφής μέχρι ονύχων. Είτε το θέλουμε είτε όχι, θα προχωρήσουμε, είναι υποχρέωση. Το έθνος οφείλει να το γνωρίζει". Οι μεταρρυθμίσεις εκδυτικισμού που επιβάλλονται με τον πιο βίαιο τρόπο από πάνω, την πρώτη περίοδο της Τουρκικής Δημοκρατίας, θεωρούνται επιβεβλημένες από το έθνος, μέσω των ειδικών του που κατέχουν το μυστικό του έθνους.
Πριν κλείσω αυτή την πρώτη περίοδο, αξίζει να αναφερθώ στην ίδια τη Δύση και τις σχέσεις της με την Τουρκική Δημοκρατία της πρώτης περιόδου. Μέσα από το κεμαλικό κίνημα (1919-1922) οριοθετούνται σταδιακά σε νέα βάση ως προς τις στοχεύσεις αλλά παλιά ως προς τους διαύλους επικοινωνίας, οι σχέσεις Δύσης-Τουρκίας. Παρά τις αρχικές σοβαρές επιφυλάξεις των Μεγάλων Δυνάμεων για το κεμαλικό κίνημα, επιφυλάξεις που κάποιες από αυτές, όπως η Αγγλία, διατήρησαν για αρεκτό διάστημα, δύο πράγματα τις πίεσαν ώστε να αναγνωρίσουν το κεμαλικό κίνημα, και κυρίως την Τουρκική Δημοκρατία, ως δυτικά. Πρώτον, η συμμαχία του Μουσταφά Κεμάλ με τον Λένιν~ δεύτερον, ο ξεσηκωμός όλου του μουσουλμανικού κόσμου --αποικιοκρατούμενου στο μεγαλύτερο μέρος του-- εναντίον της απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, καθώς και η αναγνώριση από τους μουσουλμάνους του κεμαλικού κινήματος ως αντιαποικιακού, αντιιμπεριαλιστικού. Ένα τουρκικό κράτος σταθερά προσανατολισμένο προς τη Δύση και αρκετά δυνατό στο εσωτερικό του, ώστε να επιβάλλει τις δυτικές αξίες χωρίς να επιτρέπει την ανάδειξη φυγόκεντρων αποσχιστικών δυνάμεων, αποτελούσε τον σημαντικότερο ενδιάμεσο των δυτικών συμφερόντων, τόσο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης όσο και για καθησυχασμό του μουσουλμανικού κόσμου. Θα έλεγα --εκ των υστέρων βέβαια-- ότι ο Μουσταφά Κεμάλ, εργαλειοποιώντας τις σχέσεις του με τη Σοβιετική Ένωση και το αντιαποικιακό πνεύμα του μουσουλμανικού κόσμου, κέρδισε για την Τουρκία τη θέση του δυτικού κράτους στη Δύση, μια θέση που η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε χάσει. Άλλωστε ο Κεμάλ, παρά τις καλές σχέσεις που διατηρεί με τη Σοβιετική Ένωση μέχρι το τέλος της ζωής του --είναι γνωστός ο θαυμασμός του για τον Στάλιν--, παρά τις συμμαχίες του με γειτονικά κράτη, παραμένει σταθερά προσηλωμένος σε μια Δύση των δυνατών, στην οποία η Τουρκία πρέπει οπωσδήποτε να ανήκει.
Αυτή η θέση της Τουρκίας στον δυτικό κόσμο αρχίζει να σταθεροποιείται κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, κυρίως από το 1952 και μετά, όταν γίνεται μέλος του ΝΑΤΟ. Καταρχάς ο εκδυτικισμός προσλαμβάνει μια πιο πλουραλιστική, αλλά συγχρόνως και πιο αυταρχική διάσταση. Μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον κεμαλισμό, και κατά συνέπεια τον εκδυτικισμό, τον διαχειρίζεται απολύτως το ένα και μοναδικό κόμμα: το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό, με ηγέτη τον ίδιο τον Κεμάλ. Μετά το Β’ Παγκόσμιο, όταν η Τουρκία εγκαινιάζει πλουραλιστικό κομματικό σύστημα, και στις εκλογές του ’50 εκλέγεται ένα νέο κόμμα, το Δημοκρατικό, τόσο ο κεμαλισμός όσο και ο εκδυτικισμός από εθνικά, αδιαπραγμάτευτα θέματα καθίστανται πολιτικά, με την έννοια ότι αποτελούν ζητήματα πολιτικής αντιπαράθεσης, κατεξοχήν ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα. Ο εκδυτικισμός λοιπόν αρχίζει να λειτουργεί συγκρουσιακά, θα λέγαμε πιο δημοκρατικά. Ωστόσο, σε μια χώρα, με αδύναμο, για να διαχειρίζεται αυτό τον δημοκρατικά διαμορφούμενο εκδυτικισμό, πολιτικό σύστημα, οι κίνδυνοι είναι πολλοί για ένα κράτος-μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας από το 1952. Ένας ελεγχόμενος, δημοκρατικός, αλλά οπωσδήποτε ομογενοποιητικός εκδυτικισμός, που θα εξουδετερώνει όλες τις φυγόκεντρες δυνάμεις που γεννιώνται από αυτόν σε μια κοινωνία με ανοιχτά ταξικά αλλά και εθνικά ζητήματα, είναι παραπάνω από απαραίτητος για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού. Μια ισχυρή δύναμη, ικανή να επιβάλει έναν ομοιογενή και αδιαμφισβήτητο εκδυτικισμό --έναν ατλαντικό εκδυτικισμό-- είναι απαραίτητη. Η ατλαντική Δύση έχει ανάγκη από μια Τουρκία δημοκρατική μεν αλλά αρκετά ισχυρή ώστε να προωθεί τις δυτικές (ατλαντικές) αξίες, χωρίς τον κίνδυνο ανατροπών. Ο στρατός στο παρασκήνιο αρχίζει σιγά σιγά, με την αμέριστη βοήθεια των ΗΠΑ, να ανασυγκροτείται.
Η δεκαετία του ’50 είναι εξαιρετικά κρίσιμη, αφού το Δημοκρατικό Κόμμα στην εξουσία αποδεικνύεται ανίκανο να εμπεδώσει δημοκρατικά έναν ομογενοποιητικό εκδυτικισμό. Με τα γεγονότα του 1955, όταν ένας άγριος εθνικισμός, που ξεπερνά τις προθέσεις και τους στόχους του κράτους που τον είχε εκθρέψει, εκδηλώνεται κατά της ρωμέικης μειονότητας της Πόλης, η Τουρκία έρχεται αντιμέτωπη με δύο κρίσιμα προβλήματα. Το πρώτο αφορά το κατά πόσον η Τουρκία είναι δημοκρατική, επομένως και δυτική χώρα. Το δεύτερο αφορά το κατά πόσον η Τουρκία είναι δυτική χώρα ως προς την ικανότητά της να παίζει σταθεροποιητικό ρόλο στην περιοχή. Τα γεγονότα του 1955 δημιούργησαν μεγάλη εμπλοκή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τέτοια που έθετε σε κίνδυνο την ατλαντική συμμαχία σε αυτή την περιοχή.
Σε αυτή την έκρυθμη κατάσταση όπου το οικονομικό αδιέξοδο και η μεγάλη αστυφιλία αφήνουν διόδους ενίσχυσης του Ισλάμ και υπονομεύουν τον εκδυτικισμό, ο στρατός αναλαμβάνει να γίνει ο ρυθμιστής ενός δημοκρατικού αλλά απολύτως ελεγχόμενου και ομογενοποιητικού εκδυτικισμού. Τον Μάιο του 1960 εκδηλώνεται το πρώτο πραξικόπημα το οποίο, όσο αντιφατικό κι αν είναι, θεωρείται "δημοκρατικό", και με το οποίο επαναπροσδιορίζεται ο κανόνας της δημοκρατίας, επομένως του εκδυτικισμού -- δηλαδή ο κεμαλισμός. Με αυτό το πραξικόπημα ο στρατός επιβάλλεται ως ο ρυθμιστής και εγγυητής των κεμαλικών αξιών, επομένως και του εκδυτικισμού. Με αυτό τον τρόπο ο εκδυτικισμός ως κεμαλική αξία μπορεί να αναπροσαρμόζεται στη συγκυρία --όπως άλλωστε το σύνολο του κεμαλικού αξιακού συστήματος-- αρκεί αυτό να γίνεται από τους ειδικούς του έθνους, δηλαδή τον στρατό. Με αυτή την έννοια ο στρατός εγγυάται τον επαναπροσδιορισμό της ίδιας της δημοκρατίας στο πλαίσιο του κεμαλισμού, όπως ο ίδιος τον διαχειρίζεται. Στο εξής κεμαλικά, επομένως και δυτικά, κόμματα θα είναι αυτά που θα έχουν την ανοιχτή ή σιωπηρή συναίνεση του στρατού.
Αν όμως το πραξικόπημα του 1960 ρύθμισε τον εκδυτικισμό με όρους "δημοκρατικούς", δεν συμβαίνει το ίδιο και με το πραξικόπημα του 1971. Στη δεκαετία του 1960 στην Τουρκία το αριστερό κίνημα εμφανίζεται ενισχυμένο, ενώ νέα κόμματα κάνουν την εμφάνισή τους~ ανάμεσα σε αυτά, και το εθνικιστικό κόμμα του Αρπασλάν Τουρκές. Το σύνθημα που επικρατεί αυτή την περίοδο στις μεγάλες διαδηλώσεις της Αριστεράς είναι το μπαγιμσίζ Τουρκιέ (ανεξάρτητη Τουρκία), ένα σύνθημα εναντίον της ατλαντικής Δύσης. Αυτός ο αριστερός αντιδυτικισμός, μέσα από τον οποίο διεκδικούνται οι ευρωπαϊκές αξίες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας κλπ. εναντίον της Δύσης, δεν είναι σε καμιά περίπτωση αντικεμαλικός, αντιθέτως διεκδικείται ως κεμαλικός αντιδυτικισμός. Μέσα από αυτόν ανακαλείται ένας κεμαλικός αντιιμπεριαλισμός της περιόδου του εθνικού κινήματος. Σε αυτήν τη φάση, όπου οι κεμαλικές αξίες διεκδικούνται ως αριστερές, επομένως μέσα από αυτές νομιμοποιείται η Αριστερά, ο κίνδυνος ενίσχυσης ενός αντιατλαντικού, αριστερού εκδυτικισμού είναι άμεσος. Ο στρατός, με τη βοήθεια που του προσφέρει η ανεξέλεγκτα εθνικιστική δράση του Τουρκές, αναλαμβάνει να ερμηνεύσει τον αντιατλαντικό εκδυτικισμό της Αριστεράς με έναν σκληρό εθνικιστικό εκδυτικισμό. Το πραξικόπημα του 1971 είναι ένα σκληρό, εθνικιστικό και αντιαριστερό πραξικόπημα. Ο αντιιμπεριαλισμός λοιπόν είναι νομιμοποιημένος εθνικά μόνο στο πλαίσιο του κεμαλισμού, όπως αυτό τον ρυθμίζει ο στρατός. Στην ουσία ο στρατός με το πραξικόπημα κεμαλοποιεί τον αυταρχικό εκδυτικισμό του Τουρκές και απονομιμοποιεί ως αντεθνικό τον αριστερό εκδυτικισμό.
Αν με το πραξικόπημα του 1971 νομιμοποιείται στο πλαίσιο του κεμαλισμού από τον στρατό ένας αυταρχικός εθνικιστικός εκδυτικισμός, η δεκαετία του ’70 αναδεικνύει μια άλλη πιο σύνθετη πραγματικότητα. Είναι η εποχή της εμφάνισης του ισλαμικού αντιδυτικισμού, όπως εκφράζεται από το πρώτο ισλαμικό κόμμα στην Τουρκία, το κόμμα εθνικής τάξης του Νετζμεττίν Ερμπακάν. Με το πολιτικό Ισλάμ επανέρχεται η παλιά, γνωστή διάκριση, την οποία ο Μουσταφά Κεμάλ είχε εξουδετερώσει, ανάμεσα σε πολιτισμό και κουλτούρα. Σύμφωνα με αυτή, τα ευρωπαϊκά επιτεύγματα του πολιτισμού, κυρίως τεχνολογία και επιστήμη, είναι αποδεκτά στο πλαίσιο του πολιτισμού. Οι αξίες όμως της δημοκρατίας της ελευθερίας κ.λπ. αποτελούν αξίες της κουλτούρας των Τούρκων, επομένως είναι ισλαμικές αξίες. Υπό το φως της ανάδειξης των ευρωπαϊκών αξιών ως πρωτογενώς ισλαμικών, το πολιτικό Ισλάμ νομιμοποιεί την εδραίωση του συνδρόμου του Τανζιμάτ, όπως αυτό είναι γνωστό. Δηλαδή η κατάρρευση της Αυτοκρατορίας προήλθε από τον εκδυτικισμό, ο οποίος δεν βασίστηκε στις ισλαμικές αξίες αλλά προκάλεσε ρήξη με την οθωμανοϊσλαμική παράδοση. Σε μια πρώτη ανάγνωση, το Κόμμα Εθνικής Τάξης φαίνεται να είναι αντικεμαλικό και οπωσδήποτε αντιδυτικό, πολύ περισσότερο που το κεντρικό του σύνθημα είναι "Ενάντια στη Δύση, ενάνρτια στην Ευρώπη". Ωστόσο, μια πιο προσεχτική ανάγνωση ανατρέπει την πρώτη εντύπωση. Με το πολιτικό Ισλάμ ενισχύεται ο πιο αυταρχικός, συντηρητικός και εθνικιστικός κεμαλισμός, εναντίον οποιασδήποτε κοινωνικής και πολιτικής διεκδίκησης στο εσωτερικό της Τουρκίας βασισμένης στη δημοκρατική εμπέδωση των ευρωπαϊκών αξιών.
Πράγματι, με το πολιτικό Ισλάμ, η διεκδίκηση του εκδυτικισμού ως ισλαμικού, στην ουσία σημαίνει την ενίσχυση του αυταρχικού, αντιδημοκρατικού εκδυτικισμού. Αφού οι δυτικές αξίες είναι πρωτογενώς ισλαμικές δεν επιδέχονται συζήτηση, επιβάλλονται μόνο από τους ειδικούς της ιερής κοινότητας, δηλαδή του ιερού έθνους. Οι δυτικές αξίες, ως ισλαμικές, είναι ιερές. Με τον Ερμπακάν ιεροποιείται το τουρκικό έθνος, ως πρωτίστως ιερή κοινότητα, και μαζί με αυτόν ιεροποιούνται οι ειδικοί του. Τόσο το πολιτικό Ισλάμ όσο και το εθνικιστικό κόμμα του Τουρκές κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση: στην κατεύθυνση της ενίσχυσης ενός συντηρητικού, αυταρχικού, κεμαλικού όμως εκδυτικισμού. Το βίαιο, ακραία εθνικιστικό πραξικόπημα του 1980 το αποδεικνύει, αφού με αυτό επαναπροσαρμόζεται ο κεμαλισμός στις νέες συνθήκες όπου κυρίαρχος είναι ο εθνικισμός και ο συντηρητισμός. Σε μια εποχή, κυρίως στη δεκαετία του ’80, όπου το κουρδικό κίνημα διεκδικεί στην ουσία την εμπέδωση των δυτικών αξιών (ελευθερία έκφρασης, σεβασμό στα δικαιώματα της εθνότητας), όπου επίσης η Αριστερά δίνει σοβαρά δείγματα απεγκλωβισμού της από τον κεμαλισμό, και επομένως διεκδίκησης του εκδυτικισμού με δημοκρατικό τρόπο έξω από τον κεμαλισμό, τα κεμαλικά κόμματα και ο στρατός κεμαλοποιούν το πολύ χρήσιμο για την εποχή σύνδρομο του Τανζιμάτ που το πολιτικό Ισλάμ έφερε στο μέσον της τουρκικής πολιτικής πραγματικότητας. Ο αυταρχικός εκδυτικισμός είναι εθνικά επιβεβλημένος, αφού με αυτόν εξασφαλίζεται η ενότητα του έθνους. Σε αυτό το πλαίσιο αρχίζει να εμφανίζεται το πολύ βολικό δόγμα: οι ιδιαιτερότητες της Τουρκίας.
Στη δεκαετία του ’80, παρά το γεγονός ότι κυριαρχεί ο επαναπροσδιορισμός του τουρκισμού μέσα από τον ισλαμισμό, που καταλήγει στην περίφημη τουρκοϊσλαμική σύνθεση και στην αποκατάσταση της συνέχειας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως με τον Οζάλ, ο εκδυτικισμός ωστόσο γίνεται πιο σύνθετος, γιατί γίνεται πιο σύνθετη και η Δύση αναφοράς. Το 1987 απορρίπτεται η αίτηση της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΟΚ, εξαιτίας των οικονομικών αλλά κυρίως των πολιτικών της προβλημάτων, και αυτή η απόρριψη λειτουργεί αποφασιστικά στο εσωτερικό της Τουρκίας, για τον επαναπροσδιορισμό τόσο του εκδυτικισμού όσο και της Δύσης. Όσο αποκρυσταλλώνονται οι δύο όψεις της Δύσης --μια ατλαντική και μια ευρωπαϊκή-- τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας αποκρυσταλλώνονται δύο όψεις του εκδυτικισμού: ένας αυταρχικός εκδυτικισμός μέσα από τον οποίο θα εξασφαλίζεται η δύναμη του τουρκικού έθνους στον ατλαντικό κόσμο, και μέσα από αυτόν και στην Ευρώπη, και ένας δημοκρατικός, ευρωπαϊκός εκδυτικισμός, βασισμένος στα πολιτικά κριτήρια ένταξης που θέτει η Ε.Ε.
Ο αυταρχικός εκδυτικισμός νομιμοποιείται στο όνομα των ιδιαιτεροτήτων της Τουρκίας, μέσα από τις οποίες ανακαλείται ένα άλλο σύνδρομο, το σύνδρομο των Σεβρών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε λόγω των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες ευνόησαν τις μειονότητες της Αυτοκρατορίας σε βάρος του τουρκικού έθνους. Ο ευρωπαϊκός εκδυτισμός προσκρούει στις ανάγκες του έθνους, στην ενότητά του, όπως αυτή ορίζεται από τον κεμαλισμό, επομένως δεν αποτελεί εθνική αξία. Στο πλαίσιο του κεμαλισμού λοιπόν ο εκδυτικισμός παίρνει δύο μορφές: εθνικός και αντεθνικός. Κι ενώ τα κεμαλικά πολιτικά κόμματα, όπως και ο στρατός δεν τοποθετούνται κατά του ευρωπαϊκού εκδυτικισμού, θεωρούν ωστόσο ότι αυτός πρέπει να εμπεδωθεί με εξαιρέσεις ώστε να μην πληγεί η ενότητα του έθνους.
Σε αυτή την περίεργη δεκαετία του ’90 όπου ο κεμαλικός εκδυτικισμός "νοθεύεται" με τις πιο ετερόκλητες και αντικρουόμενες πολιτικές, ο στρατός αρχίζει να δείχνει σοβαρά δείγματα αδυναμίας να διαχειριστεί το ζήτημα του ευρωπαϊκού εκδυτικισμού σε κεμαλικό πλαίσιο. Αν η δυτική του παρουσία στο πλαίσιο της ατλαντικής Δύσης αποτελούσε την εγγύηση του εκδυτικισμού, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Δύσης λειτουργεί απολύτως υπονομευτικά για τη δυτικότητα της Τουρκίας. Η απειλή του Ισλάμ, την οποία χρησιμοποιεί σε όλη τη δεκαετία του ’90, κάνοντας μάλιστα και το "βελούδινο πραξικόπημα" του 1997, δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει πλέον τον ρόλο του στρατού ως εγγυητή του εκδυτικισμού. Αντιθέτως, η Δύση αναζητεί στον μουσουλμανικό κόσμο πολιτικές δυνάμεις που δεν θα περιθωριοποιούν αλλά θα εξευρωπαϊζουν το Ισλάμ.
Αυτό τον ρόλο τον αναλαμβάνει ένα ισλαμικό κόμμα, το ΑΚΠ του Ερντογάν, ο οποίος στην ουσία εγγυάται τον εξευρωπαϊσμό του Ισλάμ, και μέσα από αυτό τον εκδημοκρατισμό του ίδιου του κεμαλισμού. Μέσω λοιπόν της ευρωπαϊκής πορείας, το νέο πολιτικό Ισλάμ ενσωματώνει τον ισλαμισμό στον κεμαλισμό και εξευρωπαϊζει τον κεμαλισμό. Σε αυτήν τη νέα πορεία του εκδημοκρατισμένου, μέσω του ευρωπαϊκού Ισλάμ, κεμαλισμού, όπου πολλές αλλαγές έχουν γίνει προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού, η αφομοίωση από τον κεμαλισμό του Ισλάμ ή η ισλαμική ερμηνεία του κεμαλισμού μπορεί να αποτελεί παράδοξο, ωστόσο εντάσσεται σε μια συνέχεια όπου ο κεμαλισμός μονίμως μεταλλάσσεται, αφομοιώνοντας εκείνα τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη δημοκρατική του ελαστικότητα αλλά και επιτρέπουν τον ελεγχόμενο και χωρίς ανατροπές εκδυτικισμό. Το ευρωπαϊκό Ισλάμ του Ερντογάν τελικά δεν ανατρέπει τον εκδυτικισμό του κεμαλισμού, αντιθέτως τον διευρύνει και τον νομιμοποιεί σε μια όλο και μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας, αποκλεισμένη για πολλά χρόνια από το όραμα του εκδυτικισμού. Η ΕΕ άλλωστε συναινεί στο ότι εγγυητής της δυτικότητας της Τουρκίας είναι και θα είναι ο κεμαλισμός, που δεν χρειάζεται ωστόσο πλέον τον στρατό για να τον ρυθμίζει και που στο πλαίσιο του εξευρωπαϊζεται το Ισλάμ. Κλείνω με το χαρακτηριστικό απόσπασμα από την Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την αίτηση της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ, της 20.5.2003: "Η Τουρκία πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία της σημερινής κυβέρνησης που έχει ισχυρή κοινοβουλευτική στήριξη, ώστε να επεξεργαστεί ένα νέο πολιτικό και συνταγματικό σύστημα που θα εγγυάται τις αρχές ενός κοσμικού συστήματος, σύμφωνα με τις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις [...]".
Η Σία Αναγνωστοπούλου διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Όλη αυτή την περίοδο διαμορφώνονται δύο τάσεις εκδυτικισμού, η μια γραφειοκρατική (εκδυτικισμός επιβεβλημένος από τις ανάγκες του κράτους, άρα από πάνω), η άλλη εκδυτικισμός με τη συναίνεση της κοινωνίας. Τη δεύτερη τάση την εκφράζουν πρώτοι οι Νεοθωμανοί διανοούμενοι, που αναπτύσσουν τη θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κοινοβουλευτισμός, το Σύνταγμα, οι δυτικές αξίες δηλαδή, δεν αποτελούν αξίες ασύμβατες προς το Ισλάμ, δεν αποτελούν λοιπόν νεωτερισμό (μπιντάτ), αλλά υπάρχουν στη σαρία. Μέσα από το Ισλάμ, επίσης, νομιμοποιούνται οι επιδράσεις του δυτικού κόσμου, οι μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση του εκδυτικισμού, αφού η σαρία προβλέπει αποφάσεις (αχκάμ) για αλλαγές αναλόγως της συγκυρίας.
Λίγο αργότερα, ο θεωρητικός του τουρκικού εκδυτικισμού συστηματοποιεί τη συζήτηση περί εκδυτικισμού, καταφεύγοντας στην πολύ λειτουργική για την εποχή διάκριση ανάμεσα στον πολιτισμό (μεντενιγιέτ) και την κουλτούρα (χαρς). Σύμφωνα με αυτήν τη διάκριση, οι δυτικές αξίες αποτελούν υλικές αξίες του τουρκικού έθνους, είναι θέμα λοιπόν πολιτισμού, ενώ τα ήθη, τα έθιμα, η θρησκεία αποτελούν πνευματικές αξίες, δηλαδή συνιστούν την κουλτούρα ενός έθνους. Στη δεύτερη αυτή τάση ενυπάρχει το αίτημα για έναν εκδυτικισμό μέσα από τον οποίο θα εξασφαλίζεται η δύναμη του κράτους εναντίον της δυτικής οικονομικής εξάρτησης, ενώ θα εξασφαλίζεται επίσης η ενότητα του πληθυσμού. Ένας εκδυτικισμός λοιπόν "εθνικός" και ομογενοποιητικός, που θα αποτρέπει τις αποσχιστικές τάσεις, επομένως την κατάρρευση του κράτους. Τελικά, ο εκδυτικισμός αυτής της περιόδου λειτούργησε για πολλούς λόγους ως μέσον νομιμοποίησης της διάσπασης, επομένως της κατάρρευσης, και όχι ομογενοποιητικά.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, μέσα από το τουρκικό εθνικό κίνημα, επανοριοθετεί τόσο την έννοια και το περιεχόμενο του εκδυτικισμού όσο και την έννοια "Δύση". Ο Αγώνας εθνικής ανεξαρτησίας των Τούρκων διεξάγεται "εναντίον της Δύσης", αλλά και "με τη Δύση εναντίον της Δύσης". Αυτή την κρίσιμη περίοδο του τουρκικού εθνικού κινήματος διαμορφώνεται μια πολυπρόσωπη Δύση --καλή, κακή--, αλλά συγχρόνως εμπεδώνεται και ένας ομοιογενής και ομογενοποιητικός εκδυτικισμός. Έτσι, η καλή ή η κακή Δύση δεν οριοθετείται με ιδεολογικά κριτήρια, όπως επίσης δεν προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται τη νομιμοποίηση ανάπτυξης ιδεολογικών ρευμάτων στην κοινωνία υπέρ ή εναντίον της μιας ή της άλλης Δύσης. Το ποια είναι κακή, το ποια είναι καλή το αποφασίζει το έθνος, δηλαδή ο Μουσταφά Κεμάλ στον οποίο, όπως ο ίδιος κατηγορηματικά δηλώνει, το έθνος εμπιστεύτηκε το εθνικό μυστικό.
Ο εκδυτικισμός της τουρκικής κοινωνίας καθίσταται απόλυτη εθνική αξία, μέρος της συνείδησης του έθνους, μόνο όμως στο πλαίσιο του κεμαλισμού. Ο εκδυτικισμός δηλαδή και οι δυτικές αξίες (δημοκρατία, ελευθερία κλπ.) αποτελούν μη διαπραγματεύσιμες, εθνικές αξίες μόνον εφόσον οριοθετούνται στο πλαίσιο του κεμαλισμού, εφόσον τις διαχειρίζονται οι ειδικοί του έθνους, δηλαδή οι φορείς του κεμαλισμού. Έξω από αυτόν γίνονται αντεθνικές, προδοτικές αξίες. Ο απόλυτα ελεγχόμενος εκδυτικισμός της τουρκικής κοινωνίας αποτελεί μονόδρομο για τους Τούρκους. Ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ υπογραμμίζει: "Πρέπει να είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι. Υποφέραμε πολύ γιατί δεν καταλάβαμε τον κόσμο. Οι ιδέες μας και ο τρόπος σκέψης μας πρέπει να είναι πολιτισμένοι από κορυφής μέχρι ονύχων. Είτε το θέλουμε είτε όχι, θα προχωρήσουμε, είναι υποχρέωση. Το έθνος οφείλει να το γνωρίζει". Οι μεταρρυθμίσεις εκδυτικισμού που επιβάλλονται με τον πιο βίαιο τρόπο από πάνω, την πρώτη περίοδο της Τουρκικής Δημοκρατίας, θεωρούνται επιβεβλημένες από το έθνος, μέσω των ειδικών του που κατέχουν το μυστικό του έθνους.
Πριν κλείσω αυτή την πρώτη περίοδο, αξίζει να αναφερθώ στην ίδια τη Δύση και τις σχέσεις της με την Τουρκική Δημοκρατία της πρώτης περιόδου. Μέσα από το κεμαλικό κίνημα (1919-1922) οριοθετούνται σταδιακά σε νέα βάση ως προς τις στοχεύσεις αλλά παλιά ως προς τους διαύλους επικοινωνίας, οι σχέσεις Δύσης-Τουρκίας. Παρά τις αρχικές σοβαρές επιφυλάξεις των Μεγάλων Δυνάμεων για το κεμαλικό κίνημα, επιφυλάξεις που κάποιες από αυτές, όπως η Αγγλία, διατήρησαν για αρεκτό διάστημα, δύο πράγματα τις πίεσαν ώστε να αναγνωρίσουν το κεμαλικό κίνημα, και κυρίως την Τουρκική Δημοκρατία, ως δυτικά. Πρώτον, η συμμαχία του Μουσταφά Κεμάλ με τον Λένιν~ δεύτερον, ο ξεσηκωμός όλου του μουσουλμανικού κόσμου --αποικιοκρατούμενου στο μεγαλύτερο μέρος του-- εναντίον της απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, καθώς και η αναγνώριση από τους μουσουλμάνους του κεμαλικού κινήματος ως αντιαποικιακού, αντιιμπεριαλιστικού. Ένα τουρκικό κράτος σταθερά προσανατολισμένο προς τη Δύση και αρκετά δυνατό στο εσωτερικό του, ώστε να επιβάλλει τις δυτικές αξίες χωρίς να επιτρέπει την ανάδειξη φυγόκεντρων αποσχιστικών δυνάμεων, αποτελούσε τον σημαντικότερο ενδιάμεσο των δυτικών συμφερόντων, τόσο εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης όσο και για καθησυχασμό του μουσουλμανικού κόσμου. Θα έλεγα --εκ των υστέρων βέβαια-- ότι ο Μουσταφά Κεμάλ, εργαλειοποιώντας τις σχέσεις του με τη Σοβιετική Ένωση και το αντιαποικιακό πνεύμα του μουσουλμανικού κόσμου, κέρδισε για την Τουρκία τη θέση του δυτικού κράτους στη Δύση, μια θέση που η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε χάσει. Άλλωστε ο Κεμάλ, παρά τις καλές σχέσεις που διατηρεί με τη Σοβιετική Ένωση μέχρι το τέλος της ζωής του --είναι γνωστός ο θαυμασμός του για τον Στάλιν--, παρά τις συμμαχίες του με γειτονικά κράτη, παραμένει σταθερά προσηλωμένος σε μια Δύση των δυνατών, στην οποία η Τουρκία πρέπει οπωσδήποτε να ανήκει.
Αυτή η θέση της Τουρκίας στον δυτικό κόσμο αρχίζει να σταθεροποιείται κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, κυρίως από το 1952 και μετά, όταν γίνεται μέλος του ΝΑΤΟ. Καταρχάς ο εκδυτικισμός προσλαμβάνει μια πιο πλουραλιστική, αλλά συγχρόνως και πιο αυταρχική διάσταση. Μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον κεμαλισμό, και κατά συνέπεια τον εκδυτικισμό, τον διαχειρίζεται απολύτως το ένα και μοναδικό κόμμα: το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό, με ηγέτη τον ίδιο τον Κεμάλ. Μετά το Β’ Παγκόσμιο, όταν η Τουρκία εγκαινιάζει πλουραλιστικό κομματικό σύστημα, και στις εκλογές του ’50 εκλέγεται ένα νέο κόμμα, το Δημοκρατικό, τόσο ο κεμαλισμός όσο και ο εκδυτικισμός από εθνικά, αδιαπραγμάτευτα θέματα καθίστανται πολιτικά, με την έννοια ότι αποτελούν ζητήματα πολιτικής αντιπαράθεσης, κατεξοχήν ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα. Ο εκδυτικισμός λοιπόν αρχίζει να λειτουργεί συγκρουσιακά, θα λέγαμε πιο δημοκρατικά. Ωστόσο, σε μια χώρα, με αδύναμο, για να διαχειρίζεται αυτό τον δημοκρατικά διαμορφούμενο εκδυτικισμό, πολιτικό σύστημα, οι κίνδυνοι είναι πολλοί για ένα κράτος-μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας από το 1952. Ένας ελεγχόμενος, δημοκρατικός, αλλά οπωσδήποτε ομογενοποιητικός εκδυτικισμός, που θα εξουδετερώνει όλες τις φυγόκεντρες δυνάμεις που γεννιώνται από αυτόν σε μια κοινωνία με ανοιχτά ταξικά αλλά και εθνικά ζητήματα, είναι παραπάνω από απαραίτητος για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού. Μια ισχυρή δύναμη, ικανή να επιβάλει έναν ομοιογενή και αδιαμφισβήτητο εκδυτικισμό --έναν ατλαντικό εκδυτικισμό-- είναι απαραίτητη. Η ατλαντική Δύση έχει ανάγκη από μια Τουρκία δημοκρατική μεν αλλά αρκετά ισχυρή ώστε να προωθεί τις δυτικές (ατλαντικές) αξίες, χωρίς τον κίνδυνο ανατροπών. Ο στρατός στο παρασκήνιο αρχίζει σιγά σιγά, με την αμέριστη βοήθεια των ΗΠΑ, να ανασυγκροτείται.
Η δεκαετία του ’50 είναι εξαιρετικά κρίσιμη, αφού το Δημοκρατικό Κόμμα στην εξουσία αποδεικνύεται ανίκανο να εμπεδώσει δημοκρατικά έναν ομογενοποιητικό εκδυτικισμό. Με τα γεγονότα του 1955, όταν ένας άγριος εθνικισμός, που ξεπερνά τις προθέσεις και τους στόχους του κράτους που τον είχε εκθρέψει, εκδηλώνεται κατά της ρωμέικης μειονότητας της Πόλης, η Τουρκία έρχεται αντιμέτωπη με δύο κρίσιμα προβλήματα. Το πρώτο αφορά το κατά πόσον η Τουρκία είναι δημοκρατική, επομένως και δυτική χώρα. Το δεύτερο αφορά το κατά πόσον η Τουρκία είναι δυτική χώρα ως προς την ικανότητά της να παίζει σταθεροποιητικό ρόλο στην περιοχή. Τα γεγονότα του 1955 δημιούργησαν μεγάλη εμπλοκή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τέτοια που έθετε σε κίνδυνο την ατλαντική συμμαχία σε αυτή την περιοχή.
Σε αυτή την έκρυθμη κατάσταση όπου το οικονομικό αδιέξοδο και η μεγάλη αστυφιλία αφήνουν διόδους ενίσχυσης του Ισλάμ και υπονομεύουν τον εκδυτικισμό, ο στρατός αναλαμβάνει να γίνει ο ρυθμιστής ενός δημοκρατικού αλλά απολύτως ελεγχόμενου και ομογενοποιητικού εκδυτικισμού. Τον Μάιο του 1960 εκδηλώνεται το πρώτο πραξικόπημα το οποίο, όσο αντιφατικό κι αν είναι, θεωρείται "δημοκρατικό", και με το οποίο επαναπροσδιορίζεται ο κανόνας της δημοκρατίας, επομένως του εκδυτικισμού -- δηλαδή ο κεμαλισμός. Με αυτό το πραξικόπημα ο στρατός επιβάλλεται ως ο ρυθμιστής και εγγυητής των κεμαλικών αξιών, επομένως και του εκδυτικισμού. Με αυτό τον τρόπο ο εκδυτικισμός ως κεμαλική αξία μπορεί να αναπροσαρμόζεται στη συγκυρία --όπως άλλωστε το σύνολο του κεμαλικού αξιακού συστήματος-- αρκεί αυτό να γίνεται από τους ειδικούς του έθνους, δηλαδή τον στρατό. Με αυτή την έννοια ο στρατός εγγυάται τον επαναπροσδιορισμό της ίδιας της δημοκρατίας στο πλαίσιο του κεμαλισμού, όπως ο ίδιος τον διαχειρίζεται. Στο εξής κεμαλικά, επομένως και δυτικά, κόμματα θα είναι αυτά που θα έχουν την ανοιχτή ή σιωπηρή συναίνεση του στρατού.
Αν όμως το πραξικόπημα του 1960 ρύθμισε τον εκδυτικισμό με όρους "δημοκρατικούς", δεν συμβαίνει το ίδιο και με το πραξικόπημα του 1971. Στη δεκαετία του 1960 στην Τουρκία το αριστερό κίνημα εμφανίζεται ενισχυμένο, ενώ νέα κόμματα κάνουν την εμφάνισή τους~ ανάμεσα σε αυτά, και το εθνικιστικό κόμμα του Αρπασλάν Τουρκές. Το σύνθημα που επικρατεί αυτή την περίοδο στις μεγάλες διαδηλώσεις της Αριστεράς είναι το μπαγιμσίζ Τουρκιέ (ανεξάρτητη Τουρκία), ένα σύνθημα εναντίον της ατλαντικής Δύσης. Αυτός ο αριστερός αντιδυτικισμός, μέσα από τον οποίο διεκδικούνται οι ευρωπαϊκές αξίες της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας κλπ. εναντίον της Δύσης, δεν είναι σε καμιά περίπτωση αντικεμαλικός, αντιθέτως διεκδικείται ως κεμαλικός αντιδυτικισμός. Μέσα από αυτόν ανακαλείται ένας κεμαλικός αντιιμπεριαλισμός της περιόδου του εθνικού κινήματος. Σε αυτήν τη φάση, όπου οι κεμαλικές αξίες διεκδικούνται ως αριστερές, επομένως μέσα από αυτές νομιμοποιείται η Αριστερά, ο κίνδυνος ενίσχυσης ενός αντιατλαντικού, αριστερού εκδυτικισμού είναι άμεσος. Ο στρατός, με τη βοήθεια που του προσφέρει η ανεξέλεγκτα εθνικιστική δράση του Τουρκές, αναλαμβάνει να ερμηνεύσει τον αντιατλαντικό εκδυτικισμό της Αριστεράς με έναν σκληρό εθνικιστικό εκδυτικισμό. Το πραξικόπημα του 1971 είναι ένα σκληρό, εθνικιστικό και αντιαριστερό πραξικόπημα. Ο αντιιμπεριαλισμός λοιπόν είναι νομιμοποιημένος εθνικά μόνο στο πλαίσιο του κεμαλισμού, όπως αυτό τον ρυθμίζει ο στρατός. Στην ουσία ο στρατός με το πραξικόπημα κεμαλοποιεί τον αυταρχικό εκδυτικισμό του Τουρκές και απονομιμοποιεί ως αντεθνικό τον αριστερό εκδυτικισμό.
Αν με το πραξικόπημα του 1971 νομιμοποιείται στο πλαίσιο του κεμαλισμού από τον στρατό ένας αυταρχικός εθνικιστικός εκδυτικισμός, η δεκαετία του ’70 αναδεικνύει μια άλλη πιο σύνθετη πραγματικότητα. Είναι η εποχή της εμφάνισης του ισλαμικού αντιδυτικισμού, όπως εκφράζεται από το πρώτο ισλαμικό κόμμα στην Τουρκία, το κόμμα εθνικής τάξης του Νετζμεττίν Ερμπακάν. Με το πολιτικό Ισλάμ επανέρχεται η παλιά, γνωστή διάκριση, την οποία ο Μουσταφά Κεμάλ είχε εξουδετερώσει, ανάμεσα σε πολιτισμό και κουλτούρα. Σύμφωνα με αυτή, τα ευρωπαϊκά επιτεύγματα του πολιτισμού, κυρίως τεχνολογία και επιστήμη, είναι αποδεκτά στο πλαίσιο του πολιτισμού. Οι αξίες όμως της δημοκρατίας της ελευθερίας κ.λπ. αποτελούν αξίες της κουλτούρας των Τούρκων, επομένως είναι ισλαμικές αξίες. Υπό το φως της ανάδειξης των ευρωπαϊκών αξιών ως πρωτογενώς ισλαμικών, το πολιτικό Ισλάμ νομιμοποιεί την εδραίωση του συνδρόμου του Τανζιμάτ, όπως αυτό είναι γνωστό. Δηλαδή η κατάρρευση της Αυτοκρατορίας προήλθε από τον εκδυτικισμό, ο οποίος δεν βασίστηκε στις ισλαμικές αξίες αλλά προκάλεσε ρήξη με την οθωμανοϊσλαμική παράδοση. Σε μια πρώτη ανάγνωση, το Κόμμα Εθνικής Τάξης φαίνεται να είναι αντικεμαλικό και οπωσδήποτε αντιδυτικό, πολύ περισσότερο που το κεντρικό του σύνθημα είναι "Ενάντια στη Δύση, ενάνρτια στην Ευρώπη". Ωστόσο, μια πιο προσεχτική ανάγνωση ανατρέπει την πρώτη εντύπωση. Με το πολιτικό Ισλάμ ενισχύεται ο πιο αυταρχικός, συντηρητικός και εθνικιστικός κεμαλισμός, εναντίον οποιασδήποτε κοινωνικής και πολιτικής διεκδίκησης στο εσωτερικό της Τουρκίας βασισμένης στη δημοκρατική εμπέδωση των ευρωπαϊκών αξιών.
Πράγματι, με το πολιτικό Ισλάμ, η διεκδίκηση του εκδυτικισμού ως ισλαμικού, στην ουσία σημαίνει την ενίσχυση του αυταρχικού, αντιδημοκρατικού εκδυτικισμού. Αφού οι δυτικές αξίες είναι πρωτογενώς ισλαμικές δεν επιδέχονται συζήτηση, επιβάλλονται μόνο από τους ειδικούς της ιερής κοινότητας, δηλαδή του ιερού έθνους. Οι δυτικές αξίες, ως ισλαμικές, είναι ιερές. Με τον Ερμπακάν ιεροποιείται το τουρκικό έθνος, ως πρωτίστως ιερή κοινότητα, και μαζί με αυτόν ιεροποιούνται οι ειδικοί του. Τόσο το πολιτικό Ισλάμ όσο και το εθνικιστικό κόμμα του Τουρκές κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση: στην κατεύθυνση της ενίσχυσης ενός συντηρητικού, αυταρχικού, κεμαλικού όμως εκδυτικισμού. Το βίαιο, ακραία εθνικιστικό πραξικόπημα του 1980 το αποδεικνύει, αφού με αυτό επαναπροσαρμόζεται ο κεμαλισμός στις νέες συνθήκες όπου κυρίαρχος είναι ο εθνικισμός και ο συντηρητισμός. Σε μια εποχή, κυρίως στη δεκαετία του ’80, όπου το κουρδικό κίνημα διεκδικεί στην ουσία την εμπέδωση των δυτικών αξιών (ελευθερία έκφρασης, σεβασμό στα δικαιώματα της εθνότητας), όπου επίσης η Αριστερά δίνει σοβαρά δείγματα απεγκλωβισμού της από τον κεμαλισμό, και επομένως διεκδίκησης του εκδυτικισμού με δημοκρατικό τρόπο έξω από τον κεμαλισμό, τα κεμαλικά κόμματα και ο στρατός κεμαλοποιούν το πολύ χρήσιμο για την εποχή σύνδρομο του Τανζιμάτ που το πολιτικό Ισλάμ έφερε στο μέσον της τουρκικής πολιτικής πραγματικότητας. Ο αυταρχικός εκδυτικισμός είναι εθνικά επιβεβλημένος, αφού με αυτόν εξασφαλίζεται η ενότητα του έθνους. Σε αυτό το πλαίσιο αρχίζει να εμφανίζεται το πολύ βολικό δόγμα: οι ιδιαιτερότητες της Τουρκίας.
Στη δεκαετία του ’80, παρά το γεγονός ότι κυριαρχεί ο επαναπροσδιορισμός του τουρκισμού μέσα από τον ισλαμισμό, που καταλήγει στην περίφημη τουρκοϊσλαμική σύνθεση και στην αποκατάσταση της συνέχειας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως με τον Οζάλ, ο εκδυτικισμός ωστόσο γίνεται πιο σύνθετος, γιατί γίνεται πιο σύνθετη και η Δύση αναφοράς. Το 1987 απορρίπτεται η αίτηση της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΟΚ, εξαιτίας των οικονομικών αλλά κυρίως των πολιτικών της προβλημάτων, και αυτή η απόρριψη λειτουργεί αποφασιστικά στο εσωτερικό της Τουρκίας, για τον επαναπροσδιορισμό τόσο του εκδυτικισμού όσο και της Δύσης. Όσο αποκρυσταλλώνονται οι δύο όψεις της Δύσης --μια ατλαντική και μια ευρωπαϊκή-- τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας αποκρυσταλλώνονται δύο όψεις του εκδυτικισμού: ένας αυταρχικός εκδυτικισμός μέσα από τον οποίο θα εξασφαλίζεται η δύναμη του τουρκικού έθνους στον ατλαντικό κόσμο, και μέσα από αυτόν και στην Ευρώπη, και ένας δημοκρατικός, ευρωπαϊκός εκδυτικισμός, βασισμένος στα πολιτικά κριτήρια ένταξης που θέτει η Ε.Ε.
Ο αυταρχικός εκδυτικισμός νομιμοποιείται στο όνομα των ιδιαιτεροτήτων της Τουρκίας, μέσα από τις οποίες ανακαλείται ένα άλλο σύνδρομο, το σύνδρομο των Σεβρών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε λόγω των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες ευνόησαν τις μειονότητες της Αυτοκρατορίας σε βάρος του τουρκικού έθνους. Ο ευρωπαϊκός εκδυτισμός προσκρούει στις ανάγκες του έθνους, στην ενότητά του, όπως αυτή ορίζεται από τον κεμαλισμό, επομένως δεν αποτελεί εθνική αξία. Στο πλαίσιο του κεμαλισμού λοιπόν ο εκδυτικισμός παίρνει δύο μορφές: εθνικός και αντεθνικός. Κι ενώ τα κεμαλικά πολιτικά κόμματα, όπως και ο στρατός δεν τοποθετούνται κατά του ευρωπαϊκού εκδυτικισμού, θεωρούν ωστόσο ότι αυτός πρέπει να εμπεδωθεί με εξαιρέσεις ώστε να μην πληγεί η ενότητα του έθνους.
Σε αυτή την περίεργη δεκαετία του ’90 όπου ο κεμαλικός εκδυτικισμός "νοθεύεται" με τις πιο ετερόκλητες και αντικρουόμενες πολιτικές, ο στρατός αρχίζει να δείχνει σοβαρά δείγματα αδυναμίας να διαχειριστεί το ζήτημα του ευρωπαϊκού εκδυτικισμού σε κεμαλικό πλαίσιο. Αν η δυτική του παρουσία στο πλαίσιο της ατλαντικής Δύσης αποτελούσε την εγγύηση του εκδυτικισμού, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Δύσης λειτουργεί απολύτως υπονομευτικά για τη δυτικότητα της Τουρκίας. Η απειλή του Ισλάμ, την οποία χρησιμοποιεί σε όλη τη δεκαετία του ’90, κάνοντας μάλιστα και το "βελούδινο πραξικόπημα" του 1997, δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει πλέον τον ρόλο του στρατού ως εγγυητή του εκδυτικισμού. Αντιθέτως, η Δύση αναζητεί στον μουσουλμανικό κόσμο πολιτικές δυνάμεις που δεν θα περιθωριοποιούν αλλά θα εξευρωπαϊζουν το Ισλάμ.
Αυτό τον ρόλο τον αναλαμβάνει ένα ισλαμικό κόμμα, το ΑΚΠ του Ερντογάν, ο οποίος στην ουσία εγγυάται τον εξευρωπαϊσμό του Ισλάμ, και μέσα από αυτό τον εκδημοκρατισμό του ίδιου του κεμαλισμού. Μέσω λοιπόν της ευρωπαϊκής πορείας, το νέο πολιτικό Ισλάμ ενσωματώνει τον ισλαμισμό στον κεμαλισμό και εξευρωπαϊζει τον κεμαλισμό. Σε αυτήν τη νέα πορεία του εκδημοκρατισμένου, μέσω του ευρωπαϊκού Ισλάμ, κεμαλισμού, όπου πολλές αλλαγές έχουν γίνει προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού, η αφομοίωση από τον κεμαλισμό του Ισλάμ ή η ισλαμική ερμηνεία του κεμαλισμού μπορεί να αποτελεί παράδοξο, ωστόσο εντάσσεται σε μια συνέχεια όπου ο κεμαλισμός μονίμως μεταλλάσσεται, αφομοιώνοντας εκείνα τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη δημοκρατική του ελαστικότητα αλλά και επιτρέπουν τον ελεγχόμενο και χωρίς ανατροπές εκδυτικισμό. Το ευρωπαϊκό Ισλάμ του Ερντογάν τελικά δεν ανατρέπει τον εκδυτικισμό του κεμαλισμού, αντιθέτως τον διευρύνει και τον νομιμοποιεί σε μια όλο και μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας, αποκλεισμένη για πολλά χρόνια από το όραμα του εκδυτικισμού. Η ΕΕ άλλωστε συναινεί στο ότι εγγυητής της δυτικότητας της Τουρκίας είναι και θα είναι ο κεμαλισμός, που δεν χρειάζεται ωστόσο πλέον τον στρατό για να τον ρυθμίζει και που στο πλαίσιο του εξευρωπαϊζεται το Ισλάμ. Κλείνω με το χαρακτηριστικό απόσπασμα από την Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την αίτηση της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ, της 20.5.2003: "Η Τουρκία πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία της σημερινής κυβέρνησης που έχει ισχυρή κοινοβουλευτική στήριξη, ώστε να επεξεργαστεί ένα νέο πολιτικό και συνταγματικό σύστημα που θα εγγυάται τις αρχές ενός κοσμικού συστήματος, σύμφωνα με τις κεμαλικές μεταρρυθμίσεις [...]".
Η Σία Αναγνωστοπούλου διδάσκει Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο