Τα γεγονότα και τα συμπεράσματα
Χριστόφορος Αργυρόπουλος, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2020-10-31
2 Το πρόβλημα του «δημοκρατικού ελέγχου» των κομμάτων από την πολιτική εξουσία αντιμετωπίστηκε αρχικά με το πνεύμα, ότι στο άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος δεν τίθεται μια γνήσια περιοριστική ρήτρα, αλλά εκφράζεται μια «σαφής και έντονη πρόθεση αποφυγής κάθε κρατικής επέμβασης στην ελευθερία λειτουργίας των κομμάτων», όπως δέχθηκε το ΣτΕ. Στη συνέχεια, όμως, η απουσία κάθε δημοκρατικού ελέγχου κρίθηκε σαν επικίνδυνη για το πολίτευμα, ιδιαίτερα με την είσοδο στη συνταγματική σκηνή αυτού ακριβώς του βίαιου, φιλοναζιστικού και εχθρικού προς τις δημοκρατικές αξίες «κόμματος». Από την ένταση μεταξύ των αντιθέτων απόψεων (αυτής που προωθούσε τον έλεγχο και εκείνης που απέκλειε ρητά κάθε κρατική επέμβαση στην ελεύθερη λειτουργία των κομμάτων) ανακύπτει ένα σύνθετο ερώτημα αρχικά για το συνταγματικά ανεκτό και ύστερα για το πολιτικά «επιθυμητό»: αν ο νομοθέτης μπορεί να ορίσει ένα minimum δημοκρατικού χαρακτήρα των κομμάτων και πολύ περισσότερο να προβλέψει τη δικαστική διάλυση πολιτικών κομμάτων σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις παραβίασής του.
3 Η ευθύνη για τη θεσμική αντιμετώπιση των κρίσιμων αυτών ζητημάτων ανατίθεται στον Κανονισμό της Βουλής, τον εκλογικό νόμο και ενδεχομένως έναν οργανωτικό νόμο, εκτελεστικό του άρθρου 51 παρ. 1 του Συντάγματος, που θα εκδοθεί. Η σκέψη, ότι η λύση μπορoύσε να προκύψει από την ποινική καταδίκη είναι θεμελιωδώς άστοχη. Το Ποινικό Δίκαιο από τη φύση του, ως «κυρωτικό» μέσο της έννομης τάξης, δεν είναι το πρόσφορο όχημα για την επίλυση πολιτικών προβλημάτων και μάλιστα αυτών που συνάπτονται αμέσως με τη λαϊκή κυριαρχία. Η «εκτός νόμου» θέση πολιτικών κομμάτων, βάσει της «ανατρεπτικής» κοινωνικοπολιτικής θεωρίας που αυτά προωθούν, αποτελεί αρνητική εμπειρία στη σύγχρονη ιστορία μας. Ο νομοθέτης, πάντως, δεν είναι αρμόδιος να καθορίσει τις ποιοτικές διαφορές των ιδεολογιών. Διαφορετικά θα έπρεπε να δεχθούμε, ότι υπάρχει «κρατούσα» ιδεολογία (όπως και θρησκεία), γεγονός άτοπο στη νεωτερική πολιτική κοινωνία του πλουραλισμού και της αμφισβήτησης.
4 Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όσων καταδικάστηκαν για τη συμμετοχή τους σε εγκληματική οργάνωση συνιστά, με βάση τη δογματική του Ποινικού Δικαίου, υπέρμετρη αυστηρότητα και ο περιορισμός στην παρεπόμενη ποινή, αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων εκτιμάται από τον νέο Ποινικό Κώδικα ως το ανάλογο και αναγκαίο μέτρο βάσει της αρχής της αναλογικότητας, με συνεκτίμηση της καθολικότητας της δημοκρατικής αρχής και του βασικού πολιτικού δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (εάν ίσχυε και είχε επιβληθεί) θα ήταν προσωρινά απρόσφορη και μακροπρόθεσμα ακατάλληλη να ικανοποιήσει την ανάγκη όχι του αναποτελεσματικού αποκλεισμού των λίγων καταδικασμένων (που μπορούν, προφανώς, άνετα να μετέχουν αφανώς στη λειτουργία της Χ.Α.), αλλά των πολύ περισσότερων πολιτών, που και με εκκρεμή την ποινική διαδικασία, επιδοκίμασαν πρόσφατα τις πρακτικές και τις αντιλήψεις των πρώτων.
5 Σύμφωνα, πάντως, με την κρατούσα άποψη της θεωρίας του Ποινικού Δικαίου «η αμφισβήτηση της νομιμότητας της δημοκρατίας είναι όχι μόνο ανεκτή, αλλά και επιθυμητή, γιατί με την ανοχή της αμφισβήτησης αυτοεπιβεβαιώνεται ως ελεύθερο πολίτευμα και προχωρεί» (Γ.-Α. Μαγκάκης). Η ανεκτικότητα και η δημοκρατική αυτοπεποίθηση εμπνέουν τους πολιτικούς αγώνες κατά του ολοκληρωτισμού και της πάλης εναντίον του «καθημερινού» φασισμού στις προσωπικές και ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις. Διότι με την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων και τη διαρκή ενεργό συμμετοχή των πολιτών στον πολιτικό ανταγωνισμό αποβαίνει καταφανής η ηθικοπολιτική υπεροχή της δημοκρατίας, ως του μόνου πολιτεύματος στο οποίο όλοι «εν μέρει άρχουν και εν μέρει άρχονται».