Kυπριακό - δύο χρόνια μετά το «όχι»
Mία από τις τελευταίες πράξεις του ανατολικού ζητήματος
Αλέξης Ηρακλείδης, Τα Νέα, Δημοσιευμένο: 2006-05-11
Την 24η Απριλίου ολοκληρώθηκαν δύο χρόνια από το βροντερό «όχι» των Ελληνοκυπρίων στα δημοψηφίσματα στην Κύπρο. Ο γ.γ. του ΟΗΕ είχε πει τότε πως η αίσθησή του ήταν ότι δεν είχε απορριφθεί απλώς ένα σχέδιο λύσης, αλλά η ίδια η λύση, εννοείται της επανένωσης στα πλαίσια τα οποία συζητιόνταν από το 1977 και έπειτα μεταξύ των ηγεσιών των δύο κοινοτήτων και στον ΟΗΕ (σειρά σχεδίων λύσης των γ.γ. του ΟΗΕ, Ντε Κουέγιαρ, Μπούτρος Γκάλι, Ανάν).
Οι εξελίξεις αυτά τα δύο χρόνια δείχνουν ότι αυτή η διαπίστωση αποτελούσε ορθή εκτίμηση, καθώς η Λευκωσία δεν έχει προβεί σε καμία κίνηση γενναιοδωρίας προς τους Τουρκοκυπρίους, χρησιμοποιεί κατά κόρον νομικίστικα επιχειρήματα για να μην κάνει απολύτως τίποτε, αποφεύγει συστηματικά να πάρει σαφή θέση έναντι του ΟΗΕ στο πώς βλέπει την οριστική επίλυση και, το κυριότερο, θεωρεί το σχέδιο Ανάν «παρελθόν» και σ’ αυτή τη γραμμή έχει παρασύρει και την Αθήνα.
Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι η απορριπτική αυτή γραμμή παραμένει σταθερά δημοφιλής στην Κυπριακή Δημοκρατία, κατά ένα ποσοστό 75%. Δεν φαίνεται να γίνεται αντιληπτό ότι ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος, με τη στάση που τηρεί έχει άθελά του αυτοπαγιδευθεί και, άθελά του πάλι, «χαρίζει» το 37% του εδάφους της Κύπρου στους Τουρκοκυπρίους. Αν αντίθετα, με παρρησία, είχε κινηθεί με όρους ενός «βελούδινου διαζυγίου», οι Ελληνοκύπριοι θα έπαιρναν πίσω τη Μόρφου, την Αμμόχωστο και τις άλλες περιοχές που προέβλεπε το σχέδιο Ανάν.
Ωστόσο, για να είμαστε πιο επιεικείς με τους Ελληνοκυπρίους, το «όχι» τους, που συνεχίζεται απτόητο, ενέχει μεγάλο ρίσκο και θυσία. Εκτός από το ότι έχουν εισέλθει στην «εκλεκτή λέσχη» που λέγεται E.E., με κακή εικόνα και ανύπαρκτο κύρος (σαν «το κακό παιδί» που μπήκε εξαπατώντας τους πάντες και μάλιστα συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο), κινδυνεύουν να χάσουν όλα αυτά για τα οποία αγωνίζονταν από το 1975 και πάνω απ’ όλα την ακύρωση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής - κατοχής. Αν αντιθέτως είχαν πει «ναι» στο σχέδιο Ανάν πριν από δύο χρόνια, μέχρι το τέλος του 2006 θα είχαν αρχίσει να επιστρέφουν δεκάδες πόλεις και χωρία στην ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία, θα επέστρεφαν χιλιάδες πρόσφυγες στις εστίες τους, θα είχαν αποχωρήσει 34.000 Τούρκοι στρατιώτες από τους 40.000, θα είχαν φύγει σχεδόν οι μισοί «έποικοι», κ.λπ. (βλέπε για λεπτομέρειες το εύστοχο άρθρο του Ελληνοκύπριου διεθνολόγου Φίλιππου Σαββίδη, «Το Βήμα», 28-4-2006). Ωστόσο δεν θα πρέπει να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο πολλοί Ελληνοκύπριοι, ειδικά αυτούς που θα αποκαλούσα ιδεαλιστές απορριπτικούς, να μην έχουν συναίσθηση του πού οδηγούνται τα πράγματα με τη στάση τους, πού τους οδηγεί η «εθνική τύφλωση».
H τελική διχοτόμηση είναι, δυστυχώς, βεβαιότητα. Ας περάσουμε λοιπόν σε ένα ευρύτερο επίπεδο αφαίρεσης, ιστορικό. Το Κυπριακό θα μπορούσε να το δει κανείς σαν μία από τις τελευταίες πράξεις του ανατολικού ζητήματος (μαζί με το Αρμενικό και το Κουρδικό), το οποίο σε ό,τι αφορούσε τους Έλληνες και τους Οθωμανούς/Τούρκους θα μπορούσε να είχε λυθεί, έως το 1912, με συγκατοίκηση και ένα νέο ελληνο-οθωμανικό κράτος, κάτι που είχε προταθεί από αρκετούς, από τον Ανδρέα Συγγρό στη δεκαετία του 1870 έως τον Ίωνα Δραγούμη και τον Σουλιώτη-Νικολαΐδη στις αρχές του 20ού αιώνα και από πλευράς Οθωμανών, από τον φιλελεύθερο διανοητή, πρίγκιπα Sabaheddin (δισέγγονο του σουλτάνου Μαχμούντ B’). Ωστόσο η εναλλακτική αυτή χάθηκε οριστικά το 1912-1913 και ίσως και λίγο νωρίτερα, το 1908, με την Επανάσταση των Νεότουρκων. Με αυτό το δεδομένο, την απορριπτική στάση των περισσότερων Ελληνοκυπρίων μπορεί να τη δει κανείς ως μια εύλογη έκπληξη και απορία: πώς είναι δυνατόν σήμερα να ζητάτε από μας, «τους Έλληνες της Κύπρου», από όλο τον Ελληνισμό, να ζήσουν μαζί με τον «προαιώνιο εχθρό των Ελλήνων» και μάλιστα σ’ ένα κοινό κράτος, στη βάση της ισότητας;
Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Οι εξελίξεις αυτά τα δύο χρόνια δείχνουν ότι αυτή η διαπίστωση αποτελούσε ορθή εκτίμηση, καθώς η Λευκωσία δεν έχει προβεί σε καμία κίνηση γενναιοδωρίας προς τους Τουρκοκυπρίους, χρησιμοποιεί κατά κόρον νομικίστικα επιχειρήματα για να μην κάνει απολύτως τίποτε, αποφεύγει συστηματικά να πάρει σαφή θέση έναντι του ΟΗΕ στο πώς βλέπει την οριστική επίλυση και, το κυριότερο, θεωρεί το σχέδιο Ανάν «παρελθόν» και σ’ αυτή τη γραμμή έχει παρασύρει και την Αθήνα.
Ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι η απορριπτική αυτή γραμμή παραμένει σταθερά δημοφιλής στην Κυπριακή Δημοκρατία, κατά ένα ποσοστό 75%. Δεν φαίνεται να γίνεται αντιληπτό ότι ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος, με τη στάση που τηρεί έχει άθελά του αυτοπαγιδευθεί και, άθελά του πάλι, «χαρίζει» το 37% του εδάφους της Κύπρου στους Τουρκοκυπρίους. Αν αντίθετα, με παρρησία, είχε κινηθεί με όρους ενός «βελούδινου διαζυγίου», οι Ελληνοκύπριοι θα έπαιρναν πίσω τη Μόρφου, την Αμμόχωστο και τις άλλες περιοχές που προέβλεπε το σχέδιο Ανάν.
Ωστόσο, για να είμαστε πιο επιεικείς με τους Ελληνοκυπρίους, το «όχι» τους, που συνεχίζεται απτόητο, ενέχει μεγάλο ρίσκο και θυσία. Εκτός από το ότι έχουν εισέλθει στην «εκλεκτή λέσχη» που λέγεται E.E., με κακή εικόνα και ανύπαρκτο κύρος (σαν «το κακό παιδί» που μπήκε εξαπατώντας τους πάντες και μάλιστα συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο), κινδυνεύουν να χάσουν όλα αυτά για τα οποία αγωνίζονταν από το 1975 και πάνω απ’ όλα την ακύρωση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής - κατοχής. Αν αντιθέτως είχαν πει «ναι» στο σχέδιο Ανάν πριν από δύο χρόνια, μέχρι το τέλος του 2006 θα είχαν αρχίσει να επιστρέφουν δεκάδες πόλεις και χωρία στην ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία, θα επέστρεφαν χιλιάδες πρόσφυγες στις εστίες τους, θα είχαν αποχωρήσει 34.000 Τούρκοι στρατιώτες από τους 40.000, θα είχαν φύγει σχεδόν οι μισοί «έποικοι», κ.λπ. (βλέπε για λεπτομέρειες το εύστοχο άρθρο του Ελληνοκύπριου διεθνολόγου Φίλιππου Σαββίδη, «Το Βήμα», 28-4-2006). Ωστόσο δεν θα πρέπει να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο πολλοί Ελληνοκύπριοι, ειδικά αυτούς που θα αποκαλούσα ιδεαλιστές απορριπτικούς, να μην έχουν συναίσθηση του πού οδηγούνται τα πράγματα με τη στάση τους, πού τους οδηγεί η «εθνική τύφλωση».
H τελική διχοτόμηση είναι, δυστυχώς, βεβαιότητα. Ας περάσουμε λοιπόν σε ένα ευρύτερο επίπεδο αφαίρεσης, ιστορικό. Το Κυπριακό θα μπορούσε να το δει κανείς σαν μία από τις τελευταίες πράξεις του ανατολικού ζητήματος (μαζί με το Αρμενικό και το Κουρδικό), το οποίο σε ό,τι αφορούσε τους Έλληνες και τους Οθωμανούς/Τούρκους θα μπορούσε να είχε λυθεί, έως το 1912, με συγκατοίκηση και ένα νέο ελληνο-οθωμανικό κράτος, κάτι που είχε προταθεί από αρκετούς, από τον Ανδρέα Συγγρό στη δεκαετία του 1870 έως τον Ίωνα Δραγούμη και τον Σουλιώτη-Νικολαΐδη στις αρχές του 20ού αιώνα και από πλευράς Οθωμανών, από τον φιλελεύθερο διανοητή, πρίγκιπα Sabaheddin (δισέγγονο του σουλτάνου Μαχμούντ B’). Ωστόσο η εναλλακτική αυτή χάθηκε οριστικά το 1912-1913 και ίσως και λίγο νωρίτερα, το 1908, με την Επανάσταση των Νεότουρκων. Με αυτό το δεδομένο, την απορριπτική στάση των περισσότερων Ελληνοκυπρίων μπορεί να τη δει κανείς ως μια εύλογη έκπληξη και απορία: πώς είναι δυνατόν σήμερα να ζητάτε από μας, «τους Έλληνες της Κύπρου», από όλο τον Ελληνισμό, να ζήσουν μαζί με τον «προαιώνιο εχθρό των Ελλήνων» και μάλιστα σ’ ένα κοινό κράτος, στη βάση της ισότητας;
Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.