Νέα Δεξιά και τραμπισμός
Μαρία Ρεπούση, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-01-11
Τα πρόσφατα επεισόδια στην καρδιά της αμερικανικής δημοκρατίας, το Καπιτώλιο, όσο ανησυχητικά και αν είναι, όσο ανήκουστα και αν εμφανίζονται, άλλο τόσο είναι και αναμενόμενα αν πάμε λίγο πίσω, στο άμεσο παρελθόν τους. Γιατί αυτό κάνει κυρίως το παρελθόν. Μας επιτρέπει να διαβάζουμε το παρόν. Ο τραμπισμός είναι η Νέα Αμερικανική Δεξιά.
Και πολύ πριν βρει στο πρόσωπο του Τραμπ τον ηγέτη της, ο οποίος φυσικά θα την αναβαθμίσει, θα την κάνει κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα και θα της δώσει το δικό του στίγμα, η Νέα Δεξιά διάβρωσε τα θεμέλια της αμερικανικής δημοκρατίας καταγγέλλοντας τη συναίνεση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ο μεταπολεμικός κόσμος και από το ρεπουμπλικανικό και από το δημοκρατικό κόμμα.
Οι κοινωνικές ανισότητες προωθήθηκαν ως φυσική κατάσταση των ανθρώπινων κοινωνιών, η ισοπολιτεία κρίθηκε ως μια εξισωτική προς τα κάτω διαδικασία που δεν αφήνει τους ικανούς να προοδεύσουν, το κράτος όφειλε να είναι μικρό και να μην παρεμβαίνει στην αγορά αλλά πρέπει να είναι αυταρχικό, η κλιματική κρίση ήταν μια επινόηση των οικολόγων και των αριστερών, η κοινωνική ηθική έπρεπε να στραφεί στις παραδοσιακές αξίες και στη θρησκεία.
Στο πλαίσιο της κοινωνίας που προκρίνει η Νέα Δεξιά δεν χωράνε φυσικά οι μετανάστες και οι πρόσφυγες οι οποίοι απειλούν την Αμερική. Σε πολλές περιπτώσεις είναι επίσης υπό διαπραγμάτευση τα δικαιώματα των πολιτών σε ό,τι αφορά τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό καθώς και τα δικαιώματα των γυναικών να ορίζουν το σώμα τους. Αμφισβητήθηκε ακόμα και το δικαίωμα στην έκτρωση, ένα δικαίωμα που κατακτήθηκε για τις γυναίκες ύστερα από πολλούς αγώνες τόσο φεμινιστικούς όσο και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και που διακρίνει ακόμα τον δυτικό κόσμο από τον υπόλοιπο.
Η Σάρα Πέιλιν, πρώην κυβερνήτης της Αλάσκα και υποψήφια αντιπρόεδρος των ΗΠΑ με τους Ρεπουμπλικανούς το 2008, μετέπειτα θερμή υποστηρίκτρια του Τραμπ, προπομπός του για πολλούς αναλυτές, δεν δίστασε να στηρίξει μεγάλο μέρος της καμπάνιας της κατά του δικαιώματος των γυναικών στη διακοπή ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης.
Η διάχυση των ιδεών αυτών σε Αμερικανούς πολίτες που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, σε κοινωνικές ομάδες που είναι επιρρεπείς σε θεωρίες συνωμοσίας ή/και που ελέγχονται από τις διάφορες Εκκλησίες που είναι πανίσχυρες στην Αμερική, σε συνδυασμό με την οικονομική στήριξη από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και κανάλια, όπως το Fox, έβγαλε στην επιφάνεια μια από τις πολλές Αμερικές που υπήρχαν και την έκανε, από περιθωριακή και γραφική, ορατή και διεκδικητική.
Η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα το 2008 και ό,τι αυτή αντιπροσώπευε ήταν η αιτία και η αφορμή για την οργάνωση των παραπάνω ιδεών σε ένα κοινωνικό και πολιτικό μόρφωμα, το «κίνημα του Τσαγιού», που ανέδειξε τις παραπάνω ιδέες, τις πέρασε στην κοινωνία και προετοίμασε την πολιτική καριέρα του Τραμπ. Ηταν Φεβρουάριος του 2009, λίγο μετά την ανάληψη των κυβερνητικών καθηκόντων από τον Μπαράκ Ομπάμα όταν αναγγέλθηκαν διευκολύνσεις για τους δανειολήπτες κατοικίας προκειμένου να μη χάσουν το σπίτι τους.
Ενας γνωστός δημοσιογράφος, συντάκτης του καναλιού CNBC στον τομέα των οικονομικών ειδήσεων, ονόματι Ρικ Σαντέλι, μιλώντας σε ένα οικονομικό φόρουμ αμέσως μετά τις εξαγγελίες αυτές απευθύνθηκε στους Αμερικανούς πολίτες θέτοντας το ερώτημα: «Ποιος Αμερικανός θέλει να πληρώνει το δάνειο του γείτονά του;». Και ταυτόχρονα απεύθυνε προσκλητήριο για την επανίδρυση του κράτους, για μια νέα καταστατική πράξη παραπέμποντας σε μια διαμαρτυρία που έγινε το 1773 κατά της φορολογικής πολιτικής των Βρετανών και που θεωρήθηκε ιδρυτική για την Αμερικανική Επανάσταση που οδήγησε στην ανεξαρτησία.
Από την ομιλία αυτή γεννήθηκε το Κίνημα του Τσαγιού. Οργανώθηκε πολύ γρήγορα στη βάση αρχικά μιας μεγάλης καμπάνιας για δύο μεγάλα θέματα που απασχολούσαν την αμερικανική κοινωνία: φορολογία και μετανάστευση. Τοποθετήθηκε κατά της φορολογικής πολιτικής του αμερικανικού κράτους χρεώνοντας όχι μόνο το δημοκρατικό κόμμα αλλά και το ρεπουμπλικανικό για υπέρμετρους φόρους που δεν αφήνουν την οικονομία να αναπνεύσει.
Η διεκδίκηση της μείωσης των φόρων πήγαινε όμως μαζί με τη διάδοση της ιδεολογίας της ελεύθερης αυτορυθμιζόμενης αγοράς στη βάση της οποίας μεγαλούργησε η Αμερική. Ταύτισε με άλλα λόγια ένα αίτημα πολλών πολιτών για τη μείωση των φόρων με την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Τοποθετήθηκε επίσης υπέρ του ελέγχου και της αποφασιστικής μείωσης των μεταναστευτικών ροών. Ο λόγος που πέρασε στην κοινωνική βάση είναι διότι αξιοποίησε υπάρχουσες πολιτισμικές προδιαθέσεις των Αμερικανών πολιτών.
Ολοι οι εργαζόμενοι πλήρωναν φόρους που θεωρούσαν υπερβολικούς. Τους φόρους αυτούς τους πληρώνετε, τους φώναζε σε όλους τους τόνους, για να τρέφετε το κοινωνικό κράτος, να ζείτε τους τεμπέληδες και τους άχρηστους. Σε ό,τι αφορά τους μετανάστες εκμεταλλεύθηκε το αίσθημα της ανασφάλειας διότι κατάφερε όπως παντού στον κόσμο να συνδέσει την εγκληματικότητα με τη μετανάστευση.
Με τοπικές οργανώσεις σε όλη την Αμερική και πλήθος εκδηλώσεων και διαμαρτυριών κατά της πολιτικής Ομπάμα, απορροφώντας προηγούμενα δεξιά και ακροδεξιά σχήματα, αξιοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις διάφορες Εκκλησίες και με γερή χρηματοδότηση από μεγάλους επιχειρησιακούς ομίλους και μιντιακή κάλυψη πέρασε την ιδεολογία της Νέας Δεξιάς στον κόσμο, αξιοποιώντας στο έπακρο ταμπού και στερεότυπα.
Ανέλαβε επίσης τη βρόμικη δουλειά κατά του Ομπάμα και των Δημοκρατικών, αυτή που ήταν δύσκολο να κάνουν δημόσια οι πολιτικοί, διαδίδοντας ότι δεν γεννήθηκε στην Αμερική και συνεπώς δεν είχε το δικαίωμα να είναι πρόεδρος των ΗΠΑ, ότι ήταν κρυφομουσουλμάνος ή ότι ήταν αριστερός. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, το 2009, το 41% των Αμερικανών έβλεπε θετικά το κίνημα, πίστευε ότι το ρεπουμπλικανικό κόμμα είχε χάσει τη φυσιογνωμία του και χρειαζόταν ιδεολογική επανίδρυση, ενώ ένα ποσοστό 31% πίστευε ότι ο Ομπάμα δεν ήταν Αμερικανός.
Τα αποτελέσματα της δράσης του νεοδεξιού μορφώματος άρχισαν να φαίνονται πολύ γρήγορα: απέκτησε δικούς του πολιτικούς στο ρεπουμπλικανικό κόμμα μέσα από ένα δούναι και λαβείν -όποιοι υποστήριζαν τις ιδέες του υποστηρίζονταν από τα μέλη του κινήματος και εκλέγονταν-, και με αυτόν τον τρόπο νομιμοποίησε τις ακροδεξιές του απόψεις σε ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος. Δεν ήταν πια τα ανώνυμα μέλη του κινήματος που είχαν αυτές τις αντιλήψεις αλλά επώνυμοι πολιτικοί, μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων ή της Γερουσίας. Ο Τραμπ από γραφικός έγινε πολιτικός παράγοντας και απέκτησε ρεύμα.
Η διάδοση και η επιτυχία των ιδεών της Νέας Δεξιάς δεν θα ήταν εφικτές χωρίς τα μίντια, τηλεόραση και κοινωνικά δίκτυα. Στις ΗΠΑ, καθοριστικό ρόλο είχε το Fox news που ιδρύθηκε το 1996 σπάζοντας την παράδοση της επιδίωξης αντικειμενικών ειδήσεων ως αρχή της δημοσιογραφίας. Αρχικά ήταν πολύ πίσω στην ακροαματικότητα, αλλά πολύ γρήγορα έγινε ένας δυναμικός πολιτικός διαμορφωτής αγκαλιάζοντας τη Νέα Δεξιά και εγγράφοντας την ιδεολογία της στην πολιτική κανονικότητα.
Μετά την εκλογή Ομπάμα επιδόθηκε σε συστηματική παραπληροφόρηση για το κυβερνητικό έργο προσφέροντας αφειδώς κάλυψη στο νεοδεξιό ρεύμα. Οι μελετητές το χαρακτηρίζουν ενορχηστρωτή της δημόσιας δυσαρέσκειας κατά της πολιτικής των Δημοκρατικών με αποκορύφωμα τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, το περίφημο Obama care, που πέρασε σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ως ακόμη ένα παράδειγμα του σπάταλου κράτους σε βάρος των πολιτών που εργάζονται, αγαπούν την Αμερική και θέλουν την προκοπή της.
Το Fox έκανε την ιδέα της αντικειμενικότητας στη δημοσιογραφία να φαίνεται παρωχημένη και τους δημοσιογράφους που την υπηρετούσαν γραφικούς. Ο λόγος του καναλιού επηρέασε και τα υπόλοιπα κανάλια καθώς μικρός αριθμός ενώσεων ιδιοκτητών που έχουν μεγάλα οφέλη από νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές που τους επιτρέπουν να αυξάνουν τα κέρδη τους και να μην υπόκεινται σε ρυθμίσεις ελέγχει τα περισσότερα κανάλια. Τη μιντιακή υπεροπλία των συντηρητικών απόψεων συμπλήρωναν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ετσι πρόκυψε ο Τραμπ που, αν και εκατομμυριούχος ο ίδιος και επιδειξιομανής του πλούτου του, θεωρήθηκε από τους υποστηρικτές άνθρωπος του λαού, ο δικός τους άνθρωπος. Ο ίδιος και κατά τη διάρκεια της θητείας του αλλά κυρίως πριν εκλεγεί, στη διάρκεια της πολιτικής ανόδου του, είχε υποστηρίξει ό,τι πιο ανορθολογικό, απαξιωτικό για τους ανθρώπους, ρατσιστικό, σεξιστικό και επικίνδυνο.
«Δεν σέβομαι τους ανθρώπους διότι πολύ λίγοι αξίζουν τον σεβασμό», δήλωνε σε συνέντευξή του τον Οκτώβριο του 2016(1), λίγες ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές της 8ης Νοεμβρίου 2016 που τον ανέδειξαν πρόεδρο των ΗΠΑ. Εγινε ο πιο λαϊκιστής, αλλοπρόσαλλος, κυνικός, προκλητικός, αντιθεσμικός και τελικά επικίνδυνος πρόεδρος που θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν η Αμερική και ο κόσμος ολόκληρος.
Και το χειρότερο, ο άνθρωπος που δήλωνε ότι φάρμακο για τον κορονοϊό θα μπορούσε να είναι οι ενέσεις με απολυμαντικό σε μια χώρα που θρηνεί πάνω από 365.000 νεκρούς κατάφερε, παρά το ότι εξόργισε τελικά πολλά μίντια και πολλούς από τους Ρεπουμπλικανούς, να ψηφιστεί από 74.223.755 Αμερικανούς πολίτες, το 46,9% των ψήφων έναντι 51,4% του Μπάιντεν. Ηταν σαν να τους έλεγε: Με φτιάξατε, τώρα δεν σας έχω ανάγκη. Θα πορευθώ μόνος μου.
Τα τελευταία επεισόδια εισβολής στο Καπιτώλιο ας ελπίσουμε ότι θα κινητοποιήσουν όλο το αμερικανικό σύστημα, κυρίως το ρεπουμπλικανικό κόμμα και τα μίντια που επηρεάζει εναντίον της βαθιά διχαστικής για την Αμερική και τον κόσμο αντιθεσμικής και λαϊκιστικής πολιτικής του.
Και κινητοποίηση σημαίνει μέτωπο στις ιδέες που τον έφεραν στην εξουσία και τον διατηρούν και σήμερα ως σημαντικό πόλο εξουσίας. Διότι δεν αρκεί να εξοντωθεί πολιτικά ο Τραμπ, αν μείνουν οι ιδέες και οι πρακτικές του θα βρεθεί άλλος να τις εκπροσωπήσει. Και υπάρχουν αρκετοί μνηστήρες. Και μιμητές. Και όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.