Ο διάλογος με τη μεζούρα δεν έχει αποδώσει
Τάσος Παππάς, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-01-12
Ικανοποιημένη η Ευρώπη με τα ανοίγματα που κάνει η Τουρκία, επιφυλακτική η Αθήνα. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον Ντερ Λάιεν μετά την τηλεδιάσκεψη που είχε με τον Τούρκο πρόεδρο δήλωσε: «Εγινε καλή ανταλλαγή απόψεων». Καλή κρίνεται μια ανταλλαγή απόψεων όταν οι δύο πλευρές έχουν την πρόθεση να συμφωνήσουν. Τούτη τη φορά δεν είχαμε προειδοποίηση, απειλή, υπαινιγμούς για κυρώσεις.
Η ατζέντα ήταν μεγάλη: η πανδημία, η οικονομία, οι ευρωτουρκικές σχέσεις και η προετοιμασία για την αναφορά που θα υποβάλει από κοινού με τον εκπρόσωπο Εξωτερικών Ζ. Μπορέλ για την Τουρκία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου. Μάλιστα, ο κ. Μπορέλ δεν έκρυψε την ανυπομονησία του να συναντήσει τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου. Απουσιάζει εντελώς κάθε αναφορά στη στάση της Τουρκίας το προηγούμενο διάστημα. Απουσιάζουν εντελώς οι προτροπές των Βρυξελλών προς την Αγκυρα, να εγκαταλείψει ενέργειες που προκαλούν, να ακολουθήσει πολιτική αποκλιμάκωσης της έντασης και να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο.
Προφανώς όλα αυτά απουσιάζουν γιατί δεν είναι διπλωματικά φρόνιμο να μπαίνουν τέτοιου είδους ζητήματα στην έναρξη των συζητήσεων που έχουν στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων, διαφορετικά καραδοκεί ο κίνδυνος να ναυαγήσει η επιχείρηση συνεννόησης. Κυρίως όμως απουσιάζουν γιατί η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και οι κυβερνήσεις των χωρών που δεν συμφωνούν με τις κυρώσεις, δηλαδή η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία, τρία από τα ισχυρότερα κράτη της Ευρώπης, εκτιμούν ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ερντογάν, έχει κάνει θετικά βήματα.
Και οι τρεις αυτές χώρες αντιστάθηκαν σε κάθε ιδέα για επιβολή τιμωρητικών μέτρων εναντίον της Τουρκίας για πολλούς λόγους: έχουν οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία, οι τράπεζές τους είναι εκτεθειμένες, αφού κατέχουν μεγάλες ποσότητες ομολόγων του τουρκικού κράτους, κάνουν εξαγωγές όπλων, δεν θέλουν να σπρώξουν την Τουρκία στην αγκαλιά της Ρωσίας και φοβούνται ότι ο Ερντογάν, αν πιεστεί, είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιήσει το προσφυγικό-μεταναστευτικό για να βλάψει την Ευρώπη.
Την ίδια ώρα, ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας κινήθηκε σε διαφορετικό μήκος κύματος. Στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» (10-1-2021), αφού επανέλαβε ότι η χώρα μας θα προσέλθει στις διερευνητικές επαφές με ειλικρινή βούληση και εποικοδομητική διάθεση, υπογράμμισε ότι «η ατζέντα των συνομιλιών είναι συγκεκριμένη και δεν μπορεί να αλλάξει. Δεν μπορεί ο είς εκ των συνομιλητών να αποφασίσει μονομερώς τη διεύρυνση της ημερήσιας διάταξης. Αυτό ισοδυναμεί με προσπάθεια υπονόμευσης των επαφών αυτών». Η ελληνική κυβέρνηση είναι σε δύσκολη θέση.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός ακύρωσε την πολιτική που υποτίθεται πως ακολουθεί δηλώνοντας ότι «οι κυρώσεις δεν είναι αυτοσκοπός». Με άλλα λόγια, έστειλε το μήνυμα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ότι η ρητορική του περί κυρώσεων είναι για τα μάτια του κόσμου, λόγια που δεν τα εννοεί, ότι το κάνει εξ υποχρεώσεως και όχι επειδή πιστεύει ότι θα βρει ανταπόκριση. Πρέπει επίσης η ελληνική κυβέρνηση να επινοήσει σοβαρά και πειστικά επιχειρήματα για να δικαιολογήσει την άρνησή της να συζητήσει με την Τουρκία και εκείνα τα θέματα που η γειτονική χώρα θεωρεί κρίσιμης σημασίας.
Ενας τρίτος δεν μπορεί να καταλάβει γιατί μια χώρα που δηλώνει ότι είναι φανατικά υπέρ του διαλόγου, που επικαλείται συνεχώς το διεθνές δίκαιο, που κατηγορεί μια άλλη χώρα ότι το παραβιάζει συστηματικά, δεν δέχεται μια διευρυμένη ατζέντα συζήτησης. Η επιμονή σε μια στενή λογική διερευνητικών επαφών επιτρέπει στην Τουρκία να ισχυρίζεται –και να βρίσκει ευήκοα ώτα– ότι η Ελλάδα επί της ουσίας δεν επιθυμεί τον διάλογο. Μήπως ήρθε η ώρα να συνεννοηθούν τα ελληνικά κόμματα; Την πρωτοβουλία πρέπει να την πάρει ο πρωθυπουργός, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι όλοι στην κυβέρνησή του συμφωνούν. Κάτι που δεν είναι δεδομένο.
Η ατζέντα ήταν μεγάλη: η πανδημία, η οικονομία, οι ευρωτουρκικές σχέσεις και η προετοιμασία για την αναφορά που θα υποβάλει από κοινού με τον εκπρόσωπο Εξωτερικών Ζ. Μπορέλ για την Τουρκία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου. Μάλιστα, ο κ. Μπορέλ δεν έκρυψε την ανυπομονησία του να συναντήσει τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Μ. Τσαβούσογλου. Απουσιάζει εντελώς κάθε αναφορά στη στάση της Τουρκίας το προηγούμενο διάστημα. Απουσιάζουν εντελώς οι προτροπές των Βρυξελλών προς την Αγκυρα, να εγκαταλείψει ενέργειες που προκαλούν, να ακολουθήσει πολιτική αποκλιμάκωσης της έντασης και να σεβαστεί το διεθνές δίκαιο.
Προφανώς όλα αυτά απουσιάζουν γιατί δεν είναι διπλωματικά φρόνιμο να μπαίνουν τέτοιου είδους ζητήματα στην έναρξη των συζητήσεων που έχουν στόχο την εξομάλυνση των σχέσεων, διαφορετικά καραδοκεί ο κίνδυνος να ναυαγήσει η επιχείρηση συνεννόησης. Κυρίως όμως απουσιάζουν γιατί η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και οι κυβερνήσεις των χωρών που δεν συμφωνούν με τις κυρώσεις, δηλαδή η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία, τρία από τα ισχυρότερα κράτη της Ευρώπης, εκτιμούν ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ερντογάν, έχει κάνει θετικά βήματα.
Και οι τρεις αυτές χώρες αντιστάθηκαν σε κάθε ιδέα για επιβολή τιμωρητικών μέτρων εναντίον της Τουρκίας για πολλούς λόγους: έχουν οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία, οι τράπεζές τους είναι εκτεθειμένες, αφού κατέχουν μεγάλες ποσότητες ομολόγων του τουρκικού κράτους, κάνουν εξαγωγές όπλων, δεν θέλουν να σπρώξουν την Τουρκία στην αγκαλιά της Ρωσίας και φοβούνται ότι ο Ερντογάν, αν πιεστεί, είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιήσει το προσφυγικό-μεταναστευτικό για να βλάψει την Ευρώπη.
Την ίδια ώρα, ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας κινήθηκε σε διαφορετικό μήκος κύματος. Στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» (10-1-2021), αφού επανέλαβε ότι η χώρα μας θα προσέλθει στις διερευνητικές επαφές με ειλικρινή βούληση και εποικοδομητική διάθεση, υπογράμμισε ότι «η ατζέντα των συνομιλιών είναι συγκεκριμένη και δεν μπορεί να αλλάξει. Δεν μπορεί ο είς εκ των συνομιλητών να αποφασίσει μονομερώς τη διεύρυνση της ημερήσιας διάταξης. Αυτό ισοδυναμεί με προσπάθεια υπονόμευσης των επαφών αυτών». Η ελληνική κυβέρνηση είναι σε δύσκολη θέση.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός ακύρωσε την πολιτική που υποτίθεται πως ακολουθεί δηλώνοντας ότι «οι κυρώσεις δεν είναι αυτοσκοπός». Με άλλα λόγια, έστειλε το μήνυμα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ότι η ρητορική του περί κυρώσεων είναι για τα μάτια του κόσμου, λόγια που δεν τα εννοεί, ότι το κάνει εξ υποχρεώσεως και όχι επειδή πιστεύει ότι θα βρει ανταπόκριση. Πρέπει επίσης η ελληνική κυβέρνηση να επινοήσει σοβαρά και πειστικά επιχειρήματα για να δικαιολογήσει την άρνησή της να συζητήσει με την Τουρκία και εκείνα τα θέματα που η γειτονική χώρα θεωρεί κρίσιμης σημασίας.
Ενας τρίτος δεν μπορεί να καταλάβει γιατί μια χώρα που δηλώνει ότι είναι φανατικά υπέρ του διαλόγου, που επικαλείται συνεχώς το διεθνές δίκαιο, που κατηγορεί μια άλλη χώρα ότι το παραβιάζει συστηματικά, δεν δέχεται μια διευρυμένη ατζέντα συζήτησης. Η επιμονή σε μια στενή λογική διερευνητικών επαφών επιτρέπει στην Τουρκία να ισχυρίζεται –και να βρίσκει ευήκοα ώτα– ότι η Ελλάδα επί της ουσίας δεν επιθυμεί τον διάλογο. Μήπως ήρθε η ώρα να συνεννοηθούν τα ελληνικά κόμματα; Την πρωτοβουλία πρέπει να την πάρει ο πρωθυπουργός, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι όλοι στην κυβέρνησή του συμφωνούν. Κάτι που δεν είναι δεδομένο.