Αντίπαλοι, αλλά όχι εχθροί
Αντώνης Αντωνιάδης, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2022-03-21
Ανεξάρτητα από την οπτική γωνία που ο καθένας επιλέγει να κρίνει την παρούσα κρίση και ανεξάρτητα από το ποιους παράγοντες επιλέγει να φωτίζει και ποιους να σκιάζει, ένας παράγοντας τον οποίο κανείς δεν μπορεί να μη θεωρεί κυρίαρχο είναι το εθνικό συμφέρον. Είναι ένας παράγοντας «ομπρέλα», που δεν νοείται να μην καθορίζει όλες τις αποφάσεις και ενέργειες στο πολιτικό, στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο. Ολες οι υπόλοιπες συμμαχικές δεσμεύσεις, πολιτικές ή στρατιωτικές υποχρεώσεις, ιδεολογικές προτιμήσεις, ακόμα και αποφάσεις διεθνών οργανισμών και διατάξεις συνθηκών, σαφώς και πρέπει να έπονται. Στο διεθνές γεωπολιτικό και διπλωματικό περιβάλλον έχουμε άπειρα παραδείγματα ότι όλα είναι αμφίσημα, διφορούμενα, ρευστά και ευμετάβλητα, μόνη σταθερά υπολογίσιμη αξία παραμένει το εθνικό συμφέρον κάθε χώρας.
Είναι ιστορικά εμπεδωμένο ότι σε όλους τους πολέμους, ποτέ η ευθύνη για την πρόκλησή τους δεν ανήκε αποκλειστικά και μόνο στη μία πλευρά. Πάντοτε θα υπάρχουν εκατέρωθεν γενεσιουργά αίτια και ερείσματα, πολλές φορές και ασήμαντα, που όμως οδηγούν τον πιο βίαιο και συνήθως και πιο ισχυρό στην έναρξη των εχθροπραξιών. Ακόμα και στον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τις τόσο προφανείς αιτίες του, οι νικητές του Αʼ έχουν και αυτοί αναλογικά το μερίδιο της ευθύνης τους. Παρομοίως και παρά την απαράδεκτη και καταδικαστέα στάση της Ρωσίας, το γενεσιουργό αίτιο δεν είναι δύσκολο να ιχνηλατηθεί στην απομόνωση και διατήρησή της ως αντίπαλου δέους και δυνητικού εχθρού ενός, συνεχώς επεκτεινόμενου προς τα σύνορά της, ΝΑΤΟ.
Στην παρούσα κρίση η Ελλάδα θεωρητικά δεν είχε κανέναν ιδιαίτερο λόγο να συνταχθεί με τη μία ή την άλλη πλευρά. Το ιδανικό, για το εθνικό μας συμφέρον, θα ήταν να μείνουμε ουδέτεροι, αφήνοντας τις δύο πλευρές να λύσουν μόνοι τους τα πολλά και χρόνια διμερή προβλήματά τους. Οντως δύσκολη επιλογή, λαμβανομένου υπόψη ότι το εθνικό μας συμφέρον θα δεχόταν σοβαρότατο πλήγμα, λόγω των δεσμών και ειλημμένων δεσμεύσεών μας απέναντι στην Ε.Ε. αλλά και στο ΝΑΤΟ. Συνεπώς η επιλογή να συμπλεύσουμε με τη γεωπολιτική πλευρά στην οποία και ανήκουμε ήταν μονόδρομος. Οταν όμως επιλέγεις πλευρές, αναπόφευκτα θα υποστείς και τις αντιστοιχούσες συνέπειες.
Κατά τον Χ. Κίσιντζερ, διπλωματία είναι η τέχνη τού να δαμάζεις τη δύναμη. Κατ’ άλλους, είναι στις διάφορες ιστορικές συγκυρίες να αποκομίζεις τα περισσότερα δυνατόν πολιτικά οφέλη με τη μικρότερη δυνατή απώλεια. Εμείς είναι γεγονός ότι την τέχνη αυτή της διπλωματίας δεν την κατέχουμε. Ισως και δικαιολογημένα, όντες χρόνια εγκλωβισμένοι στην αέναη τουρκική απειλή, δεν μας απασχολούσε ιδιαίτερα το γενικότερο γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Μας βόλευε να επαναπαυόμαστε στις επιλογές της Δύσης, ευελπιστώντας ότι με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζουμε και την όποια εύνοιά της σε περίπτωση ελληνοτουρκικής κρίσης. Αναπόφευκτα όμως αυτή η επιλογή, όσα δικαιολογημένα ερείσματα και αν διαθέτει, μοιραία εντάσσει και το εθνικό συμφέρον ως υποσύνολο του ευρύτερου δυτικοευρωπαϊκού, ενώ ως γνωστόν, αυτά δεν είναι απαραιτήτως συνυφασμένα.
Σήμερα, βρισκόμαστε ακριβώς στη συγκυρία κατά την οποία καλούμαστε να αποσαφηνίσουμε κατά πόσο το εθνικό μας συμφέρον συμπίπτει με αυτό της Δύσης. Νομίζω ότι χωρίς ιδιαίτερα βαθιά γεωπολιτική ή στρατηγική ανασκόπηση, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ασφαλώς και πολύ σωστά εναρμονιζόμαστε γενικότερα με τα ευρύτερα δυτικά συμφέροντα. Δικαιούμαστε όμως και μια επιφύλαξη, λόγω του ότι είμαστε μια ιδιάζουσα περίπτωση.
Η Ελλάδα είναι μια σχετικά μικρή πληθυσμιακά και οικονομικά χώρα, που γεωγραφικά βρίσκεται σε μια περιοχή η οποία και δικαίως έχει χαρακτηριστεί «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» και συνορεύει με ιδιόρρυθμους έως δυνητικά εχθρικούς γείτονες. Δεν έχει συνεπώς την πολυτέλεια των ευρύτερων γεωπολιτικών επιλογών των περισσότερων δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Και μια τέτοια πολυτέλεια είναι και το να στρέψει εναντίον της μια, παραδοσιακά φιλική, πυρηνική υπερδύναμη, όπως η Ρωσία. Και εάν αυτό ίσχυε ανέκαθεν, ακόμα και την περίοδο του ψυχρού πολέμου, τώρα που η Τουρκία φαίνεται ότι θα πετύχει, με την ουδετερότητά της, τη μεταπολεμική εύνοια αυτής της χώρας, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Προκλητική έως εχθρική Τουρκία και εχθρική Ρωσία είναι ένα πολύ βαρύ φορτίο για τα δικά μας δεδομένα. Αυτό ακριβώς το εθνικό κριτήριο είναι που πρέπει να καθορίζει και τη στάση μας απέναντι στις κυρώσεις προς τη Ρωσία.
Αναμφίβολα στο θέμα αυτό υπήρξαμε συνεπείς και αξιόπιστοι εκπληρώνοντας όλες τις απορρέουσες από Ε.Ε. και ΝΑΤΟ υποχρεώσεις μας. Ομως, η αποστολή επιθετικού στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία ήταν μια τελείως άσκοπη και λανθασμένη διπλωματικά και πολιτικά κίνηση. Χωρίς να μας αποφέρει κανένα απολύτως εθνικό όφελος, αντίθετα προκάλεσε την επιλεκτική καταδίκη της χώρας μας από τη Ρωσία. Δεν πρέπει να είναι δύσκολο για την άπειρη διπλωματία μας να κατανοήσει ότι όταν στέλνεις επιθετικά όπλα στο ένα από τα δύο αντιμαχόμενα μέρη, μοιραία γίνεσαι εχθρός του άλλου. Αντίθετα, όταν ενισχύεις την άμυνα του ενός μέρους με αμυντικό υλικό (κράνη, αλεξίσφαιρα γιλέκα, ανθρωπιστική βοήθεια κ.ο.κ.) παραμένεις αντίπαλος του άλλου. Και στην παρούσα ιστορική συγκυρία, ασφαλώς και είμαστε αντίπαλοι της Ρωσίας, εξαιτίας της εισβολής στην Ουκρανία, δεν υπάρχει όμως ο παραμικρός λόγος να γίνουμε και εχθροί της.
Ας μείνουμε λοιπόν στα μετόπισθεν της σωστής πλευράς και ας εστιάσουμε την ελλειμματική μας διπλωματία, ώστε από την όλη αυτή κρίση να μπορέσουμε να βγούμε όσο το δυνατόν, πολιτικά τουλάχιστον, πιο αλώβητοι. Διότι εάν ποτέ εξαναγκαστούμε να ζητήσουμε κάποια απευκταία βοήθεια, δεν διαβλέπω ποιος θα είναι εκείνος που, για χάρη μας, θα ξεκινήσει τον Γʼ και ίσως τελευταίο, Παγκόσμιο Πόλεμο.