Πέραν του εθνικισμού και του ’πασιφισμού’: υπάρχει και τρίτος δρόμος για την επίλυση του τουρκικού προβλήματος της Ελλάδας
Γιάννης Σακιώτης, www.ppol.gr, Δημοσιευμένο: 2006-05-27
Περνάνε τα χρόνια, η τουρκική πολιτική σε όλο το φάσμα των μετώπων όπου ασκείται δράση και έχουν τεθεί στόχοι δεν αλλάζει ποτέ, ενώ οι τακτικές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής πάλλονται σαν ξεχαρβαλωμένο ελατήριο, άλλοτε μαξιμαλίζοντας και άλλοτε αυτολογοκρίνοντας ακόμη και τα στοιχειώδη κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Κάθε τόσο, στο πλαίσιο μιας αόρατης «Μονόπολης», διαδραματίζεται κάποιο γεγονός, σκηνοθετημένο ή τυχαίο, επί του οποίου, με λογική εξαρτημένου παιχνιδιού πόκερ, η ’Αγκυρα ποντάρει όλα τα λεφτά και βγαίνει σχεδόν πάντα κερδισμένη -με την εξαίρεση του «Ελσίνκι» και της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ.
Βήμα-βήμα οι Τούρκοι κερδίζουν πόντους στα ζητήματα που τους αφορούν (Αιγαίο, Θράκη, Κυπριακό), τους οποίους βέβαια χάνει η ελληνική πλευρά.
Το διμερές αυτό παίγνιο μπορεί να είναι «σέξι» για τα διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ, ή για τους «σκακιστές» του State Department, όμως για τα ήρεμα, συνετά και ορθολογικά ακροατήρια -όπου αυτά υπάρχουν- καταντά όμως κουραστικό, μελαγχολικό και σε βάθος χρόνου επικίνδυνο, καθώς σε καταστάσεις ακραίας έντασης αρκεί μια σπίθα για να ξεσπάσει μικρό ή μεγάλο πολεμικό επεισόδιο.
Είναι επίσης, περίπλοκο και πολυπαραγοντικό, καθώς συνδέεται με μείζονος σημασίας διεθνή συμφέροντα, όπως την πιθανή ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ως παράγοντος ανάσχεσης της πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (όπως πιθανώς επιθυμούν, αλλά δεν δηλώνουν οι ΗΠΑ), τα συγκρουόμενα ενεργειακά συμφέροντα, την ανάδευση του status quo στην καρδιά της Ευρασίας (π.χ. υπό ίδρυση Κουρδιστάν κ.ο.κ) και βέβαια τη ραγδαία άνοδο του ακραίου Ισλάμ στην Τουρκία, μία εξέλιξη πολλαπλώς πιο απειλητική για την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη από ό,τι το παραδοσιακό γερακίσιο κεμαλικό κατεστημένο.
Με όλα αυτά, ο δρόμος της Τουρκίας για την Ευρώπη μέρα με την ημέρα κλείνει.
Η εξέλιξη αυτή δεν προσφέρεται για χαιρεκακία, ούτε για μισαλλοδοξία.
Φυσικά, είναι πρωτίστως ευθύνη των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων -και όχι της Ελλάδας- να εξηγήσουν το δημοκρατικό, δικαιοκρατικό και οικονομικό αδύνατον του πράγματος στους Τούρκους και να προτείνουν την πολυσυζητημένη «ειδική σχέση συνεργασίας».
Η οποία θα οριοθετεί αξιοπρεπώς τα πράγματα και κατά πάσα βεβαιότητα θα μπορεί να αποβεί περισσότερο επωφελής για την Τουρκία, που μπροστά της έχει να δώσει μια σκληρή και μακρά μάχη κατά του ακραίου Ισλάμ, που δυστυχώς καλπάζει.
Το πεδίο της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας συνδέθηκε πριν από λίγα χρόνια με τις ελληνοτουρκικές διαφορές (sic), με την εξαιρετικά επιτυχή, πλην βραχυπρόθεσμης χρήσης συμφωνία του Ελσίνκι.
Σήμερα, τα δύο πεδία, η τουρκική ένταξη και τα ελληνοτουρκικά, εξαιτίας τυχοδιωκτικών κινήσεων της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, έχουν αποσυνδεθεί και η Ελλάδα είναι πλέον αναγκασμένη να αντιμετωπίσει κατάματα τη σκληρή πραγματικότητα ενός γείτονα και συμμάχου με ακραία επιθετική και απειλητική για τα καίρια εθνικά κυριαρχικά -και όχι μόνο- συμφέροντά της.
Δυστυχώς, εν μέσω αυτού του σκηνικού, η Ελλάδα, επί των φλεγόντων διμερών ζητημάτων δεν έχει καμία απολύτως πολιτική, πέραν των τηλεφωνημάτων συγνώμης και αποκλιμάκωσης που κάνουν στους Τούρκους οι Έλληνες υπουργοί, ακόμη και όταν οι Τούρκοι ευθύνονται για ακραία γεγονότα, όπως η πρόσφατη σύγκρουση (ή κατάρριψη;) των δύο μαχητικών έξω από την Κάρπαθο.
Παρακολουθεί την κλιμάκωση των απαιτήσεων της Τουρκίας, χωρίς κανένα σχέδιο αντίκρουσής των στο διεθνές και το διμερές πεδίο.
Και πολύ χειρότερα, καμία πολιτική δύναμη μέχρι σήμερα δεν τολμά να προτείνει να προ(σ)καλέσουμε τους Τούρκους σε διμερή και πιθανόν διεθνή διάλογο, με γενναιοψυχία και ευφάνταστο σχέδιο.
Το οποίο δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινά από τρεις αυτονόητες απαιτήσεις της Ελλάδας προς την Τουρκία, που αντιστοιχούν και στα τρία βασικά προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες, στο πλαίσιο της εφαρμογής του υφιστάμενου διεθνούς δικαίου, θεσμικού και εθιμικού,.
Η αφετηρία για τα ζητήματα αυτά θα μπορούσε να είναι το 1952, έτος κατά το οποίο Ελλάδα και Τουρκία εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ και υποτίθεται ότι έκτοτε είναι σύμμαχοι.
Η αποφυγή ανακίνησης προγενέστερων ζητημάτων σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στρατηγικής για την εξωτερική μας πολιτική, καθώς για παράδειγμα, η εθνοκάθαρση των Ποντίων -πιθανώς και γενοκτονία, μένει να αποφανθεί η ιστορία-, θα μπορούσε να προκαλέσει από την πλευρά των Τούρκων ζητήματα όπως οι Τουρκοκρητικοί κ.ο.κ.
Ποιες είναι αυτές οι απαιτήσεις;
Πρώτον, όλα τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα δεινά, τις καταστροφές και τις απώλειες που υπέστη ο ελληνισμός της Τουρκίας από το 1955 και μετά.
Δηλαδή, την επιστροφή των Κωνσταντινουπολιτών, Ιμβρίων και Τενεδίων που εκδιώχθηκαν τότε βιαίως -και των απογόνων τους- στα πάτρια εδάφη τους, την επιστροφή των περιουσιών που τους υφάρπαξαν, την έντοκη αποζημίωση για τις αστικές ζημίες που υπέστησαν, την απόδοση πλήρων δικαιωμάτων Τούρκων πολιτών (π.χ. εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε όλες τις πολιτειακές βαθμίδες, π.χ. τοπική αυτοδιοίκηση, εκλογή στη βουλή με ειδική ρήτρα (άλλωστε στην Ελλάδα κάνουμε το ανάλογο χωρίς καμία υποχρέωση), το άνοιγμα ελληνικών μειονοτικών σχολείων για τους σχεδόν 350,000 έχοντες το δικαίωμα να παλιννοστήσουν, την επαναλειτουργία των εκκλησιών στις ελληνικές κοινότητες που θα επανασυσταθούν, μεταξύ αυτών και της Αγίας Σοφίας κ.ο.κ.
Δεύτερον, όλα τα ζητήματα που έχουν να κάνουν όχι μόνο με την αποκατάσταση του οικουμενικού πατριαρχείου ως προς τα δικαιώματα που είχε στο παρελθόν (άνοιγμα της σχολής της Χάλκης, επιστροφή ιδιοκτησιών που διέθετε κ.ο.κ), αλλά και το αίτημα για τη μετεξέλιξη του πατριαρχείου σε ένα Βατικανό της ορθοδοξίας.
Τρίτον, για την Κύπρο -στο βαθμό φυσικά που συμφωνούν και οι Κύπριοι- όλα τα ζητήματα που αφορούν στην αποκατάσταση των προσφύγων, όπως η αποζημίωση των οικογενειών των αγνοουμένων και των πεσόντων Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων στις μάχες, οι έντοκες αποζημιώσεις για τις αστικές ζημίες που υπέστησαν οι πρόσφυγες, η επιστροφή των περιουσιών στους Ελληνοκύπριους, η αποκατάσταση ελληνικών μνημείων και εκκλησιών κοκ).
Εφ’ όσον η ελληνική πλευρά θέσει τα ζητήματα αυτά, και το σημαντικότερο, καταφέρει να κάνει διεθνώς κατανοητή τις θέσεις της, τότε θαυμάσια και χωρίς καμία προκατάληψη, θα μπορούσε να γίνει ένας μεγάλος σε εύρος, γενναίος διμερής απευθείας ή έστω με κάποιο διαμεσολαβητή του ΟΗΕ διάλογος για τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο.
Εκκινώντας από μια κόκκινη γραμμή, που είναι η παγίωση του υφιστάμενου εθνικού εναέριου χώρου και προχωρώντας στην κίνηση καλής θέλησης μονομερούς δέσμευσης να περιορισθεί η αιγιαλίτιδα ζώνη στα έξι ναυτικά μίλια -συμπεριλαμβανομένων των βραχονησίδων- και πιθανώς καταλήγοντας στην παραχώρηση τμήματος του FIR Αθηνών στην ευθύνη των Τούρκων ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας -άλλωστε το FIR Κωνσταντινούπολης δεν είναι λιγότερο ασφαλές από το ελληνικό- και στην απόδοση στους Τούρκους ζωνών διάσωσης στα διεθνή ύδατα, αλλά ακόμη και φθάνοντας στην υπερβατική πρόταση για συνεκμετάλλευση των πιθανών ενεργειακών κοιτασμάτων στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου -αν και στην εποχή της κλιματικής αλλαγής είναι προτιμότερο να αφήσουμε το πετρέλαιο στα έγκατα της γης- ακόμη και αν αυτά αποτελούν τμήμα της ζώνης αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης της Ελλάδας.
Θα μπορούσαν να προστεθούν και πολλά άλλα στα προς διαπραγμάτευση, ακόμη και μια γενναία πλην έντιμη διχοτόμηση της Κύπρου, γιατί όχι και η πιθανότητα πώλησης σε εύλογο τίμημα κάποιων ακατοίκητων και χωρίς καμία ιστορική αξία για την Ελλάδα παραμεθόριων βραχονησίδων στην Τουρκία.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι η ανάπτυξη μιας ανάλογης στρατηγικής θα αποσταθεροποιούσε πλήρως τη μέχρι σήμερα ασκούμενη τουρκική εξωτερική πολιτική, θα έδινε στην Ελλάδα το διεθνές πλεονέκτημα διαμόρφωσης της ατζέντας και μια αφάνταστη ευχέρεια άσκησης πολιτικής. Ειλικρινούς και όχι εκ του πονηρού.
Επειδή, παρά τα φαινόμενα, η ειρηνική συνύπαρξη των δύο κρατών είναι κάτι παραπάνω από εφικτή: ρεαλιστική.
----
Ο Γιάννης Σακιώτης είναι Δρ. πολιτικός επιστήμων, περιβαλλοντολόγος, διευθυντής του περιοδικού «Νέα Πολιτική»
Κάθε τόσο, στο πλαίσιο μιας αόρατης «Μονόπολης», διαδραματίζεται κάποιο γεγονός, σκηνοθετημένο ή τυχαίο, επί του οποίου, με λογική εξαρτημένου παιχνιδιού πόκερ, η ’Αγκυρα ποντάρει όλα τα λεφτά και βγαίνει σχεδόν πάντα κερδισμένη -με την εξαίρεση του «Ελσίνκι» και της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ.
Βήμα-βήμα οι Τούρκοι κερδίζουν πόντους στα ζητήματα που τους αφορούν (Αιγαίο, Θράκη, Κυπριακό), τους οποίους βέβαια χάνει η ελληνική πλευρά.
Το διμερές αυτό παίγνιο μπορεί να είναι «σέξι» για τα διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ, ή για τους «σκακιστές» του State Department, όμως για τα ήρεμα, συνετά και ορθολογικά ακροατήρια -όπου αυτά υπάρχουν- καταντά όμως κουραστικό, μελαγχολικό και σε βάθος χρόνου επικίνδυνο, καθώς σε καταστάσεις ακραίας έντασης αρκεί μια σπίθα για να ξεσπάσει μικρό ή μεγάλο πολεμικό επεισόδιο.
Είναι επίσης, περίπλοκο και πολυπαραγοντικό, καθώς συνδέεται με μείζονος σημασίας διεθνή συμφέροντα, όπως την πιθανή ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ ως παράγοντος ανάσχεσης της πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (όπως πιθανώς επιθυμούν, αλλά δεν δηλώνουν οι ΗΠΑ), τα συγκρουόμενα ενεργειακά συμφέροντα, την ανάδευση του status quo στην καρδιά της Ευρασίας (π.χ. υπό ίδρυση Κουρδιστάν κ.ο.κ) και βέβαια τη ραγδαία άνοδο του ακραίου Ισλάμ στην Τουρκία, μία εξέλιξη πολλαπλώς πιο απειλητική για την Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη από ό,τι το παραδοσιακό γερακίσιο κεμαλικό κατεστημένο.
Με όλα αυτά, ο δρόμος της Τουρκίας για την Ευρώπη μέρα με την ημέρα κλείνει.
Η εξέλιξη αυτή δεν προσφέρεται για χαιρεκακία, ούτε για μισαλλοδοξία.
Φυσικά, είναι πρωτίστως ευθύνη των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων -και όχι της Ελλάδας- να εξηγήσουν το δημοκρατικό, δικαιοκρατικό και οικονομικό αδύνατον του πράγματος στους Τούρκους και να προτείνουν την πολυσυζητημένη «ειδική σχέση συνεργασίας».
Η οποία θα οριοθετεί αξιοπρεπώς τα πράγματα και κατά πάσα βεβαιότητα θα μπορεί να αποβεί περισσότερο επωφελής για την Τουρκία, που μπροστά της έχει να δώσει μια σκληρή και μακρά μάχη κατά του ακραίου Ισλάμ, που δυστυχώς καλπάζει.
Το πεδίο της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας συνδέθηκε πριν από λίγα χρόνια με τις ελληνοτουρκικές διαφορές (sic), με την εξαιρετικά επιτυχή, πλην βραχυπρόθεσμης χρήσης συμφωνία του Ελσίνκι.
Σήμερα, τα δύο πεδία, η τουρκική ένταξη και τα ελληνοτουρκικά, εξαιτίας τυχοδιωκτικών κινήσεων της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, έχουν αποσυνδεθεί και η Ελλάδα είναι πλέον αναγκασμένη να αντιμετωπίσει κατάματα τη σκληρή πραγματικότητα ενός γείτονα και συμμάχου με ακραία επιθετική και απειλητική για τα καίρια εθνικά κυριαρχικά -και όχι μόνο- συμφέροντά της.
Δυστυχώς, εν μέσω αυτού του σκηνικού, η Ελλάδα, επί των φλεγόντων διμερών ζητημάτων δεν έχει καμία απολύτως πολιτική, πέραν των τηλεφωνημάτων συγνώμης και αποκλιμάκωσης που κάνουν στους Τούρκους οι Έλληνες υπουργοί, ακόμη και όταν οι Τούρκοι ευθύνονται για ακραία γεγονότα, όπως η πρόσφατη σύγκρουση (ή κατάρριψη;) των δύο μαχητικών έξω από την Κάρπαθο.
Παρακολουθεί την κλιμάκωση των απαιτήσεων της Τουρκίας, χωρίς κανένα σχέδιο αντίκρουσής των στο διεθνές και το διμερές πεδίο.
Και πολύ χειρότερα, καμία πολιτική δύναμη μέχρι σήμερα δεν τολμά να προτείνει να προ(σ)καλέσουμε τους Τούρκους σε διμερή και πιθανόν διεθνή διάλογο, με γενναιοψυχία και ευφάνταστο σχέδιο.
Το οποίο δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινά από τρεις αυτονόητες απαιτήσεις της Ελλάδας προς την Τουρκία, που αντιστοιχούν και στα τρία βασικά προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες, στο πλαίσιο της εφαρμογής του υφιστάμενου διεθνούς δικαίου, θεσμικού και εθιμικού,.
Η αφετηρία για τα ζητήματα αυτά θα μπορούσε να είναι το 1952, έτος κατά το οποίο Ελλάδα και Τουρκία εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ και υποτίθεται ότι έκτοτε είναι σύμμαχοι.
Η αποφυγή ανακίνησης προγενέστερων ζητημάτων σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο στρατηγικής για την εξωτερική μας πολιτική, καθώς για παράδειγμα, η εθνοκάθαρση των Ποντίων -πιθανώς και γενοκτονία, μένει να αποφανθεί η ιστορία-, θα μπορούσε να προκαλέσει από την πλευρά των Τούρκων ζητήματα όπως οι Τουρκοκρητικοί κ.ο.κ.
Ποιες είναι αυτές οι απαιτήσεις;
Πρώτον, όλα τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα δεινά, τις καταστροφές και τις απώλειες που υπέστη ο ελληνισμός της Τουρκίας από το 1955 και μετά.
Δηλαδή, την επιστροφή των Κωνσταντινουπολιτών, Ιμβρίων και Τενεδίων που εκδιώχθηκαν τότε βιαίως -και των απογόνων τους- στα πάτρια εδάφη τους, την επιστροφή των περιουσιών που τους υφάρπαξαν, την έντοκη αποζημίωση για τις αστικές ζημίες που υπέστησαν, την απόδοση πλήρων δικαιωμάτων Τούρκων πολιτών (π.χ. εκλέγειν και εκλέγεσθαι σε όλες τις πολιτειακές βαθμίδες, π.χ. τοπική αυτοδιοίκηση, εκλογή στη βουλή με ειδική ρήτρα (άλλωστε στην Ελλάδα κάνουμε το ανάλογο χωρίς καμία υποχρέωση), το άνοιγμα ελληνικών μειονοτικών σχολείων για τους σχεδόν 350,000 έχοντες το δικαίωμα να παλιννοστήσουν, την επαναλειτουργία των εκκλησιών στις ελληνικές κοινότητες που θα επανασυσταθούν, μεταξύ αυτών και της Αγίας Σοφίας κ.ο.κ.
Δεύτερον, όλα τα ζητήματα που έχουν να κάνουν όχι μόνο με την αποκατάσταση του οικουμενικού πατριαρχείου ως προς τα δικαιώματα που είχε στο παρελθόν (άνοιγμα της σχολής της Χάλκης, επιστροφή ιδιοκτησιών που διέθετε κ.ο.κ), αλλά και το αίτημα για τη μετεξέλιξη του πατριαρχείου σε ένα Βατικανό της ορθοδοξίας.
Τρίτον, για την Κύπρο -στο βαθμό φυσικά που συμφωνούν και οι Κύπριοι- όλα τα ζητήματα που αφορούν στην αποκατάσταση των προσφύγων, όπως η αποζημίωση των οικογενειών των αγνοουμένων και των πεσόντων Ελλήνων και Ελληνοκυπρίων στις μάχες, οι έντοκες αποζημιώσεις για τις αστικές ζημίες που υπέστησαν οι πρόσφυγες, η επιστροφή των περιουσιών στους Ελληνοκύπριους, η αποκατάσταση ελληνικών μνημείων και εκκλησιών κοκ).
Εφ’ όσον η ελληνική πλευρά θέσει τα ζητήματα αυτά, και το σημαντικότερο, καταφέρει να κάνει διεθνώς κατανοητή τις θέσεις της, τότε θαυμάσια και χωρίς καμία προκατάληψη, θα μπορούσε να γίνει ένας μεγάλος σε εύρος, γενναίος διμερής απευθείας ή έστω με κάποιο διαμεσολαβητή του ΟΗΕ διάλογος για τις τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο.
Εκκινώντας από μια κόκκινη γραμμή, που είναι η παγίωση του υφιστάμενου εθνικού εναέριου χώρου και προχωρώντας στην κίνηση καλής θέλησης μονομερούς δέσμευσης να περιορισθεί η αιγιαλίτιδα ζώνη στα έξι ναυτικά μίλια -συμπεριλαμβανομένων των βραχονησίδων- και πιθανώς καταλήγοντας στην παραχώρηση τμήματος του FIR Αθηνών στην ευθύνη των Τούρκων ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας -άλλωστε το FIR Κωνσταντινούπολης δεν είναι λιγότερο ασφαλές από το ελληνικό- και στην απόδοση στους Τούρκους ζωνών διάσωσης στα διεθνή ύδατα, αλλά ακόμη και φθάνοντας στην υπερβατική πρόταση για συνεκμετάλλευση των πιθανών ενεργειακών κοιτασμάτων στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου -αν και στην εποχή της κλιματικής αλλαγής είναι προτιμότερο να αφήσουμε το πετρέλαιο στα έγκατα της γης- ακόμη και αν αυτά αποτελούν τμήμα της ζώνης αποκλειστικής οικονομικής εκμετάλλευσης της Ελλάδας.
Θα μπορούσαν να προστεθούν και πολλά άλλα στα προς διαπραγμάτευση, ακόμη και μια γενναία πλην έντιμη διχοτόμηση της Κύπρου, γιατί όχι και η πιθανότητα πώλησης σε εύλογο τίμημα κάποιων ακατοίκητων και χωρίς καμία ιστορική αξία για την Ελλάδα παραμεθόριων βραχονησίδων στην Τουρκία.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι η ανάπτυξη μιας ανάλογης στρατηγικής θα αποσταθεροποιούσε πλήρως τη μέχρι σήμερα ασκούμενη τουρκική εξωτερική πολιτική, θα έδινε στην Ελλάδα το διεθνές πλεονέκτημα διαμόρφωσης της ατζέντας και μια αφάνταστη ευχέρεια άσκησης πολιτικής. Ειλικρινούς και όχι εκ του πονηρού.
Επειδή, παρά τα φαινόμενα, η ειρηνική συνύπαρξη των δύο κρατών είναι κάτι παραπάνω από εφικτή: ρεαλιστική.
----
Ο Γιάννης Σακιώτης είναι Δρ. πολιτικός επιστήμων, περιβαλλοντολόγος, διευθυντής του περιοδικού «Νέα Πολιτική»