Πρώτη φορά η Αριστερά…
Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-05-15
Για τους αριστερούς όμως ήταν και κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό: η επανόρθωση μιας πελώριας και ιστορικής αδικίας. Διότι οι αντίπαλοι της Αριστεράς δεν της επέτρεψαν με χίλιους δυο τρόπους να κερδίσει την υποστήριξη του λαού, όπως ισχύει σε κάθε δημοκρατική χώρα. Και την υποστήριξη αυτή οι αριστεροί πίστευαν ειλικρινά ότι θα την είχαν αν ο λαός μπορούσε να εκφραστεί και να διαλέξει ελεύθερα. Και τον Γενάρη του ’15 η ανάγνωσή τους επιβεβαιώθηκε. Ο λαός επέλεξε ελεύθερα και σωστά. Η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν όντως μια βαθιά τομή, ένα γεγονός πρωτόγνωρο.
Σ’ αυτό αργότερα ήρθε να προστεθεί κι ένα άλλο, εξίσου πρωτόγνωρο γεγονός, το οποίο όμως δεν σχολιάστηκε: για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια κυβέρνηση της Αριστεράς αποδοκιμάστηκε από τον λαό σε αδιάβλητες εκλογές. Δεν ηττήθηκε στην άνιση μάχη με τους στρατιώτες του Σκόμπι, κανείς δεν την εμπόδισε να περάσει τα μηνύματά της, οι ψήφοι καταμετρήθηκαν σωστά. Και παρ’ όλα αυτά, ο κυρίαρχος λαός έκρινε ότι απέτυχε ως κυβέρνηση κι έστειλε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Μαξίμου.
Θα μου πείτε ότι αυτό συμβαίνει πάντα σε χώρες όπου ανθεί ο δικομματισμός. Μια φορά κερδίζεις, μετά χάνεις, και την επόμενη ή τη μεθεπόμενη ξανακερδίζεις. Θα συμφωνήσω. Αλλά η ανάγνωση που προτείνει η Αριστερά διαφέρει. Το βασικό και πάγιο επιχείρημά της είναι ότι ακόμα και σήμερα ο λαός, αν δεν φιμωθεί ή διαστρεβλωθεί η βούλησή του από τους κακούς, θα την υποστηρίξει. Στον κόσμο όπως τον φαντάζεται η Αριστερά, αυτό οφείλει να κάνει ο λαός, αυτός είναι ο ρόλος του. Δεν θα ξεχάσω τις πρώτες ημέρες μετά την ήττα στις ευρωεκλογές, όταν το κυρίαρχο αίσθημα στις τάξεις των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η έκπληξη. Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, δεν το χώραγε το μυαλό τους ότι μετά από τέσσερα και μισό χρόνια αριστερής κυβέρνησης θα κέρδιζε και με τόσο μεγάλη διαφορά η Νέα Δημοκρατία.
Η ίδια στάση εξακολουθεί να ισχύει και καθορίζει το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ ασκεί κριτική ως αντιπολίτευση. Από τη μια εστιάζει την προσοχή του στα πραγματικά ή φουσκωμένα λάθη της κυβέρνησης –εδώ διαλέγετε και παίρνετε– αλλά ταυτόχρονα καλλιεργεί την αίσθηση ότι ξανά οι κακοί προσπαθούν να της φράξουν τον δρόμο. Ο εν λόγω συνδυασμός υποτίθεται ότι θα αναζωπυρώσει το πνεύμα της αντίστασης που πριν από μερικά χρόνια γέμιζε τις πλατείες.
Το αν η συνταγή θα αποδειχθεί τελικά επιτυχημένη δεν το γνωρίζω. Είμαι σίγουρος όμως ότι εξυπηρετεί κι έναν άλλο, ανομολόγητο ή ανεπίγνωστο σκοπό: να αποφευχθεί οποιαδήποτε ουσιαστική και σε βάθος συζήτηση μέσα στην Αριστερά για το τι πήγε στραβά, δηλαδή γιατί ο λαός προτίμησε, και σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις εξακολουθεί να προτιμά, τη Νέα Δημοκρατία. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, το περιβόητο «είχαμε αυταπάτες» που εκστόμισε ο Αλέξης Τσίπρας ήταν μια υπεκφυγή, μια αποτυχημένη προσπάθεια να κλείσει το θέμα.
Φυσικά, το έργο της αντιπολίτευσης είναι να αντιπολιτεύεται, και εξίσου φυσικά τα κόμματα δεν διακηρύσσουν τα δικά τους λάθη αλλά τα λάθη των απέναντι. Υπάρχει όμως ένα κλίμα, μια ατμόσφαιρα που εύκολα την πιάνεις όταν μιλάς με τους αριστερούς του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι δεν διερωτώνται γιατί το πάθαμε αλλά πώς ήταν δυνατό να το πάθουμε εφόσον ο λαός είναι από χέρι δικός μας. Η έκπληξη παραμένει, το βάρος της ήττας δεν μειώνεται, και το αίτημα να πέσει η Νέα Δημοκρατία αποτελεί όχι το πρώτο αλλά το μόνο ζητούμενο. Οταν ταυτίζεις τη Ν.Δ. με την Ακροδεξιά, τα παιδιά του Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη ξεσπαθώνουν και ορμούν, δεν το συζητούν μεταξύ τους.
Κατά τα φαινόμενα έτσι θα πορευτούμε μέχρι τις επόμενες εκλογές, όποτε γίνουν. Που σημαίνει ότι για άλλη μια φορά η Αριστερά, η οποία υποτίθεται ότι ενσαρκώνει τον κριτικό αναστοχασμό, θα βρει μια δικαιολογία να επιλέξει τη μαχητική εξωστρέφεια. Δεν μου αρέσει να παριστάνω τον ψυχολόγο, αλλά μου φαίνεται ότι πρόκειται για κλασική περίπτωση απώθησης ενός επώδυνου τραύματος που σίγουρα δεν το γιατρεύει.