Διορισμός ή δημόσια προκήρυξη διευθυντών; Ενα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω
Μυρσίνη Ζορμπά, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-10-19
Μετά τον διασυρμό με αφορμή την υπόθεση Λιγνάδη, δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε να υπάρξει ένα νέο πλήγμα που θα αφήσει σκιές.
Ο αναχρονισμός της διατήρησης των διορισμών στις διευθυντικές θέσεις των πολιτιστικών οργανισμών αποτέλεσε, τον Αύγουστο του 2019, λίγες μέρες μετά τις εκλογές, μια εξαιρετικά δυσάρεστη αναβίωση, καθώς συμπεριλήφθηκε στις άμεσες πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης.
Οι διορισμοί είχαν πάρει οριστικό τέλος με την πολιτική απόφαση για τη δημόσια προκήρυξη των θέσεων, ήδη, τον Νοέμβριο του 2018, και τη δρομολόγηση διαδικασιών στο ΕΜΣΤ και, στη συνέχεια, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, στο Φεστιβάλ Αθηνών και στο Εθνικό Θέατρο.
Η ανάκληση των δημόσιων προκηρύξεων που βρίσκονταν σε εξέλιξη, η ακύρωση της επιλογής διευθυντή στο ΜΜΘ που είχε ολοκληρωθεί, αλλά και η ανατρεπτική ψήφιση διάταξης με την οποία καταργούνταν όλοι οι διαγωνισμοί και επανερχόταν η αποκλειστική ευθύνη της επιλογής προσώπων στον υπουργό Πολιτισμού, ήταν οι πολιτικές αποφάσεις που έλαβε το Επιτελικό Κράτος και η ηγεσία του υπουργείου.
Ακολούθησε, όπως ήταν φυσικό, αντιπαράθεση σε ιδεολογικό επίπεδο αναφορικά με τη σημασία των προκηρύξεων, την εγγύηση αξιοκρατίας που εξασφαλίζουν, την ανάγκη οράματος και ανανέωσης των οργανισμών, την εξωστρέφεια, την αντικειμενικότητα και τη διαφάνεια των διαδικασιών.
Προσωπικά, είχα επισημάνει τότε, πιο συγκεκριμένα, ότι «η ανάκληση (της προκήρυξης για το Εθνικό Θέατρο) από την κυρία υπουργό έγινε εξαιτίας της δυσανεξίας προς τις προκηρύξεις και την αξιοκρατία και της ευαρέσκειας προς τους διορισμούς και τις επιλογές ημετέρων, όπως ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου», που δεν ήταν άλλος από τον Δημήτρη Λιγνάδη. Εκ μέρους του υπουργείου και μετά τον θόρυβο που δημιουργήθηκε, υπήρξε, εν μέσω υπεκφυγών και σοφιστειών, μια αόριστη υπόσχεση περί καλών πρακτικών και προκηρύξεων στο… μέλλον.
Αλλά ενάμιση χρόνο μετά, το σκάνδαλο Λιγνάδη και όσα ακολούθησαν τον όλο χειρισμό του προσγείωσαν ανώμαλα την πολιτική ηγεσία στη νέα αμείλικτη πραγματικότητα και οδήγησαν εσπευσμένα σε αλλαγή πλεύσης, με σωσίβιο τις προκηρύξεις των θέσεων, προκειμένου να αποσοβηθεί η γενικευμένη πια από τον καλλιτεχνικό κόσμο κατακραυγή.
Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί δημόσια από πολλές πλευρές, είναι σημαντικό να υποστηρίζεται ένα νέο βήμα με όλες τις προϋποθέσεις που θεμελιώνουν, το καθιστούν αξιόπιστο, οικοδομούν το κύρος του με σαφή κριτήρια και, κυρίως, διαφάνεια, χωρίς ψιθύρους, παρασκηνιακά μυστικά και αυθαιρεσίες.
Τηρήθηκαν τα παραπάνω στην περίπτωση της επιλογής του νέου διευθυντή του Εθνικού; Φαίνεται πως όχι, αν κρίνουμε από παλιότερες κριτικές που ασκήθηκαν αλλά και από τις επιστολές των κυριών Ρένης Πιττακή και Ξένιας Καλογεροπούλου, που δημοσίευσε το Βήμα της Κυριακής, έπειτα από ψιθύρους που είχαν δει το φως σχετικά με «ομόφωνη απόφαση της Επιτροπής» που αφορούσε άλλους υποψηφίους.
Κατά συνέπεια, μπορεί να θεωρηθεί αληθής η επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου που ανακοίνωσε ότι «αναδείχθηκε νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, σε συνέχεια της ανοιχτής διαδικασίας εκδήλωσης ενδιαφέροντος και κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης και Επιλογής»; Είναι αληθές ότι «η πολιτική ηγεσία έκανε δεκτή την εισήγηση, την αξιολόγηση και την κατάταξη της Επιτροπής» και ότι αυτή «υλοποιείται με τρόπο υποδειγματικό»; Σε καμία περίπτωση, αφού άλλους υποψήφιους προέκρινε η Επιτροπή και άλλος διορίστηκε τελικά.
Μπορεί να θεωρηθεί αληθής η ξεχωριστή δήλωση του υφυπουργού, ότι «με την επιτυχή έκβαση της ανάδειξης του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για πρώτη φορά, μέσα από μία ανοιχτή διαδικασία, ξεκινά μία νέα εποχή διαφάνειας και λογοδοσίας στις κρατικές θεατρικές σκηνές, καθώς η ίδια διαδικασία θα ακολουθηθεί σύντομα και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος»; Ποιος θα το δεχόταν, όταν η απόκρυψη είναι πασιφανής;
Τα ερωτήματα είναι σαφή και αφορούν τον τρόπο που η πολιτική ηγεσία κατόρθωσε να μετατρέψει την ανοιχτή διαδικασία σε κλειστή, να αφήσει χώρο σε ψιθύρους, να προκαλέσει ανήκεστο βλάβη στη διαφάνεια, που αποτελεί αναγκαίο όρο των δημόσιων προκηρύξεων. Ακόμη και τώρα, απαιτείται να υπάρξουν:
● Δημοσίευση και όχι απόκρυψη και διαρροή, όπως συνέβη, του καταλόγου των ονομάτων των υποψηφίων.
● Δημοσίευση πρακτικού της Επιτροπής με τη βαρύτητα των κριτηρίων που έλαβε υπόψη της, το αιτιολογημένο σκεπτικό της απόφασης, την πληρότητα των τυπικών προσόντων, τις διαφοροποιήσεις του οράματος των υποψηφίων κ.λπ.
● Δημοσίευση της κατάταξης των υποψηφίων.
● Προτάσεις της Επιτροπής για την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, που θα θέσει τυχόν σε διαβούλευση το υπουργείο.
Τα παραπάνω είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου, έστω και εκ των υστέρων, να αποκατασταθεί η διαφάνεια που το υπουργείο δεν φρόντισε να διαφυλάξει, αποκρύπτοντας όσα τώρα βλέπουν το φως. Αν προχώρησε στην προκήρυξη με μισή καρδιά και εκόν άκον, δεν έχει το δικαίωμα και να την υπονομεύει με επίσημες ανακοινώσεις που λένε μόνο τη μισή αλήθεια.
Μετά τον διασυρμό με αφορμή την υπόθεση Λιγνάδη, δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε να υπάρξει ένα νέο πλήγμα που θα αφήσει σκιές. Οι δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί χρειάζονται αναβάθμιση και συστατική ανανέωση, τον ενθουσιασμό της συλλογικότητας, της διαφορετικότητας, του διαλόγου για να μπουν στη νέα εποχή, όπως πολύ σωστά επισημαίνουν οι κυρίες Πιττακή και Καλογεροπούλου. Το όραμα θέλει ακεραιότητα και ανεξαρτησία για να τραφεί και σ’ αυτό έχουμε όλοι υποχρέωση και ευθύνη ως πολίτες, αλλά πρώτο το υπουργείο.