Διαχείριση της μετάβασης
Γιώργος Καπόπουλος, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Δημοσιευμένο: 2021-12-11
Η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, το αρχαιότερο κεντροαριστερό κόμμα στην Ευρώπη, επανέκαμψε την Τετάρτη στην καγκελαρία ύστερα από δεκαέξι χρόνια απουσίας.
Πριν από μερικούς μήνες το ιστορικό SPD φαινόταν να έχει κλείσει τον κύκλο του ως μεγάλο κόμμα καθώς οι δημοσκοπήσεις το κατέτασσαν στην τρίτη θέση μετά τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινους.
Σήμερα υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής που συνδέει την ορκωμοσία Σολτς με την είσοδο των Σοσιαλδημοκρατών στην καγκελαρία το 1918-19 με τους Εμπερτ και Σάιντεμαν, το 1969 με τον Μπραντ και μετά το 1974 με τον Σμιτ, και τέλος το 1998 με τον Σρέντερ.
Κάθε φορά που η Γερμανία έπρεπε να υλοποιήσει μια δύσκολη μετάβαση ή ακόμη περισσότερο μια οδυνηρή προσαρμογή, οι Σοσιαλδημοκράτες πρόβαλλαν ως οι πλέον κατάλληλοι διαχειριστές της αλλαγής ή και της ανατροπής.
Το 1918 οι Σοσιαλδημοκράτες Εμπερτ και Σάιντεμαν ανέλαβαν την εξουσία και επέβαλαν τη σταθεροποίηση της ηττημένης στον πόλεμο χώρας με κάθε μέσον και κόστος.
Ο υπουργός Εσωτερικών Νόσκε έπνιξε στο αίμα την επανάσταση των Σπαρτακιστών που είχαν δημιουργήσει σοβιέτ σε όλη τη χώρα.
Την ίδια στιγμή ο καγκελάριος Σάιντεμαν υπέγραφε τους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλιών που επιδίκαζαν δυσθεώρητες, υπέρ της Γαλλίας κυρίως, αποζημιώσεις αλλά και υποχρέωναν το Βερολίνο σε σημαντικές εδαφικές απώλειες.
Οταν ο Μπραντ ήλθε στην εξουσία το 1969, η Δυτική Γερμανία ήταν το πιο προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης απέναντι στην ΕΣΣΔ και τους δορυφόρους της, με τη Βόνη εγκλωβισμένη στην άρνηση οποιασδήποτε σχέσης με την Ανατολική Γερμανία.
Μέσα σε τρία χρόνια ο Μπραντ αποκατέστησε μια ειδική σχέση με την ΕΣΣΔ, η οποία με τη σειρά της επέτρεψε την εξομάλυνση των σχέσεων της Βόνης με το Ανατολικό Βερολίνο.
Επιπλέον ο Μπραντ αναγνώρισε την οριστική απώλεια των ανατολικά των ποταμών Οντερ-Νάισε εδαφών που αποτελούσαν το εν τρίτον της έκτασης της χώρας στα σύνορα του 1937, με πληθυσμό 10 εκατομμύρια κατοίκους που απελάθηκαν μαζικά το 1945.
Οταν ο Σρέντερ διαδέχθηκε τον Κολ τον Νοέμβριο του 1998, πρώτον, είχε πριν από την ορκωμοσία του δεχθεί να ανακληθεί η διαλυθείσα προ των εκλογών Μπούντεσταγκ για να εγκρίνει τη συμμετοχή της Γερμανίας σε πολεμικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Στη συνέχεια, αφού εξανάγκασε ύστερα από λίγους μήνες σε παραίτηση τον ηγέτη του SPD και υπουργό Οικονομικών Λαφοντέν, προχώρησε στην προώθηση ενός οδυνηρού κόστους πακέτου μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών με την ονομασία Ατζέντα 2010 οι οποίες στόχευαν στη μείωση του κόστους της κοινωνικής ασφάλειας και των συνταξιοδοτικών ταμείων αλλά και στην ελαστικοποίηση της εργασίας. Με άλλα λόγια ό,τι δεν τόλμησε η κοινωνική Κεντροδεξιά του Κολ το υλοποίησε ένα κόμμα που στο καταστατικό του αυτοπροσδιορίζεται ως κόμμα της εργατικής τάξης.
Σήμερα, τριάντα και πλέον χρόνια μετά την πτώση του Τείχους και την ενοποίηση της χώρας, είκοσι και πλέον χρόνια μετά την ίδρυση της ευρωζώνης αλλά και δέκα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης της ευρωζώνης, η Γερμανία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο ευρωπαϊκό σταυροδρόμι.
Ή θα συνεχίσει την τακτική της Μέρκελ να κλοτσάει το τενεκεδάκι ή να πετάει τη σκόνη κάτω από το χαλί με κίνδυνο την αποδόμηση των μέχρι τώρα κεκτημένων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή θα επιλέξει την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με βήματα που θα σημαίνουν τη μη αντιστρέψιμη απώλεια της εθνικής κυριαρχίας.
Για ακόμη μία φορά μια υπαρξιακής σημασίας μετάβαση θα επιχειρηθεί να υλοποιηθεί με Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο.
Πριν από μερικούς μήνες το ιστορικό SPD φαινόταν να έχει κλείσει τον κύκλο του ως μεγάλο κόμμα καθώς οι δημοσκοπήσεις το κατέτασσαν στην τρίτη θέση μετά τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινους.
Σήμερα υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής που συνδέει την ορκωμοσία Σολτς με την είσοδο των Σοσιαλδημοκρατών στην καγκελαρία το 1918-19 με τους Εμπερτ και Σάιντεμαν, το 1969 με τον Μπραντ και μετά το 1974 με τον Σμιτ, και τέλος το 1998 με τον Σρέντερ.
Κάθε φορά που η Γερμανία έπρεπε να υλοποιήσει μια δύσκολη μετάβαση ή ακόμη περισσότερο μια οδυνηρή προσαρμογή, οι Σοσιαλδημοκράτες πρόβαλλαν ως οι πλέον κατάλληλοι διαχειριστές της αλλαγής ή και της ανατροπής.
Το 1918 οι Σοσιαλδημοκράτες Εμπερτ και Σάιντεμαν ανέλαβαν την εξουσία και επέβαλαν τη σταθεροποίηση της ηττημένης στον πόλεμο χώρας με κάθε μέσον και κόστος.
Ο υπουργός Εσωτερικών Νόσκε έπνιξε στο αίμα την επανάσταση των Σπαρτακιστών που είχαν δημιουργήσει σοβιέτ σε όλη τη χώρα.
Την ίδια στιγμή ο καγκελάριος Σάιντεμαν υπέγραφε τους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλιών που επιδίκαζαν δυσθεώρητες, υπέρ της Γαλλίας κυρίως, αποζημιώσεις αλλά και υποχρέωναν το Βερολίνο σε σημαντικές εδαφικές απώλειες.
Οταν ο Μπραντ ήλθε στην εξουσία το 1969, η Δυτική Γερμανία ήταν το πιο προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης απέναντι στην ΕΣΣΔ και τους δορυφόρους της, με τη Βόνη εγκλωβισμένη στην άρνηση οποιασδήποτε σχέσης με την Ανατολική Γερμανία.
Μέσα σε τρία χρόνια ο Μπραντ αποκατέστησε μια ειδική σχέση με την ΕΣΣΔ, η οποία με τη σειρά της επέτρεψε την εξομάλυνση των σχέσεων της Βόνης με το Ανατολικό Βερολίνο.
Επιπλέον ο Μπραντ αναγνώρισε την οριστική απώλεια των ανατολικά των ποταμών Οντερ-Νάισε εδαφών που αποτελούσαν το εν τρίτον της έκτασης της χώρας στα σύνορα του 1937, με πληθυσμό 10 εκατομμύρια κατοίκους που απελάθηκαν μαζικά το 1945.
Οταν ο Σρέντερ διαδέχθηκε τον Κολ τον Νοέμβριο του 1998, πρώτον, είχε πριν από την ορκωμοσία του δεχθεί να ανακληθεί η διαλυθείσα προ των εκλογών Μπούντεσταγκ για να εγκρίνει τη συμμετοχή της Γερμανίας σε πολεμικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Στη συνέχεια, αφού εξανάγκασε ύστερα από λίγους μήνες σε παραίτηση τον ηγέτη του SPD και υπουργό Οικονομικών Λαφοντέν, προχώρησε στην προώθηση ενός οδυνηρού κόστους πακέτου μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών με την ονομασία Ατζέντα 2010 οι οποίες στόχευαν στη μείωση του κόστους της κοινωνικής ασφάλειας και των συνταξιοδοτικών ταμείων αλλά και στην ελαστικοποίηση της εργασίας. Με άλλα λόγια ό,τι δεν τόλμησε η κοινωνική Κεντροδεξιά του Κολ το υλοποίησε ένα κόμμα που στο καταστατικό του αυτοπροσδιορίζεται ως κόμμα της εργατικής τάξης.
Σήμερα, τριάντα και πλέον χρόνια μετά την πτώση του Τείχους και την ενοποίηση της χώρας, είκοσι και πλέον χρόνια μετά την ίδρυση της ευρωζώνης αλλά και δέκα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης της ευρωζώνης, η Γερμανία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο ευρωπαϊκό σταυροδρόμι.
Ή θα συνεχίσει την τακτική της Μέρκελ να κλοτσάει το τενεκεδάκι ή να πετάει τη σκόνη κάτω από το χαλί με κίνδυνο την αποδόμηση των μέχρι τώρα κεκτημένων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή θα επιλέξει την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με βήματα που θα σημαίνουν τη μη αντιστρέψιμη απώλεια της εθνικής κυριαρχίας.
Για ακόμη μία φορά μια υπαρξιακής σημασίας μετάβαση θα επιχειρηθεί να υλοποιηθεί με Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο.