Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας "πλήρους" συμφωνίας...
Χριστίνα Πουλίδου, Κυριακάτικη Αυγή, Δημοσιευμένο: 2006-07-09
Προ 15ετίας, η ελληνική εξωτερική πολιτική καταδυναστεύθηκε από το Δ’ Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο, το οποίο προέβλεπε την οικονομική ενίσχυση της Τουρκίας και το οποίο η Ελλάδα μπλόκαρε ανυπερθέτως. Διότι κατά τα νάματα της εθνικής πολιτικής, άπαξ και προβάλλεις βέτο, υποχρεούσαι να το συντηρείς για πάντα. Από την ομηρεία αυτή απέδρασε η ελληνική εξωτερική πολιτική με το σχέδιο Ζιπέ - Κρανιδιώτη και την προκαταρκτική πορεία προς τη συμφωνία του Ελσίνκι. Η Ελλάδα κέρδισε, τότε, την αποσύνδεση της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου από την εκκρεμότητα του Κυπριακού. Το κέρδος ήταν σημαντικό, αλλά ήρθε μετά παρέλευση 15ετίας, στη διάρκεια της οποίας είχαν γίνει γενναίες προσφορές στην Ελλάδα για να υπαναχωρήσει και σιγά - σιγά το ειδικό βάρος του βέτο έφθινε -ωσότου το αντάλλαγμά του εντάχθηκε στο πλαίσιο μιας συνολικής αναθεώρησης της εθνικής στρατηγικής και απέκτησε αντίκρισμα.
Η ιστορική αυτή αναδρομή γίνεται καθώς σε μιαν ανάλογη γραμμή πλεύσης εισέρχεται στις μέρες μας η κυπριακή κυβέρνηση, η οποία θέτει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην προκρούστεια κλίνη του Πρωτοκόλλου. Με άλλα λόγια, η Λευκωσία σαφέστατα υποδηλώνει ότι θα αντιταχθεί στην πρόοδο της ευρωτουρκικής πορείας, εφόσον η Άγκυρα δεν εφαρμόζει το Πρωτόκολλο -με άλλα λόγια δεν ανοίγει την Τελωνειακή Ένωση στα ελληνοκυπριακά πλοία και αεροσκάφη. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να παγιδεύσει την κυπριακή πολιτική σε μια μακρά πορεία αδιαλλαξίας, στη διάρκεια της οποίας η Τουρκία θα βρίσκεται εκτός της ευρωπαϊκής επιτήρησης, ενώ το ψευδοκράτος θα ανοικοδομείται, θα ανασυγκροτείται και θα αναβαθμίζεται. Αυτό είναι το ζητούμενο της Λευκωσίας; Και η Ελλάδα άραγε παθούσα (και μαθούσα;) θα διολισθήσει σ’ αυτή την επιλογή;
Το ερώτημα αυτό θα έπρεπε -υπό Κ.Σ. (Κανονικές Συνθήκες)- να βρεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης που θα έχουν στις 10 Ιουλίου στο Μέγαρο Μαξίμου οι αντιπροσωπείες της Ελλάδας (υπό τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή) και της Κύπρου (υπό τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο). Όμως δεν θα τεθεί -αφενός διότι τα πράγματα έχουν πάρει τον δρόμο τους και αφετέρου διότι εκατέρωθεν υπάρχει η επίγνωση ότι η κάθε πλευρά έχει διαφορετικό οπτικό πρίσμα στην αξιολόγηση της στάσης της. Οι δύο κυβερνήσεις πλέον γνωρίζουν ότι έχουν διαφορετικές εθνικές προτεραιότητες και άρα διαφορετικές στρατηγικές στοχεύσεις. Οι επίσημες δηλώσεις περί "κοινής στρατηγικής" δίνουν μια παραποιημένη εικόνα της πραγματικότητας -για την ακρίβεια, πράγματι από κοινού δηλώνεται προσήλωση στην ανάγκη λύσης του Κυπριακού, όπως ακριβώς όλες οι κυβερνήσεις δεσμεύονται υπέρ της ανάπτυξης και της ευημερίας των πολιτών τους και όλοι οι άνθρωποι πασχίζουν να είναι υγιείς, πλούσιοι κι ευτυχείς...
Διαφορετικό το οπτικό πρίσμα
Η κυπριακή κυβέρνηση, ήδη από το συμβούλιο υπουργών του Λουξεμβούργου στις αρχές Ιουνίου, έκανε σαφές ότι θα παρεμποδίζει με κάθε τρόπο την ευρωτουρκική πορεία εφόσον η Άγκυρα δεν εφαρμόζει το Πρωτόκολλο -ακόμη και μόνη στο πλαίσιο της Ε.Ε. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα η Λευκωσία συνάρτησε τη συγκατάθεσή της στο κλείσιμο του κεφαλαίου για την "έρευνα και την τεχνολογία" από τη διάθεση της υποψήφιας χώρας να εκπληρώσει τη συμβατική της υποχρέωση στο Πρωτόκολλο. Οι λοιποί εταίροι έκριναν ότι η κυπριακή ένσταση ήταν άσχετη με το υπό κρίση θέμα και η Ελλάδα άφησε τη Λευκωσία να διαχειριστεί την επιλογή της χωρίς να εμπλακεί ενεργά στη συζήτηση.
Η απόκλιση αντιλήψεων των δύο κυβερνήσεων είναι επομένως σαφής. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι μείζων επιλογή του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να κινείται εντός των συσχετισμών της Ε.Ε., προκειμένου να είναι σε θέση να διαχειριστεί και τα λοιπά συμφέροντα ("εθνικά" ή μη) της χώρας και το απέδειξε πέρσι -όταν έγκαιρα απέκλεισε το ενδεχόμενο να προβάλει η Αθήνα βέτο στην έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας. Κατά την οπτική της ελληνικής κυβέρνησης, εξάλλου, η ηρεμία στο Αιγαίο (υπό το φως και του πρόσφατου θρήνου για τον χαμό του σμηναγού Κ. Ηλιάκη) είναι "εθνικό συμφέρον" και άρα οι ενδεχόμενες παρενέργειες μιας διακοπής ή αναστολής της ευρωτουρκικής πορείας είναι ένα σοβαρό θέμα που συνυπολογίζεται στη χάραξη της στρατηγικής της. Ως εκ τούτου, μολονότι υποστηρίζει διαρκώς και σαφώς ότι η Τουρκία οφείλει να εκπληρώσει τη συμβατική της δέσμευση και να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο, δεν είναι βέβαιο ότι είναι πρόθυμη να συμβάλει στην ανατροπή του ευρωτουρκικού πλαισίου εξαιτίας του Πρωτοκόλλου.
Το "θερμό φθινόπωρο"
Ειδικότερα, όταν στα τέλη Οκτωβρίου η Επιτροπή παρουσιάσει την έκθεσή της για τα ελλείμματα της υποψήφιας χώρας, πιθανολογείται ότι κατά παραπομπή στην "αντιδήλωση της Ε.Ε." (που υιοθετήθηκε πέρσι τον Σεπτέμβριο) -όπου η Ε.Ε. απευθυνόμενη στην Τουρκία σημειώνει πως "η αναγνώριση (της Κυπριακής Δημοκρατίας) από όλα τα κράτη - μέλη είναι συστατικό στοιχείο της ενταξιακής διαδικασίας" και υπογραμμίζει ότι "το συμβούλιο θα διασφαλίσει την εξέταση, το 2006, της προόδου που θα συντελεστεί"- μπορεί να προταθεί (ως κύρωση στην "έλλειψη προόδου") η αναστολή της ευρωτουρκικής πορείας.
Κατά τις ενδείξεις, σε μια τέτοια πρόταση έχουν διαμηνύσει πως δεν συγκατατίθενται οι Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία, Σουηδία, Ουγγαρία και ορισμένες από τις βαλτικές χώρες, ενώ σε μία γκρίζα περιοχή αμφιταλάντευσης κινείται και μια άλλη ομάδα χωρών. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα εξετάζει αν η δυναμική του τουρκοσκεπτικισμού που διατρέχει πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες θα βρει την πολιτική της απήχηση στις επιλογές των κυβερνήσεων και άρα αν η υφέρπουσα απειλή περί αναστολής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας θα λάβει την άγουσα μιας απόφασης. Η Ελλάδα εξετάζει ακόμη αν μια τέτοια εξέλιξη ευνοεί τα εθνικά της συμφέροντα στις διμερείς της σχέσεις, αλλά επίσης αν μια τέτοια εξέλιξη θα δώσει ώθηση (ή μήπως τελικά θα σφραγίσει) την όποια κινητικότητα επιδεικνύει η Τουρκία στην κατεύθυνση λύσης του Κυπριακού.
Στο θεμελιώδες λοιπόν θέμα Αθήνα και Λευκωσία βρίσκονται σε διαφορετικό σημείο εκκίνησης και άρα στο Μέγαρο Μαξίμου, πέραν της ανταλλαγής πληροφοριών και εκτιμήσεων επί της ευρωτουρκικής πορείας, θα συζητηθούν τα λοιπά θέματα -η προώθηση της πρότασης για τη συγκρότηση τεχνικών επιτροπών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, η αξιολόγηση της αποστολής Γκαμπάρι και η πιθανολόγηση του περιεχομένου της έκθεσής του προς τον γ.γ. του ΟΗΕ και τέλος η προοπτική απελευθέρωσης του Κανονισμού για το απευθείας εμπόριο Ε.Ε. - κατεχομένων με τους συνοδευτικούς όρους που ζητεί η Λευκωσία. Διότι, τελικά, πρέπει να επαναβεβαιωθεί ο χρησμός περί της "αρίστης συνεργασίας" και άρα συζητούμε αυτά στα οποία μπορεί να συμφωνούμε.
Η ιστορική αυτή αναδρομή γίνεται καθώς σε μιαν ανάλογη γραμμή πλεύσης εισέρχεται στις μέρες μας η κυπριακή κυβέρνηση, η οποία θέτει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην προκρούστεια κλίνη του Πρωτοκόλλου. Με άλλα λόγια, η Λευκωσία σαφέστατα υποδηλώνει ότι θα αντιταχθεί στην πρόοδο της ευρωτουρκικής πορείας, εφόσον η Άγκυρα δεν εφαρμόζει το Πρωτόκολλο -με άλλα λόγια δεν ανοίγει την Τελωνειακή Ένωση στα ελληνοκυπριακά πλοία και αεροσκάφη. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να παγιδεύσει την κυπριακή πολιτική σε μια μακρά πορεία αδιαλλαξίας, στη διάρκεια της οποίας η Τουρκία θα βρίσκεται εκτός της ευρωπαϊκής επιτήρησης, ενώ το ψευδοκράτος θα ανοικοδομείται, θα ανασυγκροτείται και θα αναβαθμίζεται. Αυτό είναι το ζητούμενο της Λευκωσίας; Και η Ελλάδα άραγε παθούσα (και μαθούσα;) θα διολισθήσει σ’ αυτή την επιλογή;
Το ερώτημα αυτό θα έπρεπε -υπό Κ.Σ. (Κανονικές Συνθήκες)- να βρεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης που θα έχουν στις 10 Ιουλίου στο Μέγαρο Μαξίμου οι αντιπροσωπείες της Ελλάδας (υπό τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή) και της Κύπρου (υπό τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο). Όμως δεν θα τεθεί -αφενός διότι τα πράγματα έχουν πάρει τον δρόμο τους και αφετέρου διότι εκατέρωθεν υπάρχει η επίγνωση ότι η κάθε πλευρά έχει διαφορετικό οπτικό πρίσμα στην αξιολόγηση της στάσης της. Οι δύο κυβερνήσεις πλέον γνωρίζουν ότι έχουν διαφορετικές εθνικές προτεραιότητες και άρα διαφορετικές στρατηγικές στοχεύσεις. Οι επίσημες δηλώσεις περί "κοινής στρατηγικής" δίνουν μια παραποιημένη εικόνα της πραγματικότητας -για την ακρίβεια, πράγματι από κοινού δηλώνεται προσήλωση στην ανάγκη λύσης του Κυπριακού, όπως ακριβώς όλες οι κυβερνήσεις δεσμεύονται υπέρ της ανάπτυξης και της ευημερίας των πολιτών τους και όλοι οι άνθρωποι πασχίζουν να είναι υγιείς, πλούσιοι κι ευτυχείς...
Διαφορετικό το οπτικό πρίσμα
Η κυπριακή κυβέρνηση, ήδη από το συμβούλιο υπουργών του Λουξεμβούργου στις αρχές Ιουνίου, έκανε σαφές ότι θα παρεμποδίζει με κάθε τρόπο την ευρωτουρκική πορεία εφόσον η Άγκυρα δεν εφαρμόζει το Πρωτόκολλο -ακόμη και μόνη στο πλαίσιο της Ε.Ε. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα η Λευκωσία συνάρτησε τη συγκατάθεσή της στο κλείσιμο του κεφαλαίου για την "έρευνα και την τεχνολογία" από τη διάθεση της υποψήφιας χώρας να εκπληρώσει τη συμβατική της υποχρέωση στο Πρωτόκολλο. Οι λοιποί εταίροι έκριναν ότι η κυπριακή ένσταση ήταν άσχετη με το υπό κρίση θέμα και η Ελλάδα άφησε τη Λευκωσία να διαχειριστεί την επιλογή της χωρίς να εμπλακεί ενεργά στη συζήτηση.
Η απόκλιση αντιλήψεων των δύο κυβερνήσεων είναι επομένως σαφής. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι μείζων επιλογή του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να κινείται εντός των συσχετισμών της Ε.Ε., προκειμένου να είναι σε θέση να διαχειριστεί και τα λοιπά συμφέροντα ("εθνικά" ή μη) της χώρας και το απέδειξε πέρσι -όταν έγκαιρα απέκλεισε το ενδεχόμενο να προβάλει η Αθήνα βέτο στην έναρξη της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας. Κατά την οπτική της ελληνικής κυβέρνησης, εξάλλου, η ηρεμία στο Αιγαίο (υπό το φως και του πρόσφατου θρήνου για τον χαμό του σμηναγού Κ. Ηλιάκη) είναι "εθνικό συμφέρον" και άρα οι ενδεχόμενες παρενέργειες μιας διακοπής ή αναστολής της ευρωτουρκικής πορείας είναι ένα σοβαρό θέμα που συνυπολογίζεται στη χάραξη της στρατηγικής της. Ως εκ τούτου, μολονότι υποστηρίζει διαρκώς και σαφώς ότι η Τουρκία οφείλει να εκπληρώσει τη συμβατική της δέσμευση και να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο, δεν είναι βέβαιο ότι είναι πρόθυμη να συμβάλει στην ανατροπή του ευρωτουρκικού πλαισίου εξαιτίας του Πρωτοκόλλου.
Το "θερμό φθινόπωρο"
Ειδικότερα, όταν στα τέλη Οκτωβρίου η Επιτροπή παρουσιάσει την έκθεσή της για τα ελλείμματα της υποψήφιας χώρας, πιθανολογείται ότι κατά παραπομπή στην "αντιδήλωση της Ε.Ε." (που υιοθετήθηκε πέρσι τον Σεπτέμβριο) -όπου η Ε.Ε. απευθυνόμενη στην Τουρκία σημειώνει πως "η αναγνώριση (της Κυπριακής Δημοκρατίας) από όλα τα κράτη - μέλη είναι συστατικό στοιχείο της ενταξιακής διαδικασίας" και υπογραμμίζει ότι "το συμβούλιο θα διασφαλίσει την εξέταση, το 2006, της προόδου που θα συντελεστεί"- μπορεί να προταθεί (ως κύρωση στην "έλλειψη προόδου") η αναστολή της ευρωτουρκικής πορείας.
Κατά τις ενδείξεις, σε μια τέτοια πρόταση έχουν διαμηνύσει πως δεν συγκατατίθενται οι Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία, Σουηδία, Ουγγαρία και ορισμένες από τις βαλτικές χώρες, ενώ σε μία γκρίζα περιοχή αμφιταλάντευσης κινείται και μια άλλη ομάδα χωρών. Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα εξετάζει αν η δυναμική του τουρκοσκεπτικισμού που διατρέχει πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες θα βρει την πολιτική της απήχηση στις επιλογές των κυβερνήσεων και άρα αν η υφέρπουσα απειλή περί αναστολής των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας θα λάβει την άγουσα μιας απόφασης. Η Ελλάδα εξετάζει ακόμη αν μια τέτοια εξέλιξη ευνοεί τα εθνικά της συμφέροντα στις διμερείς της σχέσεις, αλλά επίσης αν μια τέτοια εξέλιξη θα δώσει ώθηση (ή μήπως τελικά θα σφραγίσει) την όποια κινητικότητα επιδεικνύει η Τουρκία στην κατεύθυνση λύσης του Κυπριακού.
Στο θεμελιώδες λοιπόν θέμα Αθήνα και Λευκωσία βρίσκονται σε διαφορετικό σημείο εκκίνησης και άρα στο Μέγαρο Μαξίμου, πέραν της ανταλλαγής πληροφοριών και εκτιμήσεων επί της ευρωτουρκικής πορείας, θα συζητηθούν τα λοιπά θέματα -η προώθηση της πρότασης για τη συγκρότηση τεχνικών επιτροπών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, η αξιολόγηση της αποστολής Γκαμπάρι και η πιθανολόγηση του περιεχομένου της έκθεσής του προς τον γ.γ. του ΟΗΕ και τέλος η προοπτική απελευθέρωσης του Κανονισμού για το απευθείας εμπόριο Ε.Ε. - κατεχομένων με τους συνοδευτικούς όρους που ζητεί η Λευκωσία. Διότι, τελικά, πρέπει να επαναβεβαιωθεί ο χρησμός περί της "αρίστης συνεργασίας" και άρα συζητούμε αυτά στα οποία μπορεί να συμφωνούμε.