Ανεργία πτυχιούχων: Το ελληνικό «παράδοξο»
Η ΖΗΤΗΣΗ πτυχίων ποσοτικά ανεπαρκής, ενώ ποιοτικά ευτελίζεται
Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Ελευθεροτυπία, Δημοσιευμένο: 2006-07-24
Η ανεργία των νέων αποτελεί μείζον πρόβλημα για την κοινωνία. Τίποτα δεν δηλητηριάζει περισσότερο τη νέα γενιά και συνεπώς την κοινωνία ολόκληρη.
Συμφωνούμε όλοι στις διαπιστώσεις, αλλά αποκαλύπτεται ότι διαφωνούμε στις ερμηνείες. Είναι λογική π.χ. η απαίτηση μεγαλύτερης σύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι στην αγορά εργασίας υπάρχει (ποσοτικά και ποιοτικά) μια δυναμική ζήτηση που απαιτεί την προσαρμογή της «προσφοράς» (πτυχίων, γνώσεων, δεξιοτήτων). Αλλά μακάρι να ήταν έτσι.
Διαβάζω π.χ. τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία της ΕΣΥΕ για το 2005. Τα καλά νέα: η ανεργία των νέων 15-29 ετών -που συμμετέχουν στην αγορά εργασίας- παραμένει πολύ υψηλή, αλλά φαίνεται ότι αρχίζει πια να μειώνεται (18,8% το 2005, από 20,4% την 4ετία 2001-04 και 23,4% την 4ετία 1997-2000). Τα κακά νέα: η ανεργία εξακολουθεί να πλήττει περισσότερο τους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (20,3%), λιγότερο τους αποφοίτους της δευτεροβάθμιας (18,7%) και ακόμα λιγότερο τους αποφοίτους της πρωτοβάθμιας (13%)!
Συμπέρασμα: η επένδυση στη γνώση δεν κάνει καλό στην απασχόληση. Οσο περισσότερο σπουδάζουν τα νέα παιδιά όσο περισσότερο εμπλουτίζουν τις γνώσεις και καλλιεργούν τις δεξιότητές τους, όσο περισσότερο αυξάνουν τα προσόντα τους τόσο πιο δύσκολη γίνεται η θέση τους όταν προσέρχονται στην αγορά εργασίας. Προσοχή: το «παράδοξο» αυτό ισχύει στη Ελλάδα και μόνο σε αυτήν, ανάμεσα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (και πέραν αυτής).
Οχι, δεν επαληθεύονται όσοι ισχυρίζονται ότι παράγουμε πολλά πτυχία και επομένως πτυχιούχους ανέργους. Στην Ελλάδα και στις ηλικίες 25-34 ετών, μόνο το 24% των νέων έχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στις πιο δυναμικές «οικονομίες της γνώσης», όπως οι ΗΠΑ, οι σκανδιναβικές χώρες (Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία) και οι μικρές χώρες της Β. Ευρώπης (Δανία, Βέλγιο) αλλά και η Γαλλία, το ίδιο ποσοστό έχει ήδη φτάσει το 40%, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις (Καναδάς, Ιαπωνία και Κορέα) αγγίζει ή ξεπερνάει το 50%.
Οχι, δεν επαληθεύονται ούτε όσοι αμφισβητούν συνολικά την ποιότητα των πτυχίων μας. Σε κρίσιμες και απαιτητικές στιγμές της μεταπολεμικής μας ανάπτυξης, τα εγχώρια πτυχία κάλυψαν πλήρως τις όποιες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Αλλά και σήμερα, οι δυναμικές εγχώριες επιχειρήσεις από τους πτυχιούχους μας στελεχώνονται και διοικούνται. Οι πολλοί πτυχιούχοι ελληνικών πανεπιστημίων που φεύγουν έξω, δεν έχουν καμιά δυσκολία να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε καλά ξένα πανεπιστήμια ή να βρουν εργασία σε καλές ξένες επιχειρήσεις.
Οχι, δεν επαληθεύονται ούτε εκείνοι που εστιάζουν στη δήθεν αναντιστοιχία των πτυχίων μας με τις ανάγκες της αγοράς. Οι χιλιάδες νέοι που ξενιτεύονται και σπουδάζουν σε ξένα πανεπιστήμια θα έπαιρναν το «μήνυμα» και θα κάλυπταν τα όποια κενά, αλλά δεν φαίνεται να έχουν διαφορετική τύχη όταν επιστρέφουν στην ελληνική αγορά εργασίας. Μην το ψάχνουμε περισσότερο: εισάγουμε φτηνό εργατικό δυναμικό αλλά όχι εξειδικευμένη εργασία, κατηγορία στην οποία μάλλον ως εξαγωγείς πρέπει να καταγραφούμε.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Η ζήτηση των πτυχίων στη χώρα μας είναι ποσοτικά ανεπαρκής, ενώ ποιοτικά ευτελίζεται. Η συντριπτική πλειονότητα του επιχειρηματικού δυναμικού της χώρας (ας μη μας ξεγελάσουν οι λίγες φωτεινές εξαιρέσεις) δεν αναζητεί τη γνώση και την καινοτομία και δεν είναι έτοιμη να δαπανήσει γι’ αυτό το σκοπό. Η τυπική μικρομεσαία επιχείρηση δεν ψάχνεται και δεν ψάχνει η ίδια, δεν συνεργάζεται με άλλες επιχειρήσεις, ούτε με τα πανεπιστήμια ή τα ερευνητικά κέντρα. Αδιαφορεί για την ανάγκη συνεχούς κατάρτισης και αναβάθμισης του προσωπικού της, προτιμάει την ευελιξία της συγκυριακής απασχόλησης, δεν προσλαμβάνει πτυχιούχους ή όταν το τολμάει, δεν τους αξιοποιεί, τους υποαπασχολεί, τους εξουδετερώνει. Δεν προωθεί τελικά ή ακυρώνει στην πράξη κάθε γνωστό μηχανισμό που δημιουργεί εσωτερικό απόθεμα γνώσης ή/και ανθρώπινο κεφάλαιο με δυναμικές ικανότητες.
Η διοικούσα γενιά της αμάθειας, της καπατσοσύνης και της λεβεντιάς κατάφερε να βγάλει την Ελλάδα από την υπανάπτυξη και τη φτώχεια. Αλλά, σήμερα, δεν φαίνεται να μπορεί να διαχειριστεί την αλλαγή άμεσα αλλά ούτε έμμεσα, αξιοποιώντας τη γενιά των πτυχίων και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν στο οικονομικό δυναμικό της χώρας να απορροφήσει τη ροή της γνώσης και να τη μετουσιώσει σε καινοτομία και σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Το πανεπιστήμιο έχει πολλά και σοβαρά προβλήματα (υποδομών, ανθρώπινου δυναμικού, κανόνων λειτουργίας κ.λπ.). Μεταξύ άλλων οφείλει να ακούει καλύτερα την κοινωνία «του». Η ελληνική κοινωνία όμως είναι προετοιμασμένη να ακούσει και να αξιοποιήσει το πανεπιστήμιό «της»;
Η ανεπαρκής (ποσοτικά και ποιοτικά) ζήτηση πτυχίων δημιουργεί προφανή αδιέξοδα στην (καλώς) διευρυνόμενη και (κακώς) υποχρηματοδοτούμενη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι λογικό να ενοχλούνται πολλοί από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται ο θυμός της νέας γενιάς. Αλλά όσοι μεταθέτουν τη συζήτηση από το φυσικό της (δημόσιο) χώρο και καταφεύγουν στη λαγνεία των αγοραίων λύσεων, δεν φαίνεται να κατανοούν την «όλη» πραγματικότητα.
* Οικονομολόγος, καθηγητής ΕΜΠ
Συμφωνούμε όλοι στις διαπιστώσεις, αλλά αποκαλύπτεται ότι διαφωνούμε στις ερμηνείες. Είναι λογική π.χ. η απαίτηση μεγαλύτερης σύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας. Υπό την προϋπόθεση όμως ότι στην αγορά εργασίας υπάρχει (ποσοτικά και ποιοτικά) μια δυναμική ζήτηση που απαιτεί την προσαρμογή της «προσφοράς» (πτυχίων, γνώσεων, δεξιοτήτων). Αλλά μακάρι να ήταν έτσι.
Διαβάζω π.χ. τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία της ΕΣΥΕ για το 2005. Τα καλά νέα: η ανεργία των νέων 15-29 ετών -που συμμετέχουν στην αγορά εργασίας- παραμένει πολύ υψηλή, αλλά φαίνεται ότι αρχίζει πια να μειώνεται (18,8% το 2005, από 20,4% την 4ετία 2001-04 και 23,4% την 4ετία 1997-2000). Τα κακά νέα: η ανεργία εξακολουθεί να πλήττει περισσότερο τους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (20,3%), λιγότερο τους αποφοίτους της δευτεροβάθμιας (18,7%) και ακόμα λιγότερο τους αποφοίτους της πρωτοβάθμιας (13%)!
Συμπέρασμα: η επένδυση στη γνώση δεν κάνει καλό στην απασχόληση. Οσο περισσότερο σπουδάζουν τα νέα παιδιά όσο περισσότερο εμπλουτίζουν τις γνώσεις και καλλιεργούν τις δεξιότητές τους, όσο περισσότερο αυξάνουν τα προσόντα τους τόσο πιο δύσκολη γίνεται η θέση τους όταν προσέρχονται στην αγορά εργασίας. Προσοχή: το «παράδοξο» αυτό ισχύει στη Ελλάδα και μόνο σε αυτήν, ανάμεσα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (και πέραν αυτής).
Οχι, δεν επαληθεύονται όσοι ισχυρίζονται ότι παράγουμε πολλά πτυχία και επομένως πτυχιούχους ανέργους. Στην Ελλάδα και στις ηλικίες 25-34 ετών, μόνο το 24% των νέων έχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στις πιο δυναμικές «οικονομίες της γνώσης», όπως οι ΗΠΑ, οι σκανδιναβικές χώρες (Σουηδία, Φινλανδία, Νορβηγία) και οι μικρές χώρες της Β. Ευρώπης (Δανία, Βέλγιο) αλλά και η Γαλλία, το ίδιο ποσοστό έχει ήδη φτάσει το 40%, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις (Καναδάς, Ιαπωνία και Κορέα) αγγίζει ή ξεπερνάει το 50%.
Οχι, δεν επαληθεύονται ούτε όσοι αμφισβητούν συνολικά την ποιότητα των πτυχίων μας. Σε κρίσιμες και απαιτητικές στιγμές της μεταπολεμικής μας ανάπτυξης, τα εγχώρια πτυχία κάλυψαν πλήρως τις όποιες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Αλλά και σήμερα, οι δυναμικές εγχώριες επιχειρήσεις από τους πτυχιούχους μας στελεχώνονται και διοικούνται. Οι πολλοί πτυχιούχοι ελληνικών πανεπιστημίων που φεύγουν έξω, δεν έχουν καμιά δυσκολία να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε καλά ξένα πανεπιστήμια ή να βρουν εργασία σε καλές ξένες επιχειρήσεις.
Οχι, δεν επαληθεύονται ούτε εκείνοι που εστιάζουν στη δήθεν αναντιστοιχία των πτυχίων μας με τις ανάγκες της αγοράς. Οι χιλιάδες νέοι που ξενιτεύονται και σπουδάζουν σε ξένα πανεπιστήμια θα έπαιρναν το «μήνυμα» και θα κάλυπταν τα όποια κενά, αλλά δεν φαίνεται να έχουν διαφορετική τύχη όταν επιστρέφουν στην ελληνική αγορά εργασίας. Μην το ψάχνουμε περισσότερο: εισάγουμε φτηνό εργατικό δυναμικό αλλά όχι εξειδικευμένη εργασία, κατηγορία στην οποία μάλλον ως εξαγωγείς πρέπει να καταγραφούμε.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Η ζήτηση των πτυχίων στη χώρα μας είναι ποσοτικά ανεπαρκής, ενώ ποιοτικά ευτελίζεται. Η συντριπτική πλειονότητα του επιχειρηματικού δυναμικού της χώρας (ας μη μας ξεγελάσουν οι λίγες φωτεινές εξαιρέσεις) δεν αναζητεί τη γνώση και την καινοτομία και δεν είναι έτοιμη να δαπανήσει γι’ αυτό το σκοπό. Η τυπική μικρομεσαία επιχείρηση δεν ψάχνεται και δεν ψάχνει η ίδια, δεν συνεργάζεται με άλλες επιχειρήσεις, ούτε με τα πανεπιστήμια ή τα ερευνητικά κέντρα. Αδιαφορεί για την ανάγκη συνεχούς κατάρτισης και αναβάθμισης του προσωπικού της, προτιμάει την ευελιξία της συγκυριακής απασχόλησης, δεν προσλαμβάνει πτυχιούχους ή όταν το τολμάει, δεν τους αξιοποιεί, τους υποαπασχολεί, τους εξουδετερώνει. Δεν προωθεί τελικά ή ακυρώνει στην πράξη κάθε γνωστό μηχανισμό που δημιουργεί εσωτερικό απόθεμα γνώσης ή/και ανθρώπινο κεφάλαιο με δυναμικές ικανότητες.
Η διοικούσα γενιά της αμάθειας, της καπατσοσύνης και της λεβεντιάς κατάφερε να βγάλει την Ελλάδα από την υπανάπτυξη και τη φτώχεια. Αλλά, σήμερα, δεν φαίνεται να μπορεί να διαχειριστεί την αλλαγή άμεσα αλλά ούτε έμμεσα, αξιοποιώντας τη γενιά των πτυχίων και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν στο οικονομικό δυναμικό της χώρας να απορροφήσει τη ροή της γνώσης και να τη μετουσιώσει σε καινοτομία και σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Το πανεπιστήμιο έχει πολλά και σοβαρά προβλήματα (υποδομών, ανθρώπινου δυναμικού, κανόνων λειτουργίας κ.λπ.). Μεταξύ άλλων οφείλει να ακούει καλύτερα την κοινωνία «του». Η ελληνική κοινωνία όμως είναι προετοιμασμένη να ακούσει και να αξιοποιήσει το πανεπιστήμιό «της»;
Η ανεπαρκής (ποσοτικά και ποιοτικά) ζήτηση πτυχίων δημιουργεί προφανή αδιέξοδα στην (καλώς) διευρυνόμενη και (κακώς) υποχρηματοδοτούμενη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι λογικό να ενοχλούνται πολλοί από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται ο θυμός της νέας γενιάς. Αλλά όσοι μεταθέτουν τη συζήτηση από το φυσικό της (δημόσιο) χώρο και καταφεύγουν στη λαγνεία των αγοραίων λύσεων, δεν φαίνεται να κατανοούν την «όλη» πραγματικότητα.
* Οικονομολόγος, καθηγητής ΕΜΠ