Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες
Νίκος Μαραντζίδης, Η Καθημερινή της Κυριακής, Δημοσιευμένο: 2023-01-15
Το 2018, ο Στίβεν Λεβίτσκι και ο Ντάνιελ Ζίμπλατ, καθηγητές στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, εξέδωσαν ένα εξαιρετικό βιβλίο με τον εξόχως ανησυχητικό τίτλο «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες», που προκάλεσε ζωηρές συζητήσεις διεθνώς.
Οι δύο συγγραφείς, επί χρόνια μελετητές δικτατοριών αλλά και νέων μορφών αυταρχισμού παγκοσμίως, επισημαίνουν πως κατά τον Ψυχρό Πόλεμο τα στρατιωτικά καθεστώτα ήταν συχνό φαινόμενο. Η Λατινική Αμερική ήταν γεμάτη από δικτατορίες που είχαν προκύψει από στρατιωτικά πραξικοπήματα, όπως και η Αφρική και η Ασία.
Τα καθεστώτα αυτά είχαν εύκολα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά: πρωταγωνιστικός ρόλος του στρατού, κατάργηση του Κοινοβουλίου, των εκλογών και των κομμάτων, φυλάκιση ή και φυσική εξόντωση των αντιπάλων, απόλυτος έλεγχος της ενημέρωσης και λογοκρισία παντού.
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, τέτοιου είδους καθεστώτα παρήκμασαν. Ομως, νέοι αυταρχισμοί άνθησαν, που εκ πρώτης όψεως μπορεί να ξεγελάσουν πως πρόκειται για κανονικές δημοκρατίες, καθώς διεξάγονται εκλογές, υπάρχουν Κοινοβούλια και κόμματα, υφίσταται κάποια πολυφωνία στην ενημέρωση, ηγέτες «μιλούν τη γλώσσα της δημοκρατίας». Κοινό χαρακτηριστικό των καθεστώτων του νέου αυταρχισμού αποτελεί η διατήρηση των τυπικών θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ωστόσο οι θεσμοί αυτοί αποστερούνται σε μεγάλο βαθμό ή και εντελώς τις ουσιαστικές λειτουργίες τους.
Οι Λεβίτσκι και Ζίμπλατ εξηγούν πως η δημοκρατική εκτροπή στις μέρες μας δεν έχει τον εκκωφαντικό θόρυβο που προκαλούσε το άκουσμα των ερπυστριών στους δρόμους παλιότερα. Ομως, σήμερα η εκτροπή μπορεί να συμβεί οπουδήποτε, ακόμη και στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, προειδοποιούν.
Οι δύο καθηγητές εντοπίζουν τα ανησυχητικά σημάδια της υπονόμευσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην προσπάθεια να καμφθούν οι αντιστάσεις των θεσμικών αναχωμάτων και αντίβαρων, όπως είναι η Δικαιοσύνη και οι ανεξάρτητες Αρχές, στον έλεγχο και στον εκφοβισμό των ΜΜΕ, στην αντιμετώπιση των αντιπάλων ως εσωτερικών εχθρών, στη χρήση του κράτους για εξυπηρέτηση εκλογικών σκοπών. Ο νέος αυταρχισμός αποβλέπει ιδιαίτερα στην αποδυνάμωση κάθε αντίβαρου, καθώς αισθάνεται τα θεσμικά αντίβαρα ως ένα είδος ασφυκτικού κορσέ, όπως γράφουν οι Λεβίτσκι και Ζίμπλατ (Μεταίχμιο, 2018, σελ. 117).
Καθώς λοιπόν οι σημαντικότεροι πυλώνες της δημοκρατίας (Κοινοβούλιο, Δικαιοσύνη, ΜΜΕ), εκόντες άκοντες, συγκλίνουν στην υπηρεσία της κυβέρνησης, εκλεγμένοι ηγέτες επιτυγχάνουν να συγκεντρώσουν τη μέγιστη δυνατή εξουσία χωρίς τυπικά να καταλύσουν τη δημοκρατία. Πρόκειται για μια σιωπηλή εκτροπή, ένα διαρκές αθόρυβο πραξικόπημα με χρήση «αναισθητικού», που οι κοινωνίες δεν αντιλαμβάνονται αμέσως.
Στην Ελλάδα θα βρούμε μεγάλη ποικιλία στις μεθόδους ανατροπής της δημοκρατίας στο παρελθόν. Η εικόνα των τεθωρακισμένων στους δρόμους εκείνη την 21η Απριλίου μπορεί να στοίχειωσε τη συνείδηση της δικής μου γενιάς, αλλά δεν αποτέλεσε τη μοναδική οδό προς τον αυταρχισμό.
Τριάντα χρόνια νωρίτερα, την 4η Αυγούστου 1936, αιφνιδιάστηκαν όλοι όταν ο βασιλιάς Γεώργιος και ο Μεταξάς κήρυξαν δικτατορία, αναστέλλοντας την ισχύ του Συντάγματος και διαλύοντας τη Βουλή χωρίς προκήρυξη εκλογών. Οι πάντες εκτός από τον κεντρώο Σοφοκλή Βενιζέλο, που, όπως εξιστορεί ο καθηγητής Γιώργος Μαυρογορδάτος («Μετά το 1922», Πατάκης, 2017, σελ. 83), είχε συμφωνήσει με τον Μεταξά όχι μόνο την επιβολή δικτατορίας για ένα χρόνο, αλλά και τη δική του συμμετοχή στην κυβέρνηση με τον όρο να επανέλθουν οι απότακτοι.
Αργότερα, τον Ιούλιο του 1965, ένας άλλος βασιλιάς και κάποιοι άλλοι κεντρώοι θα αναπτύξουν νέες ιδέες για το πώς σχηματίζονται κυβερνήσεις, ανατρέποντας κοινοβουλευτικά τον νομίμως εκλεγμένο πρωθυπουργό και οργανώνοντας αυτό που έμεινε στην Ιστορία ως «αποστασία», που εξευτέλισε και εκμαύλισε θεσμούς και ανθρώπους και οδήγησε στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Φαίνεται, δυστυχώς, πως σε κάθε γενιά κεντρώων πολιτικών στην Ελλάδα, μερικοί εξ αυτών αναπτύσσουν κάποιες πρωτότυπες ιδέες για τη διακυβέρνηση, που έχουν ως αντικειμενική κατάληξη, είτε το θέλουν είτε όχι, την υπονόμευση της δημοκρατίας.
Η επιδίωξη για ανεμπόδιστη εξουσία γεννά διαρκώς νέους δρόμους προς τον αυταρχισμό. Στη χώρα μας, το σκάνδαλο των υποκλοπών αποκάλυψε πως βρισκόμαστε σε μια προχωρημένη πορεία προς το αυταρχικό κράτος, όπως εύστοχα επισήμανε ένας Αυστριακός ευρωβουλευτής. Για το αν θα μπει ένας φραγμός σε αυτήν την εξέλιξη, είναι δύσκολο να απαντήσουμε γιατί, ως γνωστόν, αυτό επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
Πάντως, εδώ που φτάσαμε, είναι σίγουρο ότι η «ελληνική περίπτωση» θα αποτελέσει τροφή για σκέψη για τους Λεβίτσκι και Ζίμπλατ, για να εμπλουτίσουν το βιβλίο τους μελλοντικά. Και, ποιος ξέρει, μπορεί μια μέρα ένας πρωθυπουργός να το προτείνει ως χρήσιμο ανάγνωσμα για τις γιορτές.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Οι δύο συγγραφείς, επί χρόνια μελετητές δικτατοριών αλλά και νέων μορφών αυταρχισμού παγκοσμίως, επισημαίνουν πως κατά τον Ψυχρό Πόλεμο τα στρατιωτικά καθεστώτα ήταν συχνό φαινόμενο. Η Λατινική Αμερική ήταν γεμάτη από δικτατορίες που είχαν προκύψει από στρατιωτικά πραξικοπήματα, όπως και η Αφρική και η Ασία.
Τα καθεστώτα αυτά είχαν εύκολα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά: πρωταγωνιστικός ρόλος του στρατού, κατάργηση του Κοινοβουλίου, των εκλογών και των κομμάτων, φυλάκιση ή και φυσική εξόντωση των αντιπάλων, απόλυτος έλεγχος της ενημέρωσης και λογοκρισία παντού.
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, τέτοιου είδους καθεστώτα παρήκμασαν. Ομως, νέοι αυταρχισμοί άνθησαν, που εκ πρώτης όψεως μπορεί να ξεγελάσουν πως πρόκειται για κανονικές δημοκρατίες, καθώς διεξάγονται εκλογές, υπάρχουν Κοινοβούλια και κόμματα, υφίσταται κάποια πολυφωνία στην ενημέρωση, ηγέτες «μιλούν τη γλώσσα της δημοκρατίας». Κοινό χαρακτηριστικό των καθεστώτων του νέου αυταρχισμού αποτελεί η διατήρηση των τυπικών θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ωστόσο οι θεσμοί αυτοί αποστερούνται σε μεγάλο βαθμό ή και εντελώς τις ουσιαστικές λειτουργίες τους.
Οι Λεβίτσκι και Ζίμπλατ εξηγούν πως η δημοκρατική εκτροπή στις μέρες μας δεν έχει τον εκκωφαντικό θόρυβο που προκαλούσε το άκουσμα των ερπυστριών στους δρόμους παλιότερα. Ομως, σήμερα η εκτροπή μπορεί να συμβεί οπουδήποτε, ακόμη και στην Ευρώπη ή στις ΗΠΑ, προειδοποιούν.
Οι δύο καθηγητές εντοπίζουν τα ανησυχητικά σημάδια της υπονόμευσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην προσπάθεια να καμφθούν οι αντιστάσεις των θεσμικών αναχωμάτων και αντίβαρων, όπως είναι η Δικαιοσύνη και οι ανεξάρτητες Αρχές, στον έλεγχο και στον εκφοβισμό των ΜΜΕ, στην αντιμετώπιση των αντιπάλων ως εσωτερικών εχθρών, στη χρήση του κράτους για εξυπηρέτηση εκλογικών σκοπών. Ο νέος αυταρχισμός αποβλέπει ιδιαίτερα στην αποδυνάμωση κάθε αντίβαρου, καθώς αισθάνεται τα θεσμικά αντίβαρα ως ένα είδος ασφυκτικού κορσέ, όπως γράφουν οι Λεβίτσκι και Ζίμπλατ (Μεταίχμιο, 2018, σελ. 117).
Καθώς λοιπόν οι σημαντικότεροι πυλώνες της δημοκρατίας (Κοινοβούλιο, Δικαιοσύνη, ΜΜΕ), εκόντες άκοντες, συγκλίνουν στην υπηρεσία της κυβέρνησης, εκλεγμένοι ηγέτες επιτυγχάνουν να συγκεντρώσουν τη μέγιστη δυνατή εξουσία χωρίς τυπικά να καταλύσουν τη δημοκρατία. Πρόκειται για μια σιωπηλή εκτροπή, ένα διαρκές αθόρυβο πραξικόπημα με χρήση «αναισθητικού», που οι κοινωνίες δεν αντιλαμβάνονται αμέσως.
Στην Ελλάδα θα βρούμε μεγάλη ποικιλία στις μεθόδους ανατροπής της δημοκρατίας στο παρελθόν. Η εικόνα των τεθωρακισμένων στους δρόμους εκείνη την 21η Απριλίου μπορεί να στοίχειωσε τη συνείδηση της δικής μου γενιάς, αλλά δεν αποτέλεσε τη μοναδική οδό προς τον αυταρχισμό.
Τριάντα χρόνια νωρίτερα, την 4η Αυγούστου 1936, αιφνιδιάστηκαν όλοι όταν ο βασιλιάς Γεώργιος και ο Μεταξάς κήρυξαν δικτατορία, αναστέλλοντας την ισχύ του Συντάγματος και διαλύοντας τη Βουλή χωρίς προκήρυξη εκλογών. Οι πάντες εκτός από τον κεντρώο Σοφοκλή Βενιζέλο, που, όπως εξιστορεί ο καθηγητής Γιώργος Μαυρογορδάτος («Μετά το 1922», Πατάκης, 2017, σελ. 83), είχε συμφωνήσει με τον Μεταξά όχι μόνο την επιβολή δικτατορίας για ένα χρόνο, αλλά και τη δική του συμμετοχή στην κυβέρνηση με τον όρο να επανέλθουν οι απότακτοι.
Αργότερα, τον Ιούλιο του 1965, ένας άλλος βασιλιάς και κάποιοι άλλοι κεντρώοι θα αναπτύξουν νέες ιδέες για το πώς σχηματίζονται κυβερνήσεις, ανατρέποντας κοινοβουλευτικά τον νομίμως εκλεγμένο πρωθυπουργό και οργανώνοντας αυτό που έμεινε στην Ιστορία ως «αποστασία», που εξευτέλισε και εκμαύλισε θεσμούς και ανθρώπους και οδήγησε στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Φαίνεται, δυστυχώς, πως σε κάθε γενιά κεντρώων πολιτικών στην Ελλάδα, μερικοί εξ αυτών αναπτύσσουν κάποιες πρωτότυπες ιδέες για τη διακυβέρνηση, που έχουν ως αντικειμενική κατάληξη, είτε το θέλουν είτε όχι, την υπονόμευση της δημοκρατίας.
Η επιδίωξη για ανεμπόδιστη εξουσία γεννά διαρκώς νέους δρόμους προς τον αυταρχισμό. Στη χώρα μας, το σκάνδαλο των υποκλοπών αποκάλυψε πως βρισκόμαστε σε μια προχωρημένη πορεία προς το αυταρχικό κράτος, όπως εύστοχα επισήμανε ένας Αυστριακός ευρωβουλευτής. Για το αν θα μπει ένας φραγμός σε αυτήν την εξέλιξη, είναι δύσκολο να απαντήσουμε γιατί, ως γνωστόν, αυτό επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
Πάντως, εδώ που φτάσαμε, είναι σίγουρο ότι η «ελληνική περίπτωση» θα αποτελέσει τροφή για σκέψη για τους Λεβίτσκι και Ζίμπλατ, για να εμπλουτίσουν το βιβλίο τους μελλοντικά. Και, ποιος ξέρει, μπορεί μια μέρα ένας πρωθυπουργός να το προτείνει ως χρήσιμο ανάγνωσμα για τις γιορτές.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.