Με τους πραματευτάδες;..
Κώστας Καλλίτσης, Δημοσιευμένο: 2024-12-15
Οι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης ξεθυμαίνουν όσο πλησιάζει η λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας: Το κυβερνητικό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2025-28 προβλέπει μεγέθυνση 2,3% το νέο έτος, 2% το 2026, 1,5% το 2027 και 1,3% το 2028. Βεβαίως, αυτοί οι ρυθμοί είναι από τους υψηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλ’ είναι αυτό βάσιμος λόγος να νιώθουμε ικανοποίηση; Πιστεύω όχι. Γιατί αυτή η διαφορά τίποτα σημαντικό δεν λέει για την τροχιά της ελληνικής οικονομίας ούτε, πολύ περισσότερο, υποδηλώνει κάτι για την αναβάθμιση της θέσης της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Δείχνει, απλώς, ότι ακόμα κι οι ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης λαχανιάζουν απ’ την ενεργειακή κρίση και το διεθνή ανταγωνισμό, που απειλούν τη βιομηχανική βάση τους.
Όταν καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν; Καθ΄ ημάς δεν υπάρχει ισχυρή παραγωγική βάση, άρα δεν διατρέχουμε τον ίδιο κίνδυνο…
Όντας ουραγοί στην παραγωγικότητα, ο κίνδυνος για εμάς είναι, φλυαρώντας χαλαρά περί της ανάγκης νέου οικονομικού μοντέλου, να μην ενισχύσουμε ούτε τώρα την παραγωγική βάση της οικονομίας μας, να παραμείνει κολλημένη στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού + παραδοσιακή οικοδομή. Όπερ συμβαίνει. Όταν οι γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία…) πλημμυρίζουν από εκατοντάδες εταιρείες σύγχρονης τεχνολογίας, εμείς χαιρόμαστε που έρχονται Ισραηλινοί για να αγοράσουν ακίνητα ή που θα εγκατασταθεί ένα data center –που θα καταναλώνει όσο ηλεκτρισμό χρειάζεται μια μικρή πόλη και θα εκμεταλλεύεται τη φτηνή εξειδικευμένη εργασία. Ή, που ξένα κεφάλαια, ιδιωτικά ή κρατικά, εξαγοράζουν σχολεία, νοσοκομεία μέχρι λιμάνια και επιχειρήσεις έντασης εργασίας -χωρίς να αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Αυτό, κατ’ ευφημισμό μπορεί να ειπωθεί ανάπτυξη. Δεν είναι. Κι επειδή δεν είναι, γι’ αυτό δεν έχει αντίκρισμα στην τσέπη των λαϊκών νοικοκυριών.
Κατά τα άλλα, τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν απίστευτα πολλά λεφτά στην Ελλάδα. Μόνο στη διετία της πανδημίας διανεμήθηκαν περίπου 50 δισ. ευρώ για να στηριχθούν (υγιείς αλλά και εικονικές) επιχειρήσεις και νοικοκυριά -συχνά οριζοντίως, χωρίς αυστηρότητα, επιμέλεια, εισοδηματικά κριτήρια. Άλλα 10 δισ. ευρώ ρίχτηκαν στη συνέχεια λόγω ενεργειακής κρίσης και για να λειανθούν οι συνέπειες ενός, ας πούμε ανορθόδοξου, ενεργειακού μοντέλου. Παράλληλα, προσφέρει εν αφθονία καρπούς το ευρωπαϊκό λεφτόδεντρο (Ταμείο Ανάκαμψης Ανθεκτικότητας, ΕΣΠΑ, νέα ΚΑΠ) που, μαζί με τη μόχλευση ιδιωτικών κεφαλαίων, υπερβαίνουν τα 100 δισ. ευρώ. Απίστευτα κεφάλαια! Η κυβέρνηση στάθηκε τυχερή. Η χώρα θα μπορούσε να είχε αναγεννηθεί.
Για να αναγεννηθεί, όμως, ίσως χρειαζόταν ένα θαύμα. Τέτοιο, δεν έγινε.
Σήμερα η Ελλάδα παραμένει βαριά υπερχρεωμένη, με δημόσιο χρέος πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που μας έστειλε στα βράχια το 2009-10 (ως απόλυτο μέγεθος και ως ποσοστό του ΑΕΠ), βεβαρυμμένη με άλλο τόσο ιδιωτικό χρέος, με διευρυμένη φτώχεια λόγω χαμηλών μισθών (για τους οποίους συνεχίζεται ο αποπληθωρισμός και ο αυταρχισμός των μνημονίων), με την τρίτη υψηλότερη ανεργία μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ (μετά από Ισπανία και Κολομβία), ουραγός στην παραγωγικότητα, με σοβαρά προβλήματα διαφάνειας, λειτουργίας των θεσμών και με απελπιστικά διευρυμένη αναπαραγωγή διαφθοράς. Και «το καμάρι μας», η δημοσιονομική σταθερότητα, επειδή στηρίζεται σε ένα από τα πιο άδικα φορολογικά συστήματα του ΟΟΣΑ και σε ένα εξαθλιωμένο κοινωνικό κράτος, δεν είναι τόσο σταθερή όσο εκ πρώτης φαίνεται.
Διά ταύτα: Σε μια κανονική χώρα με ελαφρών βαρών οικονομία, που πετυχαίνει λίγα δέκατα μεγέθυνση μεγαλύτερη από τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες που διαθέτουν μια βαριά παραγωγική βάση, θα αξιοποιούσαν τη συγκυρία σαν ένα μικρό παράθυρο ευκαιρίας για να οχυρωθούν. Αντί να κομπάζουν ότι είναι ίσα και όμοια με τους πραματευτάδες.