Η βουβή οργή που δεν έπιασαν
Αλέξης Παπαχελάς, Η Καθημερινή, Δημοσιευμένο: 2025-02-05
«Μα τι έγινε ξαφνικά με το θέμα των Τεμπών και ξαναβγήκε με τόση δύναμη στην επιφάνεια;» ρωτούν πολλοί. Η αλήθεια είναι πως πρόκειται για ένα θέμα που υποτιμήθηκε από την κυβέρνηση από την αρχή. Επικράτησε η λογική «μα σιδηροδρομικά ατυχήματα συμβαίνουν και στο Βέλγιο και παντού», λογική που όμως δεν πήγε πολύ μακριά. Ενα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ένιωσε θυμό και ανασφάλεια γιατί θα μπορούσε να ήταν το δικό του παιδί στη μοιραία αμαξοστοιχία. Ισως αυτό να μην έγινε αντιληπτό στη «γυάλα» της αθηναϊκής εξουσίας, όπου σπανίζουν τα παιδιά που θα έμπαιναν σε τρένο για να πάνε στο πανεπιστήμιό τους. Υπήρξε επίσης θυμός γιατί αυτή η κυβέρνηση απέκτησε αξιοπιστία και υποστήριξη ως μία κυβέρνηση με τεχνοκρατικές και διαχειριστικές ικανότητες, μία κυβέρνηση που μπορούσε να βάλει τάξη στο χάος. Την επόμενη μέρα του δυστυχήματος φάνηκε όμως πως αυτό δεν ίσχυε. Ενας σταθμάρχης που δεν έπρεπε να είναι καν σταθμάρχης είχε τις τύχες εκατοντάδων ανθρώπων στα χέρια του. Ενας άλλος έλειπε, μία σύμβαση δεν είχε ποτέ εφαρμοστεί, τα συστήματα ασφαλείας δεν δούλευαν.
Τα λάθη ας πούμε ότι συγχωρούνται. Δεν συγχωρείται, όμως, μία Εξεταστική που ήταν σαφές ότι δεν ήθελε να φωτίσει, αλλά να συσκοτίσει. Ούτε μια νοοτροπία που εδραιώθηκε με την πάροδο του χρόνου ότι η υπόθεση «έσβησε» με τις εκλογές ή ότι ήταν προϊόν ψεκασμένης καμπάνιας. Ναι, ψεκασμένα σενάρια υπήρξαν πολλά, αλλά τα φούντωσε το γεγονός ότι καίρια ερωτήματα έμειναν αναπάντητα, επί δύο χρόνια. Και υπήρξε κι ένας αδικαιολόγητος και βιαστικός ξερολισμός, που επέμενε ότι πλην του σταθμάρχη δεν υπήρχε άλλο λάθος ή «σκελετός».
Τα Τέμπη έγιναν όμως αλεξικέραυνο. Οι δημοσκοπήσεις και οι έρευνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν έπιαναν τον θυμό γιατί ήταν βουβός ίσως. Αλλά έτσι γίνεται πάντα στις δεύτερες τετραετίες, ένα θέμα ξεσπάει ξαφνικά και συγκεντρώνει την οργή για ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Προφανώς μπορεί να υπάρχουν συμφέροντα που το καλλιεργούν συστηματικά και με επαγγελματισμό. Η εύφλεκτη ύλη ήταν εκεί πάντως και κάποιος θα άναβε τη σπίθα.
Βρισκόμαστε σήμερα σε ένα σκηνικό με μία κυβέρνηση χωρίς αντίπαλο. Αυτό δεν είναι καλό για την ίδια. Γιατί ο οργισμένος πολίτης θυμώνει ακόμη περισσότερο με τη σκέψη ότι δεν έχει πού να πάει. Δεν υπάρχει χειρότερο σενάριο από έναν πολιτικό να μη βρίσκεται τελικά ευθέως αντιμέτωπος με μία σκληρή αντιπολίτευση, αλλά με μία οργισμένη κοινωνία. Θα ήταν, πάντως, έγκλημα η χώρα να τιναχθεί στον αέρα και να μπούμε σε νέες πολιτικές περιπέτειες. Η κυβέρνηση πληρώνει ακριβά τους συμβιβασμούς με το βαθύ ελληνικό Δημόσιο, τις κομματικές ισορροπίες και τα «ήθη και έθιμα» του παρελθόντος. Για να αποδείξει ότι έπιασε το μήνυμα πρέπει να διασφαλίσει ότι θα βγει στο φως όλη η αλήθεια και να αφήσει τον πέλεκυ της δικαστικής ή πολιτικής τιμωρίας να πέσει όπου πρέπει.